Εκκλησία και Πολιτεία…

on .

Η πλήρης διάσταση μεταξύ της Εκκλησίας και της Πολιτείας στο ζήτημα της θεσμοθέτησης της συμβίωσης των ομοφυλοφίλων ζευγαριών ως “γάμος” και της θεσμοθέτησης δικαιώματος των ζευγαριών αυτών να προβαίνουν σε “τεκτοθεσίες” παιδιών, θέτει το ερώτημα εάν το πολιτικό δόγμα της συναλληλίας Εκκλησίας και Πολιτείας έχει υπόσταση. Είναι μια πραγματικότητα ή είναι ένας μύθος που επινοήθηκε για να κρύψει αντιφάσεις και παραπλανά πιστούς και πολίτες; Απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθεί διερευνώντας την  ιστορική πορεία των σχέσεων των δύο θεσμών. Προηγουμένως όμως, σύμφωνα και με το αρχαίο γνωμικό «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις», πρέπει να ξεκινήσουμε με τους ορισμούς των εννοιών Κράτος και  Εκκλησία , ώστε να μην υπάρχουν παρανοήσεις.

Για την έννοια του Κράτους η επιστήμη της Πολιτειολογίας έχει πολλούς ορισμούς. Εκείνος που καλύπτει καλύτερα, στη διαχρονική της εξέλιξη, αυτήν την έννοια είναι ο εξής: Κράτος είναι πρωτογενής κυρίαρχος εξουσία, η οποία ασκείται από πρόσωπα σε  λαό , εγκατεστημένο μονίμως σε ορισμένον εδαφικό χώρο (την επικράτειά του) και στοχεύει στην αντιλαμβανομένη ως “αρμονική” συμβίωσή των ανθρώπων στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.

Η Θεολογία ορίζει την Εκκλησία ως θεανθρώπινο οργανισμό.  Ο Απόστολος Παύλος την προσδιορίζει  ως “σώμα Χριστού”.  (Κορ. Α΄ Κεφ.12 στ. 27). Με την έναρξη της ιστορικής πορείας, η Εκκλησία έδωσε για την κοινωνική ζωή των ανθρώπων μια νέα ηθική μαζί με μια νέα πίστη,  που οδηγούν μέσω αγώνα τους ανθρώπους προς την σωτηρία των δηλαδή την ολοκλήρωση των (θέωση). Αγώνα ατομικού και συλλογικού μετάβασης των σχέσεων των μελών της χριστιανικής κοινωνίας από ατομοκεντρικών σε κοινωνιοκεντρικών. Η πορεία αυτή θα ολοκληρωθεί στα “έσχατα”.

Στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας διαπιστώνουμε ότι στη λειτουργικότητά της εμφανίστηκαν  στοιχεία άγνωστα στη λειτουργικότητα της Πολιτείας. Αυτά είναι η διακονία, η ισότητα, η αδελφότητα, η κοινοκτημοσύνη και το “ομοθυμαδον” στη λήψη αποφάσεων, που οδηγούν στην δυνατότητα να βιώνεται η ζωή μόνο ως αγάπη. (Πραξ. Αποστόλων. Κεφ. Α στ. 8 , Κεφ. Β στ. 47, Κεφ. ΙΔ  στ. 23 & Κεφ. ΙΕ στ. 2, 4, 6,  Κορ. Επιστ. Α΄κεφ. Ι στ. 17).

Από τους ανωτέρω ορισμούς προκύπτει με σαφήνεια ότι δεν υπάρχει  ταυτότητα σκοπών και στόχων Κράτους και Εκκλησίας, επομένως και συναλληλία. Η Αγία Γραφή αποκαλύπτει αυτό το συμπέρασμα εάν μελετήσουμε τα εξής χωρία:  Ματθ. Κεφ. ΣΤ 9-10, Μιχ. Δ. 1-8, Δαν. Β 1-46, Ψαλμ. Νστ΄1-10, Ησαϊας Β 2-4 κ.α., Ματθ. Κεφ. Δ 8-11,Ιωαν. ΙΗ 36, Ματθ. Κεφ. ΚΒ 15-22, Λουκάς Κεφ. Δ 5-8& ΚΒ 25-27, Ἰωαν. Η 36, Μαρκ. Ι 42-45, Πράξεις Αποστόλων Κεφ. Ε 29, Αποστόλου Παύλου προς Ρωμ. Επιστ. κεφ. ΙΓ 1-7 . Ο χώρος του παρόντος κειμένου  δεν μου  επιτρέπει την εκτενή ανάπτυξή των.

