Έτσι ήτανε…

on .

 Τούτες τις μέρες ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε την Εθνική μας Επέτειο, που μας απάλλαξε από τη μακροχρόνια σκλαβιά. Από τα παιδικά μας χρόνια, εκτός από τις καθιερωμένες παρελάσεις, αναθυμιόμαστε και κάτι από τους πανηγυρικούς λόγους που ακούγαμε κατά τις δοξολογίες, ιδιαίτερα την αρχή και το τέλος, που όταν τύχαινε να εκφωνούνται από το ίδιο πρόσωπο, αναγκαστικά επαναλάμβανε τα ίδια. Έπαιρνε έτσι ο εορτασμός έναν καθαρά τυπικό χαρακτήρα, παρόμοιο με το σημερινό. Αυτο συμβαίνει γιατί δεν έχουμε κατανοήσει πως οι μεγάλες των Εθνών ημέρες, όπως είναι η 25η Μαρτίου, δεν αποτελούν σταθμούς πανηγυρισμών και εθνικών εξάρσεων, ούτε είναι μια απλή και άνευ ουσίας απόδοση τιμής και ευγνωμοσύνης προς τους πρωταγωνιστές τους, αλλά είναι κυρίως μια ευκαιρία και μια αφορμή για να σκεφτούμε αν ακολουθήσαμε με συνέπεια το δρόμο που χάραξαν με τους αγώνες τους και με τις θυσίες τους οι αγνές μορφές τους.

Αυτό το σκέφτηκα όταν ως μαθητής από τη βιβλιοθήκη του Σχολείου δανείστηκα και διάβασα στο βιβλίο «Τα Μεγάλα Χρόνια» του Γιάννη Βλαχογιάννη το ιστορικό πατριωτικό διήγημα «Έτσι Ήτανε», εμπνευσμένο από την Έξοδο του Μεσολογγίου:

«Γιορταζόταν όπως κάθε χρόνο η επέτειος της Εξόδου και ο εγγονός με τον παππού που είχε πάρει μέρος στην έξοδο, ακολουθούν τη διαδρομή που καταλήγει στον κήπο των ηρώων. Εκεί ο παππούς άκουγε τον ομιλητή που εκφωνούσε τον «πανηγυρικό», και σε κάποια στιγμή του ατέλειωτου λόγου εκνευρίζεται και κράζει με δυνατή φωνή: «Ωρέ, δεν ήταν έτσι»• άφησε τη γιορτή στη μέση και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Άξαφνα σταματάει. Εκεί κοντά του κάποιος τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο το μοιρολόγι του Μεσολογγιού. Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει, βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαιει ήσυχα και δε μιλεί. Τέλος, κόπηκε το τραγούδι. -Να, ωρέ, έτσι ήτανε! Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καημό του».

Αν κρίνει κανείς από την αντίδραση του γέρου-Μεσολογγίτη, ασφαλώς αυτά που έλεγε ο ομιλητής και μάλιστα ενώπιον επισήμων, στον ατελείωτο λόγο του, «δεν ήτανε έτσι», δηλαδή όπως τα είχε ζήσει ο Μεσολογγίτης γέρος, όχι μόνο κατά την Έξοδο, αλλά και κατά τις εποχές που ακολούθησαν τα χρόνια μετά το Μεγάλο Εικοσιένα. Και το τι ακολούθησε το διεκτραγωδεί ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματά» του, όπου γράφει:

«Για τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά και για κείνους που θυσιάσαν το εδικό τους στον αγώνα της πατρίδας και ήταν νοικοκυραίοι και τώρα είναι διακοναραιοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα• γι’ αυτούς όλους είναι φτωχή και για τον Αρμασπέρη (=τον Βαυαρό αντιβασιλιά του Όθωνα) έχει, οπούρθε ψωριασμένος Κόντης κι έφυγε μ’ ένα μιλλιούνι τάλαρα κι αγόρασε στην πατρίδα του (τη Βαυαρία) έναν τόπο και τον έβγαλε «Ελλάς» και μουντζώνει εμάς τους ανόητους Έλληνες και οι άλλοι οι Μπαυαρέζοι και οι φίλοι τους οι εδικοί μας».

