Comp 1

Οδηγός μας να είναι οι πρόγονοί μας!..

on .

Οι εξευτελισμοὶ της εθνικής αξιοπρέπειας δεν έχουν τέλος … από τους Αλβανούς, τους Σκοπιανούς, τους Τούρκους… Οι Ελληνικές κυβερνήσεις αποδεικνύονται ανίκανες να προστατεύσουν τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, την εθνική κυριαρχία. Και ο λαός σχεδόν αδιάφορος! Έχει χάσει την ψυχή του; Την ευψυχία του; Τον λύγισαν τα οικονομικά βάρη; Δεν θέλουμε να το πιστέψουμε. Τον τόνο τον δίνουν οι κυβερνώντες, πρώην και νυν, με τις συνεχείς υποχωρήσεις που συχνά ισοδυναμούν  με μειοδοσία και παραχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αυτές οι υποχωρήσεις για κατευνασμό του νέο-οθωμανικού επεκτατισμού στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγεια, άρχισαν ουσιαστικά με την εγκατάλειψη-προδοσία της Κύπρου το 1974 κατά τη διάρκεια της πρώτης και δεύτερης εισβολής του Αττίλα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

 Σε αυτές καθοριστικής σημασίας είναι η απαράδεκτη από κάθε άποψη συμφωνία των Πρεσπών επί ΣΥΡΙΖΑ, την οποία, παρά τις  ρητές διαβεβαιώσεις του Κ. Μητσοτάκη ότι δεν θα την κυρώσει ΠΟΤΕ, έκανε ακριβώς το αντίθετο και συνεχίζει να ανέχεται τις συνεχείς προκλήσεις των Σκοπιανών, ακόμα και την πρόσφατη προσβολή του εθνικού μας ύμνου! Ποιάς χώρας εξυπηρετούν τα συμφέροντα; Και για ποιόν λόγο; 

Μειοδοσία συνιστούν επίσης η εγκατάλειψη των Βορειοηπειρωτών στο έλεος των Αλβανικών κυβερνήσεων, του Ελληνικού πληθυσμού στα Σκόπια, οι αλλεπάλληλες και χωρίς τέλος υποχωρήσεις-παραχωρήσεις στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο προς την Τουρκία του Ερτογκάν, και ἠ εγκατάλειψη της Θράκης και των Πομάκων στο έλεος του Τουρκικού προξενείου και τους σχεδιασμούς της Άγκυρας.

Ουδείς γνωριζει ποιες μυστικές συμφωνίες συνήψε με τον Ερτογκάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος ενεργεί και αποφασίζει εν κρυπτῶ και ἐν ἀγνοίᾳ του κυρίαρχου ἑλληνικού λαού. Η υποχωρητικότητα φτάνει σε επικίνδυνα όρια. Αυτό έγινε εμφανές τόσο με τα λεγόμενα «περιβαλλοντικά πάρκα» στις Κυκλάδες και στο Ιόνιο, όσο και πολύ περισσότερα στα πρόσφατα γεγονότα στην Κάσο και την Κάρπαθο.

Η απουσία Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, στο οποίο θα συζητούνται με τη συμμετοχή ειδικών επιστημόνων τα εθνικά θέματα και θα λαμβάνονται δεσμευτικές αποφάσεις τόσο άμεσες όσο και μακροπρόθεσμες κατέστησε τον πρωθυπουργό «αὐτοκράτορα», δηλαδή να ασκεί χωρίς έλεγχο κατά την κρίση του εξωτερική και εθνική πολιτική.

Ο πρωθυπουργός, αμερικανοτραφείς, αγνοώντας, όπως φαίνεται την ελληνική ιστορία, έδεσε την τύχη της χώρας μας στο Αμερικανικό άρμα, παραχωρώντας, όπως και οι προηγούμενοι, σημαντικές ναυτικές και χερσαίες βάσεις για τους Αμερικανικούς και Νατοϊκούς σχεδιασμούς σὲ σχέση με τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, χωρίς ουσιαστικά τουλάχιστον ανταλλάγματα, όπως θα ήταν π.χ. η στήριξη της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα δώδεκα ναυτικά μίλια ή έστω ἡ εγγύηση της ασφάλειας της έναντι της επιθετικότητας της Τουρκίας.

