Ο δαιμόνιος παπα-Δημήτρης από την Κοσοβίτσα…

on .

Ο παπα-Δημήτρης έζησε τα περασμένα χρόνια. Καταγόταν από την Κοσοβίτσα της Βορείου Ηπείρου. Η Κοσοβίτσα είναι χωριό της Πάνω Δερόπολης, που κατέχεται από την Αλβανία. Ο παπα-Δημήτρης ήταν δαιμόνιος και τολμηρός. Έκανε ό,τι μπορούσε για να εξοικονομήσει το γέννημα της χρονιάς. Στο χωριό του ήταν παπάς και εξυπηρετούσε μια συνοικία (μαχαλά) του χωριού. Η Κοσοβίτσα ήταν μεγάλο και πλούσιο χωριό, απλωμένο σε μεγάλη έκταση, στα ριζά της  Μουργκάνας. Τα τελευταία σπίτια του χωριού έφταναν ως τον κάμπο, στο ποτάμι, τα δε ακρινά ήταν αρκετά ξέμακρα, που για να τα περπατήσει κανείς χρειαζόταν αρκετή ώρα. Τα περισσότερα σπίτια ήταν χωμένα μέσα στα δέντρα, στις κουμαριές και στα πουρνάρια και αποτελούσαν ξεχωριστή περιοχή. Δύσκολα συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι στο μεσοχώρι για χωριανικά ζητήματα ή για να περάσουν την ώρα τους. Ήταν αφοσιωμένοι στις αγροτικές δουλειές και βόσκοντας τα ζωντανά τους (γιδοπρόβατα – βόδια και αλογομούλαρα). Οι μακρινοί σπάνια έβλεπαν τους συγχωριανούς τους.

Ο παπα-Δημήτρης διατηρούσε και αυτός ζωντανά (γιδοπρόβατα, βόδια για τα χωράφια του και τρία μουλάρια). Ο τόπος στην περιοχή είναι λασπερός και γλυστερός προς τον κάμπο και δυσκολοπερπάτητος. Και τα φορτιάρικα γαϊδουρομούλαρα δυσκολεύονταν. Με τα μουλάρια μετέφεραν και ξυλεία από τα γειτονικά χωριά τη Σωτήρα και τον Λόγγο και από άλλα πιο μακρινά μέρη. Έφταναν ως το Σκάλωμα (Άγιοι Σαράντα), στο Κάστρο, στη Σαγιάδα και στη Γουμενίτσα για μεταφορά ξυλείας ή τροφίμων για το χωριό.

Ο παπα-Δημήτρης χρειαζόταν τα τρία μουλάρια και για άλλες δουλειές, που ήταν ευκολότερες και πιο επικερδείς.

Σαν παπάς ήταν γνωστός μόνο στο χωριό του και στα γύρω χωριά. Ήταν άγνωστος στο χωριό της Δερόπολης. Με τα τρία μουλάρια του γυρνούσε τα χωριά της Δερόπολης, με τη σειρά, κοντινά και απόμακρα. Σε κάθε χωριό που επισκεπτόταν έπαιρνε σοβαρό ύφος εξομολογητή. Σύντροφο είχε το πετραχήλι, το ντισάκι, ένα σαγάνι και έξι σακκιά αδειανά. Σταματούσε στο πρώτο χωριό για να ξεκουραστεί και να αρχίσει, μετά την ξεκούραση, το έργο του.

Στους ανθρώπους έλεγε ότι ήταν καλόγερος συγχωρητής, από το Μοναστήρι της Περγουλιάς, θαυματουργό Μοναστήρι, με περιουσίες και ζωντανό και με πολλούς σοφούς καλόγερους. Οι Δεροπολήσιοι πρώτη φορά άκουγαν για το Μοναστήρι αυτό. Οι γεροντότεροι δεν θυμόταν τέτοιο μοναστήρι εκεί κοντά και ρωτούσαν:

- Πότε έγινε αυτό το Μοναστήρι;

- Ήταν πολύ παλιό και κρυφό, απαντούσε ο παπα-Δημήτρης, αλλά τώρα το ανοίξαμε και το λειτουργούμε για τις ψυχές που μνημονεύουμε εκεί.

- Ποιες ψυχές μνημονεύετε; Ρωτούσα οι κάτοικοι.

- Τα ονόματα των ζωντανών για να σχωρεθούν οι αμαρτίες τους και να λυτρωθούν από τις αρρώστιες, να προστατευτούν από τις μπόρες, τα κακά και τα βάσανα και τα ονόματα των πεθαμένων για να αναπαυτούν οι ψυχές τους και να έχουν καλόν παράδεισο, απαντούσε ο παπα-Δημήτρης.

- Και πόσα παίρνεις για την κάθε ψυχή;

- Ένα σαγάνι γέννημα για ζωντανό ή πεθαμένο.