Όχι, λοιπόν, κάπως έτσι, αλλά ακριβώς έτσι, όπως τα παρουσιάζει ο Μακρυγιάννης, ήταν τα πράγματα στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση του ‘21 και για πολλά χρόνια αργότερα και δεν ξέρω σε ποιο βαθμό -αυτό το αφήνω στον καθένα να το σκεφθεί- είναι έτσι και σήμερα.

Συνέβη δε αυτό γιατί τα πολιτικά αποτελέσματα της μεγάλης εκείνης εποποιίας δεν ήταν ανάλογα με τους αγώνες και τις θυσίες, η δε απελευθέρωση και η ίδρυση του «ανεξάρτητου» κράτους, το 1830, εμφανίστηκαν ως αποτέλεσμα των τριών μεγάλων δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, που αυτοχαρακτηρίστηκαν «Προστάτιδες Δυνάμεις» και είχαν το δικαίωμα να επεμβαίνουν στα ζητήματα του Κράτους• φρόντισαν δε να χωρίσουν τους Έλληνες σε τρία ελεγχόμενα κόμματα, πράγμα που έκανε τον ποιητή να γράψει: «Κανείς δεν έμεινε Γραικός, ο ένας είναι Άγγλος, Μώσκοβος ειν’ ο δεύτερος κι ο τρίτος είναι Γάλλος». 

Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τι γινόταν. Η πολιτική δεν μπόρεσε να γίνει η φυσική και αναγκαία απόληξη κάθε γνήσιας ηθικής πράξης, να είναι δηλαδή μορφή παιδαγωγίας και κατάληξε να γίνει μορφή δημαγωγίας, όπως τη ζούμε χρόνια τώρα. Έλεγε ό,τι ήθελε ο καθένας εν γνώσει του ότι αυτό που έλεγε δεν θα γινόταν, αν δεν άρεσε στους άλλους, αλλά θα γινόταν αυτό που άρεσε και συνέφερε τον ίδιο. Και οι άλλοι θα την πάθαιναν σαν αυτούς που άκουγαν τον oμιλητή του θέματός μας, που δεν ήξεραν τι είχε συμβεί στην Έξοδο• αυτό το ήξερε ο γέρος ο οποίος είχε πάρει μέρος σ’ αυτήν αλλά είχε και το θάρρος να του το πει κατάμουτρα.

Αυτό είναι, σε τελευταία ανάλυση, το μήνυμα που θέλει να μας στείλει ο Βλαχογιάννης με αυτό το πατριωτικό και διδακτικό του διήγημα. Να μη δίνουμε βάση σε ένα πράγμα που μας λένε και δεν το ξέρουμε. Να μην παρασυρόμαστε από όσα ακούμε, κάθε τόσο, να λένε δημόσια αυτοί που χειρίζονται τις τύχες της χώρας μας γιατί ενδέχεται να λένε αυτά αντίθετα από αυτά που κάνουν. Αυτή η τακτική τους περιήλθε στη δικαιοδοσία της σατιρικής ποίησης η οποία αποφάνθηκε ότι:

«Σ’ αυτόν τον πλάνο

 κόσμο και άλλοτε 

και τώρα 

πιστός εις ό,τι λέγει 

κανένας δεν εφάνη

δεν κάνει ό,τι λέγει δε λέγει ό,τι κάνει»

Συνεπώς σε μέρες επίσημες, όπως είναι οι εθνικές επέτειοι, θα πρέπει να έχουμε τη δυνατότητα κάνοντας την αυτοκριτική μας -πέρα από τους κάθε είδους πανηγυρισμούς- να θέτουμε στον εαυτό μας μερικά αμείλικτα ερωτήματα:

«Είναι η πατρίδα που φτιάξαμε όπως την ονειρεύτηκαν οι πατέρες μας που κάηκαν στη φωτιά του Μεγάλου Αγώνα, για να είμαστε εμείς ελεύθεροι; Είναι η Πολιτεία μας, σε όλα τα στρώματά της, Πολιτεία ελευθερίας, ισότητας και δικαιοσύνης, κράτος του νόμου και της αρετής; Έχει εδραιωθεί βαθιά μέσα στην ψυχή μας η πίστη στην δυνατότητα του λαού μας να προσδιορίζει μόνος τη ζωή του και τη μοίρα του; Κι αν όχι, σε όποιον υποστηρίζει τα αντίθετα από αυτά που συμβαίνουν, να έχουμε το θάρρος να του πούμε: ‘Όχι, ωρέ, δεν είναι έτσι’».