Αν μελετούσε έστω και λίγο ο κ. Μητσοτάκης  την πρόσφατη ιστορία μας, θα διαπίστωνε πόσες πολλές φορές οι «σύμμαχοι», τους οποίους εμπιστευτήκαμε, πρόδωσαν τον ελληνικό λαό και τα εθνικά μας συμφέροντα. Είναι επισφαλές να βάλλει κανείς όλα του τα αυγά σε ένα καλάθι και να δηλώνει ότι έτσι βρίσκεται στη «σωστή πλευρά της ιστορίας»! Και αν μελετούσε, έστω και λίγο, τον Θουκυδίδη, θα μάθαινε κάποια βασικά πράγματα για τις διεθνείς σχέσεις. 

Πρώτο και κύριο ότι δεν υπάρχουν φιλίες μεταξύ κρατών, αλλά συμφέροντα. Όταν συμπίπτουν, τότε είναι δυνατόν να δημιουργηθούν συμμαχίες, οι οποίες διαρκούν όσο τα συμφέρονται είναι κοινά.

Δεύτερον, ότι υπάρχει ένας αναλλοίωτος φυσικός νόμος ως αναγκαιότητα, τον οποίο σαφέστατα διατυπώνουν οι Αθηναίοι προς τους Μηλίους: στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων:  ο ισχυρός εξουσιάζει όποιον μπορεί να υποτάξει, με άλλα λόγια, ὁ δυνατός εξουσιάζει τον αδύναμο. Αυτόν τον νόμο, λένε οι Αθηναίοι, δεν τον δημιουργήσαμε εμείς, τον βρήκαμε και δεν είμαστε οι πρώτοι που τον χρησιμοποιήσαμε, υπήρχε και θα υπάρχει πάντοτε, και  γνωρίζουμε καλά ότι και οποιοσδήποτε άλλος στη θέση μας, θα έπραττε τα ίδια. Επομένως, η τύχη των αδύναμων είναι προδιαγεγραμμένη.

Τρίτον, στις σχέσεις μεταξύ κρατών υπάρχει, αφ’ ενός, θεωρητικά το λεγόμενο διεθνές δίκαιο και, αφ’ ετέρου, η ισχύς και το συμφέρον. Πότε επιβάλλεται το δίκαιον; Σπανιώτατα. Και υπό ποιες συνθήκες; Όταν συμπίπτει το δίκαιον με το συμφέρον και την ισχύ. Αυτά είναι πασιφανή στις διεθνείς σχέσεις όλων των εποχών.

Τέταρτον, πάλι από τους Αθηναίους, η πόλη των οποίων εκείνη την εποχή, ήταν μαζί με τους συμμάχους της, η ισχυρότερη δύναμη, με το πιο ισχυρό ναυτικό και τη μεγαλύτερη ναυτική πολεμική εμπειρία.

Φυσική και πάλιν αναγκαιότητα, την οποία ουδείς αγνοεί:  το δίκαιο με βάση την ανθρώπινη λογική κρίνεται αναγκαστικά, όταν οι αντίδικοι ή οι αντίπαλοι έχουν ίσες δυνάμεις, στρατιωτικές κυρίως αλλά και οικονομικές. Τότε μόνον υπάρχει περίπτωση να βρεις το δίκαιό σου. Αν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ των δυνάμεων των αντιμαχομένων, τότε οι ισχυρότεροι κάνουν αυτά που μπορούν να κάνουν με την ισχύ τους, ενώ οι ασθενέστεροι υποχωρούν και υποτάσσονται. Επομένως, είναι απολύτως αδύνατο να λυθούν οι όποιες διαφορές με την Τουρκία με διάλογο, εφόσον θεωρήσουμε ότι είμαστε, πραγματικά ή από φόβο, συγκριτικά πιο αδύναμοι.

Πέμπτον, δε χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς για να αποδείξει ότι η Τουρκία επιβουλεύεται την Ελλάδα και την Κύπρο, αφού οι διεκδικήσεις της καθιστώνται μέρα με τη μέρα εμφανέστερες και εντονώτερες, φτάνοντας μέχρι του σημείου της προσταγής! Επομένως, θα πρέπει η Ελλάδα να προσαρμόσει την αμυντική και εξωτερική της πολιτική αναλόγως.

