Comp 1

Η κρυψώνα του «απολίτικου»

on .

Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν στάθηκε η αποκαλούμενη «πανευρωπαϊκή μουσική γιορτή» της Eurovision, αυτή τη φορά στο Μάλμε της Σουηδίας, και τα όσα κωμικοτραγικά συνέβησαν, με αποκορύφωμα το ρεσιτάλ πολιτικής υποκρισίας για τον δήθεν «απολίτικο» χαρακτήρα της εν λόγω διοργάνωσης.

 Κατ’ αρχάς  η εν λόγω διοργάνωση, χρόνια τώρα, έχει εκτραπεί από την ιδρυτική της στοχοθεσία, την καλλιέργεια της ευρωπαϊκής μουσικής κουλτούρας και την ανάδειξη νέων μουσικών ταλέντων μέσω των συμμετεχουσών χωρών - μελών 

της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το επίπεδο της προβαλλόμενης μουσικής είναι, κατά γενική ομολογία, κάτω του μετρίου, δεν είναι λίγες μάλιστα οι φορές που συνιστά κακοποίησή της. Η συχνή εκπροσώπηση, έπειτα, των χωρών από καλλιτέχνες «με μεταγραφή», αποτελεί εμφανή αλλοίωση της εθνικής πολιτιστικής ιδιαιτερότητας κάθε συμμετέχουσας χώρας- μέλους.    

Ένας από τους κύριους στόχους της Eurovision εκπορευόμενοι από την διοργανώτρια αρχή (EBU), είναι να μένει μακριά από πολιτικού περιεχομένου συμμετοχές και εκδηλώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να φέρουν οποιαδήποτε ένταση ανάμεσα στις χώρες, μη συνάδουσες άλλωστε με το ευρωπαϊκό πνεύμα ειρηνικής συνεργασίας και συμφιλίωσης των συμμετεχουσών χωρών. Ωστόσο, στα εξήντα οχτώ χρόνια του θεσμού, πέρα από πολύ καλές, έως «δυνατές», ερμηνείες, αλλά και εκκεντρικές εμφανίσεις, έχουμε δει και αρκετές αμφιλεγόμενες στιγμές, που σχετίζονταν με πολιτικές εντάσεις, προπαγάνδα, έως και κάλεσμα σε Επανάσταση, οι οποίες μετέτρεψαν τη σκηνή της Eurovision σε πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της Πορτογαλίας το 1974, η οποία συνδέθηκε με την πρώτη πολιτική ανάμειξη στην ιστορία του θεσμού, όταν ένας άνδρας ανέβηκε στη σκηνή κρατώντας ένα πανό που έγραφε: «μποϋκοτάρετε τον Φράνκο και τον Σαλαζάρ», τους δύο στυγνούς και με μακροχρόνια εξουσία δικτάτορες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Εξίσου «φωνασκούσα» ήταν και η ελληνική αποχή από τον διαγωνισμό το 1975 σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη συμμετοχή της Τουρκίας αμέσως μετά την εισβολή και την κατοχή στην Κύπρο, όπως και το τραγούδι «Παναγιά μου, Παναγιά μου» στον διαγωνισμό του 1976 ερμηνευμένο από την Μαρίζα Κωχ, το οποίο αποτέλεσε μια κατακραυγή απέναντι στην τουρκική εξωτερική πολιτική. Η αποχή του Λιβάνου από τον Διαγωνισμό του 2005, αν και είχε οριστεί να κάνει ντεμπούτο, διαμαρτυρόμενο για τη συμμετοχή του Ισραήλ, όπως και η περίπτωση του Κύπριου τραγουδιστή Κων/νου Χριστοφόρου, ο οποίος κατά την ώρα της ψηφοφορίας στον Διαγωνισμό του 2006 βγαίνει σε ζωντανή σύνδεση και λέει: «Καλησπέρα από τη μοναδική διχοτομημένη πρωτεύουσα της Ευρώπης», είναι επίσης δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που κατέρριψαν τον «απολιτίκ» χαρακτήρα (αφού ο όρος «απολίτικος είναι λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική apollitique) του εν λόγω διαγωνισμού. Άλλωστε, αφεαυτής η εν λόγω διοργάνωση αναιρεί τον «απολίτικο» χαρακτήρα της επιτρέποντας τη συμμετοχή σε αυτή της Τουρκίας και του Ισραήλ, χωρών που δεν ανήκουν στην ευρωπαϊκή ήπειρο, και καταδικάζοντας με προφανή μονομέρεια και μεροληψία τη Ρωσία από τον εν λόγω διαγωνισμό για την εισβολή της στην Ουκρανία, ευθυγραμμιζόμενη με την πολιτική του πολιτικού φορέα της ΕΕ, όχι όμως και το Ισραήλ για τον μαζικό εκτοπισμό και την συντελούμενη γενοκτονία των Παλαιστινίων στη Ράφα.

