Ο ελληνισμός της διασποράς…

on .

Αναρωτιόμαστε πολλές φορές, όταν βρισκόμαστε εκτός των τειχών, μακριά από την πατρίδα σε μέρη που εργάζονται και ζουν συμπατριώτες μας, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ποιο είναι εκείνο το κυρίαρχο στοιχείο που δένει τόσο στενά και άρρηκτα τους απόδημους Έλληνες με τη γη των πατέρων τους, με τις πατρογονικές τους ρίζες.

Το φως που λούζει την πατρίδα, το απέραντο γαλάζιο του ουρανού και οι γαληνεμένες θάλασσες, οι τόποι που ευωδιάζουν από θρούμπη και θυμάρι, οι πλακόστρωτες αυλές με τις

  κληματαριές, οι γεροπαππούδες που αναπαύονται στα ταπεινά νεκροταφεία κάτω από τα κυπαρίσια, τα στενοσόκακα με τα γκαλντερίμια, οι υπόγειες φωνές των προγόνων, οι μνήμες, οι χιλιάδες αναμνήσεις από τη ζωή στα χωριά, αυτά και άλλα πολλά κρατούν δεμένους τους ταξιδεμένους μας με τα πατρικά χώματα.

Έπειτα, υπάρχει και κάτι άλλο στέρεο, σοβαρό και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που προσιδιάζει στον ξενιτεμένο Έλληνα: Όταν ο Έλληνας βρίσκεται μακριά από την πατρίδα, σε τόπους άγνωστους και αφιλόξενους, νιώθει να κυριαρχεί μέσα του η ελληνική του καταγωγή και αισθάνεται την ανάγκη να προβάλει προς κάθε κατεύθυνση τις ελληνικές του ρίζες και καταβολές.

Πολλές φορές ταξίδεψα στις ΗΠΑ, όσο ζούσαν οι γονείς μου, εγκατεστημένοι στο New Jersey από το 1963. Τώρα αναπαύονται στο νεκροταφείο του North Bergen μαζί με άλλους ομογενείς μας. Ένας ογκώδης σταυρός από γρανίτη και τα  ονόματά τους στην ελληνική γλώσσα. Από τα ονόματά τους στα ελληνικά αναγνωρίζεται η ελληνική τους καταγωγή. Ήταν μια περίοδος (δεκαετία 1990 και 2001) που αρθρογραφούσα στη φιλόξενη εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ» για θέματα που αφορούσαν τους ξενιτεμένους Έλληνες. Με πολλούς ταξιδεμένους συζήτησα για τη ζωή τους στη θετή τους πατρίδα.

Ομολογώ την έκπληξη που μου προξένησαν για τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα προβλήματα στην ξενιτιά και την άγνοιά μου γύρω από θέματα που σχετίζονται με την πατρίδα.

Ζει ο απόδημος Έλληνας μέσα σε ένα μωσαϊκό φυλών και θρησκειών. Καταβάλει προσπάθειες και αγωνίζεται απεγνωσμένα να κρατήσει την ορθόδοξη πίστη του, τη μητρική του γλώσσα και τα προγονικά έθιμα. Η νοσταλγία διάχυτη, ο πόνος της πατρίδας αβάστακτος, οι πληγές από τον αποχωρισμένο αγιάτρευτες, η επιστροφή στην πατρίδα μακρινή, φευγαλέα και άπιαστη. Η ξενιτιά βαριά και ασήκωτη, αλλά αναγκαία, μάγισσα και πλανεύτρα, που ζηλότυπα τον κρατά και απομακρύνει το όνειρο της επιστροφής:

«…Μαγεύει τα καράβια

 και δεν ξεκινούν.

Εμάγεψε και εμένα και 

δεν έρχομαι.

Σελώνω τ’ άλογό μου, 

ξεσελώνεται.

Σύντας κινώ για ν’ άρθω χιόνια και βροχές

Κι όντας γυρίζω πίσω, 

ήλιος ξαστεριά…»

Μου έλεγε ογδονταπεντάρης γέροντας από τα μέρη μας: «Πονάω πολύ για τον τόπο μου. Εκεί άφησα την καρδιά μου. Εδώ όμως, στην Αμερική αναπαύεται η γυναίκα μου, εδώ μεγάλωσα τα παιδιά μου και χαίρομαι τώρα τα εγγόνια και τα δισέγγονα.