- Ο Θεός να σας δίνει δύναμη να γυρνάτε τα χωριά και να μνημονεύετε τις ψυχές ζωντανών και πεθαμένων και πού γράφεις τα ονόματα;

- Στο δευτέρι μου, που κρατάω στη τσέπη μου. Και χώνοντας το χέρι στη τσέπη του έβγαζε το δευτέρι του, έτοιμος για να γράψει τα ονόματα που θα του έλεγαν.

- Θέλω να γράψω ζωντανά και πεθαμένα. Ποια γράφεις πρώτα;

- Πρώτα τα πεθαμένα, παρακάτω τα ζωντανά, χώρια.

- Γράψε: Πεθαμένα: Βασίλω, Θανάσης, Μαρούσιω, Μαγδάλω, κλπ. Αράδιαζε ονόματα πεθαμένων της οικογένειας και άλλων συγγενών.

- Όλοι αυτοί δικοί μας και σόι μας. Τώρα γράψε και ζωντανά για καλή ψυχή… Δημήτρης, Νίκος, Γιώργος… και αράδειαζαν πολλά ονόματα ζωντανών του σπιτιού και άλλων συγγενών, για να διαβαστούν στο Μοναστήρι της Περγουλιάς, που ήταν τόσο καλό και θαυματουργό, όπως τους έλεγε ο παπα-Δημήτρης ο Κοσοβιτσινός.

Ο παπα-Δημήτρης τα’γραφε όλα και καλοτύχιζε την τύχη του, που του ερχόταν τόσο ευνοϊκά αμέσως από το πρώτο χωριό.

-Κόπιασε τώρα, παπούλη μου, να πάρεις και το δίκιο σου. 

Ο παπα-Δημήτρης, με το σαγάνι στο χέρι και δυο άδεια σακκιά, πήγαινε στο αμπάρι και σαγάνιζε το γέννημα ρίχνοντάς το στο σακκί. Έριχνε ώσπου γέμιζαν τα σακκιά και άδειαζαν τ’ αμπάρια. Μετρούσε ο παπάς: Σαγάνια: ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε… τριάντα.

Οι νοικοκυραίοι κοιτούσαν έκπληκτοι το γέμισμα των σακκιών και το άδειασμα των αμπαριών, ώσπου σταμάτησαν το χέρι του παπά να σαγανίζει λέγοντάς του:

- Τι κάνεις αυτού χριστιανέ μου; Μας άδειασες τ’ αμπάρια, μας πήρες όλο το γέννημα.

Ο παπα-Δημήτρης του απάντησε ήρεμα:

- Είναι πολλά τα ονόματα, ακόμη δε σκολάσαμε. Για να σταματήσω, πρέπει να σβήσω κάμποσα ονόματα.

- Να σβήσεις, να σβήσεις.

- Πούθε να σβήσω από τα ζωντανά ή τα πεθαμένα;

- Από τα πεθαμένα, τα πεθαμένα, έχουμε ζωή ακόμα εμείς.

Και ο παπα-Δημήτρης, με το μολύβι του έσβηνε μερικά ονόματα από τα πεθαμένα. Φόρτωσε το γέννημα στο μουλάρι του, περπάτησε και σ’ άλλα σπίτια του χωριού, συμπλήρωσε το φορτίο (τρία φορτώματα μουλαρίσια) και πήρε το δρόμο του γυρισμού για το… Μοναστήρι της Περγουλιάς (που δεν ήταν άλλο από το σπίτι του στην Κοσοβίτσα).

Πάντα κρατούσε μαζί του και ντουφέκα μακρύκανη, μπροστογιομή, που έκρυβε κάπου έξω από το χωριό του, για να την ξαναπάρει όταν ξαναγύριζε σ’ αυτό. Στα χωριά δεν την έπαιρνε, γιατί οι καλόγεροι δεν οπλοφορούσαν. Μπορούσαν να τον καταλάβουν οι χωριανοί του κάμπου και να καταλάβαιναν τις απατεωνιές του.

Όταν έφτανε στο μέρος που έκρυβε το μπροστογιομή του, το έπαιρνε, το γέμιζε με μια χούφτα μπαρούτι και το στούπωνε με κουρέλια, χτυπώντας το με την ντουφεκόβεργα. Στ’ αγνάντια του χωριού, σηκώνοντας ψηλά το ντουφέκι, πυροβολούσε στον αέρα, σημάδι για τη φαμπίλια του πως έρχεται γεμάτος, λέγοντας:

- Όλοι συχωρεμένοι να είναι…

Όλοι οι ζωντανοί να στέκονται γεροί…

Καταγραφή: Αγιομαρίνα 4-11-1973

ΝΙΚΟΣ ΥΦΑΝΤΗΣ