Comp 1

Οι Χλωμιώτες ασβεστάδες της Κωνσταντινούπολης… (Με αφορμή τις πολιτιστικές εκδηλώσεις στο Χλωμό)

on .

Το χωριό Χλωμό της Δυτικής κοιλάδας του Πωγωνίου ευρίσκεται στα όρια της Αλβανική Επικράτειας, μετά την χάραξη των συνόρων. Στις φετινές κοινές Πολιτιστικές εκδηλώσεις Πωγωνίου και Δερόπολης, που θα γίνουν στις 12 Αυγούστου, επιλέχτηκε να γίνουν αυτές στο Χλωμό με την συναίνεση του χωριού και των φορέων. Στην ιστορία του χωριού αναφέρεται ότι επί Τουρκοκρατίας οι Χλωμιώτες ξενιτεύονταν στην Κωνσταντινούπολη και ασκούσαν κυρίως το επάγγελμα του ασβεστοποιού. «Ασβεστάδες Χλωμιώτες» αναφέρονται σε διάφορες περιγραφές της περιπέτειας της ξενιτιάς χωρίς να υπάρχουν κάποια άλλα στοιχεία για τις επιδόσεις και τους τόπους απασχόλησης.

Σε έναν Κώδικα, που έγραψε πριν από έναν αιώνα ένας ιερωμένος Χλωμιώτης, ο Οικονόμος Σπυρίδων Δημητριάδης, ο οποίος κατέγραψε και πολλά στοιχεία από τη ζωή και τις παραδόσεις των Χλωμιωτών, περιέχονται μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία για τους «ασβεστάδες Χλωμιώτες» ξενίτες στην Πόλη.

Με την επικαιρότητα των Πολιτιστικών εκδηλώσεων στο Χλωμό είναι ευκαιρία να παρουσιαστούν μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία από όσα καταγράφει στον Κώδικα ο παπα-Σπύρος για τη ζωή των Χλωμιωτών.

2 Στον 2° τόμο του Κώδικα (σελ 20) γράφει: «ο πατριωτικός σύνδεσμος των Χλωμιωτών και η αγάπη προς αλλήλους, εχαρακτήριζε και εν τη ξένη τους Χλωμιώτες, όπου πραγματικώς εμεγαλούργησαν, και εαυτούς αναδείξαντες, εν τη ιδιαιτέρα τέχνη της ασβεστοοποιείας, ην εξήσκουν οι πλήστοι εξ αυτών, και ευϋποληπτούντες, ως το καλύτερον εσνάφι, μέχρι και των σουλτανικών ανακτόρων ακόμη, ως την ιδιαιτέραν πατρίδα των, διαφοροτρόπως ωφελήσαντες. Η ευσέβειά των προς τα θεία και την προγονικήν θρησκείαν, την Ανατολικήν Ορθόδοξον, ο ακραιφνής πατριωτισμός των, ο ζήλος και η επιμέλεια προς παν καλόν, δι’ εαυτούς και την πατρίδα των δύνανται να χρησιμεύσουν ως παράδειγμα μιμήσεως δια τους μεταγενεστέρους. Εις την Κωνσταντινούπολιν το ιδικόν των εσνάφι, των ασβεστοποιών, έχαιρε την καλυτέραν υπόληψιν μεταξύ των λοιπών εσναφίων».

Ο παπα-Σπύρος σε επόμενες σελίδες καταγράφει με λεπτομέρειες που παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο κοινωνικό και οικονομικό ενδιαφέρον, τον τρόπο λειτουργίας αυτού το εσναφίου. Σε μια σελίδα δίνει τόσες πληροφορίες που αποτελούν ένα ερευνητικό υλικό, για μια ιδιαίτερη μελέτη από ειδικόν οικονομικόν μελετητή, κάτι που ξεφεύγει από αυτή τη δική μου καταγραφή. Θα παραθέσω όμως όλην αυτήν την καταγραφή του παπα-Σπύρου με λίγες απλές παρατηρήσεις. 

