Αγώνας για επιβίωση στην περίοδο της μεγάλης πείνας…

on .

Μιλάμε για την εποχή γύρω στα χρόνια 1950 με 1960. Η χώρα μας γενικά ήταν ρημαγμένη εξ αιτίας των δυο μεγάλων πολέμων που προηγήθηκαν. Τη Γερμανική κατοχή από τη μια και τον αδελφοκτόνο του 46-48 από την άλλη. Βιοτεχνίες, Βιομηχανίες, εργοστάσια, επιχειρήσεις, επενδύσεις ξένων και εγχώριων κεφαλαίων ήταν πράγματα ανύπαρκτα. Μηχανικές καλλιέργειες δεν είχαν κάνει καθόλου την εμφάνισή τους αφού δεν υπήρχαν συγκοινωνιακά δίκτυα και άλλα μέσα επικοινωνίας και όσα απ’ αυτά υποτυπωδώς προϋπήρχαν είχαν καταστραφεί από τη λαίλαπα των πολέμων με ιδιαίτερη καταστροφική παρουσία αυτή του εμφυλίου. Να προσθέσουμε δε ότι αυτός ο πόλεμος είχε αρχίσει να συμβάλει σημαντικά και στη δημιουργία μιας νοοτροπίας κατά την οποία ο κόσμος της υπαίθρου εγκατέλειπε την επαρχία κατεβαίνοντας στις πόλεις για να βρει καλλίτερη τύχη.

Όσοι παραμείναμε τότε στα χωριά, και αναφέρομαι πιο πολύ στις περιοχές της Ηπείρου, ζούσαμε από την εκτροφή μικρών ζώων και από την, με πρωτόγονους τρόπους καλλιέργεια, μικρών και άγονων εκτάσεων. Γεωργικά εργαλεία!!! Κασμάς, φτυάρι, τσαπί, παραμίνα, αλέτρι, δρεπάνι, κλαδευτήρι. Μεταφορικά μέσα γαϊδουράκια και μουλάρια κατ’ αποκλειστικότητα και όπου κάποιες συνθήκες ήθελαν από μόνες τους να είναι κάπως φιλικές, πώς να το πούμε, προς την εδαφολογική τους μορφή μας έκαναν τη χάρη να δέχονται και τη διέλευση από κάποια λιγοστά κάρα. Α, ξέχασα το σπουδαιότερο! Το συχνότερο και πιο εύκολο μέσο μεταφοράς ήταν οι πλάτες εμάς των ίδιων των εργαζομένων και για να μη αδικούμε τις γυναίκες μας τους είχαμε αναθέσει, τιμητικά, τον αποκλειστικό γι’ αυτή τη δουλειά ρόλο.

Δεν υπήρχε γυναίκα που όπου και να πήγαινε μα όπου και να πήγαινε να μη έφερνε στο ταγάρι της και την τριχιά γιατί κάτι θα έπρεπε να μεταφέρει. Μα ξύλα, μα νερό, μα αλεύρι, μα ακόμα και το μικρό της το παιδάκι φορτωμένο. Τώρα για τη σαρμανίτσα δε θυμάμαι αλλά για τα άλλα δυο της μικρά τα έσερνε από τα χεράκια τους. Εμείς που κατοικούσαμε στα γύρω από το Αρχαίο μαντείο της Δωδώνης χωριά και ιδιαίτερα οι Μελιγγοί, η Δωδώνη και το Μαντείο αποκομούσαμε το μεγαλύτερο ετήσιο οικογενειακό εισόδημα από τα αμπέλια που κατείχαμε στην περιοχή της Μιζούλας, μια περιοχή που το αμπέλι ευδοκιμούσε ιδιαίτερα μαζί με τα καρποφόρα δέντρα (κερασιές, αχλαδιές, ροδακινιές, συκές και πολλά άλλα). 

Αυτά ειλικρινά μας τάϊζαν και μας κράτησαν ζωντανούς κατά την περίοδο της μεγάλης πείνας. Πουλούσαμε στην αγορά των Ιωαννίνων, σταφύλια, κρασί, τσίπουρο και φρούτα. Όμως η καλλιέργειά τους ήταν κουραστική και η έλλειψη των υποδομών που πιο πάνω ανέφερα την έκαναν ιδιαίτερα επίπονη. Τα παιδάκια από της ηλικίας κιόλας των δέκα ετών μαθαίναμε να εργαζόμαστε σκληρά στο κλάδεμα, σκάψιμο, σκάλισμα, βλαστολόϊ, συχνό ψέκασμα, στον τρύγο, στο καλάθιασμα, το φόρτωμα στα υποζύγια και τη μεταφορά προς πώληση.