Τώρα, σε ό,τι αφορά τον όρο «απολίτικος», από την αρχαία κιόλας εποχή δεν συνάδει με την ιδιότητα του πολίτη, αφού σύμφωνα, μεν, με τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος «πολιτικόν ον και συζήν πεφυκός» (Ηθικά Νικομάχεια), κοινωνικό ον και αναγκασμένο από τη φύση του να συμβιώνει, κατά τον Θουκυδίδη, δε, στον Περικλέους Επιτάφιο «τον τε μηδέν  των δε μετέχοντα ουκ απράγμονα αλλά αχρείον νομίζομεν», αυτόν που δεν συμμετέχει στα κοινά δεν θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο. Καθ΄ υπερβολή θα λέγαμε πως ακόμη και η αναπνοή μας έχει πολιτικό χαρακτήρα, αφού μπορεί, υπό συνθήκες, να αποβεί βλαβερή για τον διπλανό μας. Το πρόσφατο παράδειγμα της περιόδου του κορωνοϊού είναι εύγλωττα χαρακτηριστικό. Η ιδιώτευση, η απομάκρυνση δηλαδή από τη δημόσια ζωή, από τις υποθέσεις που αφορούν όλους μας, από το «εμείς», όπως θα έλεγε ο Μακρυγιάννης, και η προσήλωσή μας αποκλειστικά στο «εγώ», ήταν έντονα καταδικαστέα.

Και όμως, συχνά ένα μεγάλο τμήμα των πολιτών, λόγοις τουλάχιστο, δηλώνει μη πολιτικοποιημένο, συγχέοντας προφανώς τον όρο με αυτόν του κομματικοποιημένου, παρότι τα κόμματα, οι κομματικοί σχηματισμοί, συνιστούν εκ των ων ουκ άνευ στοιχεία λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η όποια απογοήτευση από τη λειτουργία των κομμάτων δεν μας επιτρέπει τη συλλήβδην καταδίκη και απόρριψή τους. Όλοι, στις εκλογές κάποιο κόμμα και κάποιον υποψήφιο επιλέγουμε να ψηφίσουμε. Και έτσι πρέπει, αφού οι αρχαιρεσίες, όποιας μορφής, αποτελούν την πεμπτουσία της δημοκρατίας. Αντί, επομένως, του γενικού αφορισμού και αναθεματισμού, επιβάλλεται η με περίσκεψη και με ποιοτικά κριτήρια συμμετοχή μας σε αυτές. Το αφοριστικό «όλοι το ίδιο είναι», επομένως η αδιαφορία και η αποχή είναι η αναγκαία επιλογή μας, εκτός του ότι «τσουβαλιάζει», επιτρέψτε μου τον λαϊκό όρο, το σύνολο του πολιτικού προσωπικού (δεν υπάρχει πιο φασιστικό από το «ΟΛΟΙ»), έχει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αφού επιτρέπει την κυριαρχία του πολιτικού τυχοδιωκτισμού και των πολιτικών καιροσκόπων, τους οποίους ο τόπος μας ακριβά πλήρωσε και εξακολουθεί να πληρώνει. 

Οφείλουμε, λοιπόν, ως σκεπτόμενοι πολίτες και όχι ως ενεργούμενα (υπήκοοι), να συμμετέχουμε καθημερινά και με ενεργό τρόπο- από τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα- στις κοινές υποθέσεις, ελέγχοντας ανά πάσα στιγμή τις πράξεις της όποιας εξουσίας, είτε σε τοπικό είτε σε κεντρικό επίπεδο, επικροτώντας και επαινώντας τα καλώς πραττόμενα και με κάθε τρόπο καταγγέλλοντας τα κακώς αντίστοιχα. Κανένα εκλογικό ποσοστό δεν δίνει το δικαίωμα στους ασκούντες την εξουσία να συμπεριφέρονται αλαζονικά, περιφρονώντας την μειοψηφία και ευνοώντας δίκην ιδιοκτήτη του κράτους τούς ημέτερους. Αυτός ακριβώς ο κομματισμός, που έχει επιφέρει τόσα δεινά στον τόπο μας, είναι καταδικαστέος και όχι η επιβαλλόμενη συμμετοχή μας στα κοινά.