Γράφει λοιπόν ο Χλωμιώτης παπα-Σπύρος για τους ασβεστάδες χωριανούς του:

«Οι πρωτομαστόροι της Ασβεστοποιείας Χλωμιώται, είχον ιδιόκτητον δωμάτιον ή αίθουσαν, εν Βαξέ-καπού, όπου, οι εξ Ουμούρ-γερί του Βοσπόρου, κατερχόμενοι, συνηθροίζοντο εκεί το εσπέρας, και συνδιεσκέπτοντο περί της πορείας των εργασιών των. Εις μίαν εκ των γωνιών της αιθούσης, την προς ανατολάς, υπήρχεν εικονοστάσιον, όπου ο επιμελητής του δωματίου ήναπτε κανδήλαν. Ιδιαίτερον χώρισμα της αιθούσης, κεχωρισμένον διά κιγκλιδώματος κάθηνται και συζητούν οι πρωτομάστοροι. Οι μη έχοντες τον τίτλον τούτον, εκάθηντο έξω του κιγκλιδώματος, ως ακροαταί των γενομένων συζητήσεων. Πάντες οι κατερχόμενοι εκ των ασβεστοποιείων του Ομούρ - γερί, καθ' ημέραν, έπρεπε να παρευρεθούν εις το μπαξέ-καπού.

Και πρώτον συνηρωτόντο οι παριστάμενοι, εάν είναι παρόντες πάντες οι κατελθόντες εξ Ομούρ-γερί εις Κων/πολιν. Εάν κανείς απουσίαζεν, ανετίθετο εις δύο εκ των παρόντων, να ερευνήσουν, που διήλθε την νύκτα εκείνην ο απουσιάζων. Και αν μεν ήτο δικαιολογημένη η απουσία του, ένεκεν εργασίας του ή ότι διενυκτέρευσεν, κληθείς και διαμείνας παρά τινι φίλω του πατριώτη, συνεχωρείτο. Εάν δε τουναντίον ήτο αδικαιολόγητος η απουσία του ετιμωγείτο.

Δεύτερον, διηρωτώντο, ποίο ασβεστοποιείον ήτο ανοικτόν, αν ο κάτοχος επώλησε την ανοιχθείσαν κάμινον, και προς ποιους. Αν εισέπραξε το χρήμα του, και παρα τίνων έχει λαμβάνειν εισέτι. Εδίδετο κατάλογος της γενομένης πωλήσεως, και των υπαρχόντων βερεσεδίων, και διετάσσετο το άνοιγμα δευτέρας ασβεστοκαμίνου, με την εντολήν, ο δεύτερος πωλητής ασβέστου, να μη δώση εις τους οφείλοντες τω πρώτω, ειμή αφού πρώτον ούτοι καθαρίσουν τους λογαριασμούς των.

Τρίτον: Ανεγινώσκοντο επιστολαί εκ Χλωμού, περί της εκεί καταστάσεως, και ελαμβάνοντο σχετικαί αποφάσεις.

Τέταρτον: διερωτώντο οι παρόντες αν υπάρχουν νεοελθόντες εκ Πατρίδος και αν προσεκολλήθησαν εις εργασία τινά.

Πέμπτον: συνιστάτο εξελικτική επιτροπή ήτις κατά μήνα 8/βριον, επεσκέπτετο τα ασβεστοποιεία και εθεώρει τα βιβλία ενός εκάστου, ενεργητικόν και παθητικόν, ίνα μη τις εκ του εν αυτοίς εργαζομένου κόσμου αδικείται. Εκανόνιζε δε συγχρόνως πάσαν τυχόν αναφυομένην φιλονικείαν, μεταξύ διαφόρων συνεταιρισμών.

Τιμιώτατοι εν γένει πάντες εις τας προς αλλήλους και τους έξω συναλλαγάς, δι ό και έχαιρον την καλυτέραν υπόληψιν. Προσέτι μεγάλην εμπιστοσύνην έχοντες ο εις προς τον άλλον.

Τοιαύτα και άλλα τούτοις όμοια, ήσαν τα προτερήματα των εν τη ξένη Χλωμιωτών».

TTT

Αναλύοντας όλη αυτήν την περιγραφή της λειτουργίας του συναφιού των Χλωμιωτών ασβεστοποιών στην Κωνσταντινούπολη, στις ακτές του Βόσπορου, δεν μπορούμε να αποφύγουμε έναν θαυμασμό για τον τρόπο λειτουργίας των ασβεστοκάμινων, τα οποία όπως φαίνεται αποτελούσαν μια ελεγχόμενη μονοπωλιακή «επιχείρηση».

Οι ασβεστάδες του Χλωμού, αποτελούν μια ταυτότητα του ξενιτεμού των Χλωμιωτών στην Πόλη, με μια μονοσήμαντη έννοια μιας ταπεινής εργασίας που, με όσα γράφει ο παπα Σπύρος στον κώδικα, είχε μια μεγάλη και εντυπωσιακή δραστηριότητα και καλή φήμη στην αγορά της Κωνσταντινούπολης.