Η διακονία προσδιορίζεται στα Ευαγγέλια ως η αντίθετη της έννοιας εξουσία. (Μαρκ. Κεφ. 10 42-44 και Λουκ. Κεφ. 22 25-26). Εξουσία είναι η θεσμοθετημένη δύναμη εξαναγκασμού, η ασκουμένη επί των μελών μιας κοινωνίας, για την  συμμόρφωση της συμπεριφοράς των  προς θεσμοθετημένους κανόνες.

Τους θεσμούς της Εκκλησίας (της διακονίας, του Επισκόπου (τέλη του 1ου μ.Χ), την  συνοδικότητα των Επισκόπων (μέσα του 2ου μ.Χ) αυτόνομα τον δημιούργησαν οι πρώτες Χριστιανικές Εκκλησίες και έτσι εκ των πραγμάτων, είχαν δημιουργήσει  ένα ιδιότυπο είδος κοινοπολιτείας των Χριστιανικών Εκκλησιών μέσα στην όλη επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με δημοκρατική νοοτροπία και πρακτική, που άτυπα την διαφοροποιούσαν από την  υπάρχουσα τότε θεσμική οργάνωση της   Αυτοκρατορίας.

Οι τότε Χριστιανικές Εκκλησίες την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία την παρομοίαζαν με την “Βαβυλώνα” (Αποκάλυψη Κεφ. ΙΔ στ.8). Οι  χριστιανοί εκείνης της  εποχής αποδέχονταν τους τότε κρατικούς θεσμούς, εάν αυτοί δεν έρχονταν σε αντίθεση με τις εντολές του Ευαγγελίου. “..πείθονται τοις κειμένοις νόμοις και τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους ” (Προς Διόγνητον 5, 10).

Οι Ρωμαϊκές αρχές εξέλαβαν τις Χριστιανικές Εκκλησίες ως αναρχικές οργανώσεις  διωκτέες, για λόγους δημοσίας τάξεως  και  μέχρι το 313 μ.Χ. η Εκκλησία ευρίσκετο υπό διωγμόν. Με την έκδοση του διατάγματος των Μεδιολάνων “περί ανεξιθρησκίας” οι Εκκλησίες απέκτησαν νομικά το καθεστώς  νομικού προσώπου. 

Όμως ο Μ. Κων/νος διατήρησε το αξίωμα, την συμπεριφορά και την νοοτροπία του Μεγάλου Ποντίφικα, δηλαδή του γενικού επόπτη της λατρείας όλων των θρησκειών της Αυτοκρατορίας του και μέχρι τον θάνατό του προέβη σε καταλυτικές παρεμβάσεις στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας. Το 314 συγκάλεσε Επισκοπική σύνοδο στην Αρελάτη και το 325 την Α΄ Οικουμενική σύνοδο. Στη συνέχεια για δογματικούς λόγους προέβη και σε εξορισμούς (διαδοχικά Αρειανών Επισκόπων και του Μ. Αθανασίου).

Με τις ενέργειες του αυτές έχουμε παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στην εσωτερική λειτουργία της Εκκλησίας με αποτέλεσμα να  δυναμιτιστεί η έως τότε ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ της. Το δόγμα και την νοοτροπία του Μεγάλου Ποντίφικα διατήρησαν και οι επόμενοι Αυτοκράτορες έστω και εάν τυπικά ο Γρατιανός το κατήργησε και θεωρώντας ότι είχαν “ελέω Θεού την βασιλεία”, επεδίωκαν την επιβολή των θρησκευτικών δογμάτων που υιοθετούσαν στο σύνολο της Αυτοκρατορίας και πάμπολλες φορές με βίαια μέσα επενέβαιναν και στην διοίκηση της Εκκλησίας. Όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι συνεκλήθησαν με διατάγματα των Αυτοκρατόρων και οι κανόνες των κυρώνονταν και επιβάλλονταν με αυτοκρατορικά διατάγματα. Έτσι εγκαθιδρύθηκε και λειτούργησε το λεγόμενο δόγμα του “καισαροπαπισμού” στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, που ήταν  αντίθετο στο Ευαγγέλιο,  χωρίς δυστυχώς να εκδηλωθεί η επιβεβλημένη από την χριστιανική πίστη, σθεναρή αντίδραση διαχρονικά του συνόλου των Επισκόπων. 