Έκτον, όπως μας διδάσκει ο Περικλής στον λόγο του προς τους Αθηναίους λίγο πριν από την έναρξη του πολέμου, και η μικρότερη υποχώρηση είναι δοκιμασία από τον εχθρό της αποφασιστικότητας και του φρονήματος του αντιπάλου. Αν γίνει υποχώρηση, έστω και μικρή, ο εχθρός αμέσως θα σας διατάξει («ἐπιταχθήσεσθε») να υποχωρήσετε και σε άλλο ακόμα πιο μεγάλο και σημαντικό, επειδή θα θεωρήσει εύλογα ότι και στην πρώτη περίπτωση υποχωρήσατε από φόβο. Αν δεν υποχωρήσετε σε αυτό που θεωρείτε μικρό και ασήμαντο, θα καταστήσετε σαφές στον αντίπαλο ότι θα πρέπει να συμπεριφέρεται σε σας ως ίσος προς ίσον. Αναλογιστείτε τις διεκδικήσεις της Τουρκίας από τα Ίμια μέχρι σήμερα.

Συμπερασματικά, δεν πρέπει να υποχωρήσει από φόβο ούτε στις μικρές τάχα και ασήμαντες  ούτε  στις σημαντικές απαιτήσεις και διεκδικήσεις του αντιπάλου. Θα πρέπει, για να μπορέσει ένα κράτος να προστατεύσει την εθνική κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα, να προετοιμαστεί ώστε να είναι τουλάχιστον ισοδύναμο στρατιωτικά με τον εχθρό. Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι αναγκαίο να έχει ισχυρό ναυτικό, ιδιαίτερα η Ελλάδα, για να μπορέσει να διατηρήσει τον έλεγχο του αρχιπελάγους στο Αιγαίο και όχι μόνον. 

Όπως λέει ο Περικλής, «μέγα τὸ τῆς θαλάσσης κράτος», είναι δηλαδή πολύ σημαντικό η εξουσία των θαλασσών. Δυστυχώς, αυτό φαίνεται να το έχει κατανοήσει ο Ερτογκάν και η Τουρκία και γι’ αυτό έχει δώσει ιδιαίτερη σημασία στη ναυπήγηση ισχυρού ναυτικού. Αντίθετα από ότι συμβαίνει στην Ελλάδα, φαίνεται ότι – το έχουμε αποδείξει και άλλη φορά –  οι Τούρκοι μελετούν τον Θουκυδίδη και εφαρμόζουν τα «δόγματά» του επιτυχώς.

Για να αποφευχθεί ο πόλεμος, δεν αρκεί μόνον η ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων με τα πιο σύγχρονα οπλικά συστήματα, αλλά πρέπει να κάνει ξεκάθαρο, όπως έκαναν οι Αθηναίοι με πρόταση του Περικλέους ότι «δεν θα αρχίσουμε εμείς τον πόλεμο, αν όμως αρχίσει, θα αμυνθούμε με κάθε μέσον, όπως είναι δίκαιο και πρέπον στο ένδοξο παρελθόν μας». Δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές μικρότερη την πατρίδα μας. Με αυτή τη δήλωση προς όλους είναι σίγουρον ότι ο εχθρός θα το σκεφτεί πολλές φορές προτού αποφασίσει να κάνει κάποια πολεμική ενέργεια εναντίον της χώρας μας.

Το παράδειγμα των προγόνων μας θα πρέπει να είναι οδηγός μας. Αυτοί νικήσαν τις υπέρτερες δυνάμεις των Περσών, όπως λέει ο Περικλής, και αργότερα των άλλων επίβουλων εχθρών της πατρίδας μας με υψηλό το φρόνημα παρά από τύχη και με μεγάλη τόλμη παρά με τις δυνάμεις μας.

Και ως Έλληνες δεν πρέπει να ξεχνούμε ποτέ αυτό που υπογράμμισε  στον επιτάφιο λόγο του ο Περικλής ὅτι «εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ’ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον», δηλαδή η ευψυχία εξασφαλίζει την ελευθερία και η ελευθερία την ευτυχία, και με βάση αυτά να ενεργεί κάθε κυβέρνηση και κάθε Έλληνας και Ελληνίδα ως άτομο.