Ο εσωτερικός κανονισμός διαχείρισης του παραγόμενου από τα ασβεστοκάμινα ασβέστη, είναι αυστηρός, δεσμευτικός και «απόρρητος». Κάθε απουσία, παράληψη, κακή συμπεριφορά, χρηματική ανωμαλία, κακή συναλλαγή στην πιάτσα, ελέγχεται αυστηρά κάθε μέρα από ένα πολύ ισχυρό «ιερατείο» «πρωτομαστόρων», το οποίο συνέρχεται σε ειδική αίθουσα, με ακροατές πίσω από κιγκλίδωμα, τους σιωπηρούς και άτιτλους συνεργάτες, να ενημερώνονται δημόσια για τις λειτουργίες και τα προβλήματα του εσναφιού των ασβεστάδων. Μια παραοικονομική συλλογική οργάνωση, κλειστή, πειθαρχημένη, τιμωρητική για τους χρεώστες (βερεσέδια), οι οποίοι αποκλείονται από κάθε περαιτέρω συναλλαγή.

Με κλιμακούμενη τη λειτουργία των καμινιών, ώστε να ελέγχεται η αγορά και οι τιμές του προϊόντος. Ο παπα Σπύρος περιγράφοντας αυτόν τον ιδιότυπο κλειστό συλλογικό φορέα, αποφεύγει να προσδιορίσει την νομική του υπόσταση και άγνωστος είναι ο έλεγχος της Τουρκικής Διοίκησης. Δεν προσδιορίζεται κάποιος νομικά υπεύθυνος ενώπιον πάσης Αρχής της Διοίκησης. Άγνωστο αν υπάρχει κάποιος Πρόεδρος, αρχηγός, Διοικητικό συμβούλιο, ταμίας και διαχειριστής. Και άγνωστο μένει ποιό ήταν το μερίδιο των απολαβών των «συνεταίρων» σε όλη την κλίμακα συμμετοχής της εργασίας των Χλωμιωτών «ασβεστάδων» της Πόλης.

Δεν φαίνεται να έχει εκδοθεί και κυκλοφορήσει κάποιο «καταστατικό» του εσναφιού. Εντυπωσιάζει μια κοινωνική λειτουργία με την καθημερινή πληροφόρηση για τα συμβαίνοντα στο χωριό και το ενδιαφέρον για τους νέους μετανάστες και αν και που απασχολούνται. 

Από τις άλλες καταγραφές του παπα-Σπύρου στον κώδικα φαίνεται ότι οι ασβεστάδες πλουτίζουν, συμβάλουν στην κατασκευή της Εκκλησίας μεγάλου κόστους (5000 λίρες), ενώ ο πρωτοστάτης (Παναγιώτης Πάντος) απαντά στην εκδηλούμενη δυσφορία των γερόντων ότι, θα κατασκευάσει μόνος του την εκκλησία. Ταξιδεύει στη Ρωσία να κατασκευάσει πολυέλαιο με 32 κεριά και τις εικόνες του τέμπλου. Οι μεγάλες οικοδομές όπου συνοικούν αβραμιαίες οικογένειες δείχνουν ένα μεγάλο πλούτο να κυκλοφορεί και να επενδύεται στο χωριό.

Τί ήταν τελικά το εσνάφι των Χλωμιωτών ασβεστάδων στην Κωνσταντινούπολη; Ποια «οικονομική» θεωρία ακολουθούν με τόση κερδοφόρο λειτουργία, αλλά και με ένα πνεύμα φιλοπατρίας και κοινωνικής και κοινωφελούς «πολιτικής» που παράγει και διαθέτει πλούτο για κοινοτικά έργα με εντυπωσιακή την κατασκευή μιας Εκκλησίας για την οποία άγνωστος Χλωμιώτης λόγιος γράφει: «Εκείνο δε όπερ γεγονοία τη φωνή θα διακηρύττει αιωνίως την άκραν αυτών φιλοπατρίαν είναι ο περικαλλέστατος και μεγαλοπρεπέστατος όντως ναός της κοινότητος, σεμνυνόμενος επί τω ονόματι της Αγίας Παρασκευής, ων δε είς των αξιοθαυμαστοτέρων της Ηπείρου».

Το εσνάφι των Χλωμιωτών ασβεστάδων ή ασβεστοποιών της Κωνσταντινούπολης, αποτελεί μια ιδιαίτερη πτυχή της μεγάλης πορείας της ξενιτιάς των Ηπειρωτών και ένα θέμα μιας ιδιαίτερης έρευνας και οικονομικής και κοινωνικής μελέτης.