Στις επεμβάσεις αυτές των  Αυτοκρατόρων αντέδρασαν οι Μεγάλοι Πατέρες τη Εκκλησίας (Όσιος Κορδούης, Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Αγ. Αμβρόσιος, Γρηγόριος Ναζιανζινός, Ιωάννης  Χρυσόστομος, ο Πάπας Φήλιξ Γ΄ κ.α.).

Μετά τον 8ο αιώνα λόγω κυρίως των ιστορικών συνθηκών στην Δυτική Ευρώπη η Εκκλησία εκεί εναγκαλίστηκε την κοσμική εξουσία και ο Πάπας Ρώμης έγινε και εκκλησιαστικός και πολιτικός ηγέτης με κοσμική νοοτροπία και πρακτική (δόγμα Παποκαισαρισμού).

Ο Ιουστινιανός το 535 μ.Χ. εξέδωσε νόμο (ς΄ νεαρά), που διατύπωνε το δόγμα το οποίο έχει επικρατήσει στο διάβα των αιώνων ως  σήμερα στην συλλογική πολιτική και εκκλησιαστική ζωή των Ορθοδόξων, ως το δόγμα της συναλληλίας Πολιτείας και Εκκλησίας. Στην ανωτέρω νεαρά, το δόγμα διατυπωνόταν ως εξής σε ελεύθερη μετάφραση: “Οι άνθρωποι έχουν από την ύψιστη φιλανθρωπία του Θεού δώρα  και την ιερωσύνη και την βασιλεία.  Η μεν πρώτη για να υπηρετεί τα θεία, η δε δεύτερη να επιμελείται τα εγκόσμια. Και τα δυό πηγάζουν από μια και την αυτήν πηγή και είναι κόσμημα του ανθρώπινου βίου… ”.

Όμως η ζωή δεν επαλήθευε την αλήθεια του ανωτέρω δόγματος στη ζωή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Και πλήθος και καίριες ήταν οι επεμβάσεις των Αυτοκρατόρων στα δογματικά και διοικητικά ζητήματα της Εκκλησίας. Ο χώρος του κειμένου δεν επιτρέπει την παράθεσή των.

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας την Εκκλησία οι Σουλτάνοι την αντιμετώπιζαν ως έναν χρήσιμο γι΄ αυτούς θεσμό, ο οποίος θα τους διασφάλιζε την υποταγή των ραγιάδων χριστιανών. Η Εκκλησία επικέντρωσε την δράση της στη διάσωση της χριστιανικής πίστης στο σύνολο των χριστιανών ραγιάδων απέναντι στην προσπάθειες του κατακτητή για τον εξισλαμισμό τους.

Στις 23-7-1833 εκδόθηκε β. Διάταγμα με το οποίο ιδρύθηκε η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Με την πολιτική αυτή πράξη, που ήταν και αιρετική γιατί ο εθνοφυλετισμός είναι αίρεση, δημιουργείτο σχίσμα, το οποίο ήρθη το 1850 με την έκδοση συνοδικού πατριαρχικού τόμου. Διοικητικά ο Βασιλιάς είχε την “υπέρτατη εκκλησιαστική εξουσία”. Οι πράξεις της Ιεράς Συνόδου έπρεπε να εγκρίνονται από τον Βασιλικό Επίτροπο. Αν και ρητά στον τόμο της παραχώρησης της Αυτοκεφαλίας  αναφέρεται ότι η Ιερά Σύνοδος των Επισκόπων θα διοικούσε την Εκκλησία  ακώλυτα από κάθε κοσμική επέμβαση, οι νόμοι Σ΄ και ΣΑ΄ του 1852, που ίσχυσαν έως το 1923, δεν απομακρύνθηκαν από τις ρυθμίσεις του διατάγματος του 1833.

Σήμερα ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 2 του θεσμικού νόμου 590 του 1977 που θεσμοθετούν την συναλληλία Εκκλησίας και Πολιτείας. Στην πράξη  βεβαίως δεν υπάρχει. Το είδαμε στο ζήτημα της νέας θεσμοθέτησης ορισμού της έννοιας του γάμου από την Βουλή.

* O Νικήτας Αποστόλου είναι πρώην Τμηματάρχης του Υπουργείου Γεωργίας.