Πώς να φύγω; Που να πάω;»

Κραυγή πίκρας και πόνου του ξενιτεμένου Έλληνα. Πώς να μην «ξεσελώνεται το άλογο» και πώς να μην υπάρχουν στο ξεκίνημα της επιστροφής «χιόνια και βροχή;»

Ένα γεγονός που αποτυπώνεται στη σκέψη του επισκέπτη στην Αμερική είναι οι στιγμές, οι ώρες που περνούν οι Έλληνες μετανάστες στις εκκλησίες. Στιγμές και ώρες ανθρώπινες ελληνικότατες. Στις εκκλησίες μετά τη Θεία Λειτουργία σε ειδικό χώρο συγκεντρώνονται με τα παιδιά και τα εγγόνια τους και συζητούν ποικίλα θέματα που τους αφορούν. Συζητήσεις για τη ζωή στην ξενιτιά, για την επάνοδο στην πατρίδα όταν οι συνθήκες θα το επιτρέψουν και για πολλά θέματα. Οι ιερείς αφιερωμένοι στην ορθοδοξία και τον ελληνισμό αγωνίζονται να υπερβούν τα όποια εμπόδια, ανυπέρβλητα πολλές φορές, να καθοδηγήσουν, να συμβουλέψουν, να κατηχήσουν τις νέες γενιές στην πατρογονική πίστη και στην ιδέα του ελληνισμού. Ο ακρογωνιαίος λίθος στήριξης των Ελλήνων στις πατρογονικές παραδόσεις και ο κύριος μοχλός, ο ουσιαστικός άξονας, γύρω από τον οποίον περιστρέφεται το ελληνικό στοιχείο, για τη συγκράτηση και διατήρηση των δεσμών με την πατρίδα είναι, χωρίς αμφιβολία η ορθόδοξη εκκλησία.

Τεράστιο, θαυμαστό και συγκινητικό το έργο που επιτελεί με τη λειτουργία ελληνικών σχολείων τα απογεύματα, με τις συγκεντρώσεις που πλαισιώνονται από Ελληνίδες αφιερωμένες στην ιδέα της πατρίδας, με τα κατηχητικά σχολεία (όχι με την έννοια μόνο της θρησκευτικής κατήχησης) και γενικά με ό,τι έχει σχέση με την Ορθοδοξία και την Ελλάδα. Όταν οι ιερείς με την απόλυση της Θείας Λειτουργίας μιλούν, οι καρδιές τους είναι πλημμυρισμένες από πατρίδα και ο λόγος τους βαθύτατα πατριδολατρικός.

Συγκλονιστική η ώρα της προσέλευσης του εκκλησιάσματος για τη Θεία Κοινωνία. Γέροντες και γερόντισσες, άντρες και γυναίκες, νέοι και νέες, παιδιά μικρά με τις μανάδες τους, προσέρχονται πραγματικά «μετά πίστεως και αγάπης», με τάξη και βαθιά κατάνυξη να μεταλάβουν «των αχράντων μυστηρίων». Τα παιδιά στη σειρά, με σταυρωμένα τα χέρια τους σε προσευχή, πλησιάζουν με δέος και ευλάβεια και παίρνουν τη θεία μετάληψη. Σκέπτεται κανείς το θόρυβο που δημιουργείται και την αταξία που επικρατεί στις εκκλησίες της πατρίδας την ώρα της προσέλευσης για τη Θεία Κοινωνία.

Μακάρι να μπορούσαμε να παραδειγματιστούμε από την ευλάβεια και τον κατανυκτικό τρόπο προσευχής των Ελλήνων της διασποράς. Φαίνεται πως οι Έλληνες κάτι που έχουν δεν το λογαριάζουν, τους γίνεται συνήθεια και δεν δίνουν την πρέπουσα σημασία. Όταν όμως τους λείπει τότε συνειδητοποιούν την αξία του.

Μέσα σε ένα πέλαγος από ναούς αλλοθρήσκων και διαφορετικών χριστιανικών δογμάτων, η Ελληνική Εκκλησία της Αμερικής παλεύει κυριολεκτικά να κρατήσει την ορθόδοξη πίστη και να ανατάξει νέους δρόμους για τη συγκράτηση του ποιμνίου.

Ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνισμού, έξω από τον Μητροπολιτικό χώρο, αλλά ζυμωμένο από το ίδιο χώμα, ομοούσιο και αδιαίρετο με τους «εντός των τειχών» Έλληνες, ζωντανό και ακμαίο, γεμάτο ιδέες και πνευματικότητα.