Αυτή η μεταφορά στην πόλη ήταν πράγματι βασανιστική. Έπρεπε να ξεκινήσουμε νύχτα από τ' αμπέλι και να διανύσουμε μια απόσταση πέντε ωρών για να είμαστε τα χαράματα έξω από τα Γιάννενα. Εκεί έβγαιναν οι μανάβηδες οι οποίοι δοκίμαζαν τα σταφύλια κι αν τους έκαναν μας έδιναν και την τιμή και εφόσον εμείς συμφωνούσαμε τα πηγαίναμε και τα ξεφορτώναμε στα μαγαζιά τους πριν ακόμα ανοίξει η αγορά. Φανταστικό και γραφικό το παζάρι που γίνονταν στην είσοδο της πόλης στο μισοσκόταδο με τα σταφύλια, τα φρούτα, τα κοτόπουλα και τα αυγά, τα καυσόξυλα και τα αραποσίτια και τα μυρωδικά βότανα.

Οι φωνές και τα παζαρέματα, η διαφήμιση των προϊόντων, οι φωτούλες από την ίσκα και τον πριόβολο για το άναμμα των λαθραίων τσιγάρων, τα μικροκαυγαδάκια, τα ογκανιτά και τα χλιμιντρίσματα και τα λαλήματα των πετεινών και τα πήγαινε-έλα των εμπλεκομένων, δημιουργούσαν μια ολιγόλεπτη πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα χαράς που μας έκαναν όλους να ξεχνούμε τη μεγάλη των προηγούμενων ωρών ταλαιπωρία. 

Θυμάμαι κάποτε παιδάκι 15 ετών που κουβαλούσα δυο γομαροφόρτια από σταφύλια. Όταν συναντήθηκα τα χαράματα με τους αγοραστές και επειδή είχα την εντύπωση πως εγώ ήμουν τάχα εξυπνότερος από τους άλλους ταλαιπωρημένους αγωγιάτες, δε συμφώνησα με την τιμή που μούδωσαν οι μανάβηδες εκεί. Ήθελα να μου δώσουν μεγαλύτερη. Έκανα παζάρια πότε με τον ένα και πότε με το άλλο έμπορο. Έλεγα...Πού θα μου πάτε! Θα τα μεταφέρω στην πόλη κι εκεί θα τα μοσχοπουλήσω. Έτσι προτίμησα να τα πουλήσω μέσα στην αγορά των Γιαννίνων πιστεύοντας ότι εκεί θα τα πωλούσα ακριβότερα. Εκεί περιερχόμουν με φορτωμένα τα ζωντανά σ' όλους τους δρόμους της αγοράς φωνάζοντας ότι έχω εξαιρετικά φρέσκα σταφύλια και ροδάκινα.

Έλα όμως που όλοι οι μαγαζάτορες τα είχαν προμηθευτεί στο παζάρι, έξω από την πόλη, και δεν τα προτιμούσε κανένας; Η ώρα πέρασε, ο ήλιος βγήκε μια βουκέντρα και τα φορτωμένα γαϊδουράκια κουράστηκαν από το φορτίο αλλά και τις πολλές ώρες περπατησιάς και πείνασαν και διαμαρτύρονταν επικίνδυνα. Απελπισμένος λοιπόν από το μεγάλο αυτό πάθημα έβαλα τα κλάματα... Και τώρα τι κάνουμε; Μέσα στη σύγχυση και τη στενοχώρια με πλησίασε κάποιος και μου πρότεινε να αγοράσει τα σταφύλια αλλά στο ένα τρίτο της τιμής που μου είχαν δώσει έξω από την πόλη προκειμένου να τα μεταφέρω στο εργαστήρι του όπου θα τα πατούσε για να τα βγάλει μούστο για κρασί (γιατί άλλη ήταν η τιμή για κρασί και άλλη για την πώληση επιτραπέζιων σταφυλιών.)

Μωρέ δεν τα δίνω με τίποτα! Αλλά τι θα τα κάνω; Στη συνέχεια ξεφόρτωσα τα γαϊδούρια στο Κουρμανιό (τέσσερις καλάθες με 110 οκάδες σταφύλια και δυο κοφίνια με ολόφρεσκα ροδάκινα). Έδεσα σ΄ ένα πασάλι τα χαϊβάνια βάζοντάς τους παράλληλα και το ταϊσάρι με το κριθάρι για να φάνε κι εγώ απελπισμένος, πικραμένος, απογοητευμένος, κουρασμένος και νηστικός έκατσα λίγο να συνέλθω. Αυτό το μέρος μου ήταν περισσότερο γνώριμο γιατί το προηγούμενο καλοκαίρι εργαζόμουν εκεί σπάζοντας λιθάρια για καλντερίμια... Μωρέ γιατί δεν τα πουλούσα κι εγώ έξω στο παζάρι όπως έκαναν όλοι; Πώς θα τα πουλήσω τώρα; Κι αν τελικά τα δώσω για πάτημα, τι θα πω στον πατέρα μου που περιμένει να του φέρω τα ψώνια που μου είπε στο χωριό; Καλά μου έλεγε αυτός να έρθει ο ίδιος με τα ζώα! Όχι εγώ, ήθελα να φανώ άνδρας δεκαπαντάχρονο παιδάκι τότε. 

Διάλεξα ένα καλό σταφύλι και το έτρωγα μ' ένα ξεροκόματο που το είχα στον τρουβά. Το είχε φτιάξει η μάνα μου στη γάστρα από καλαμποκίσιο αλεύρι ανακατεμένο με βρίζα και ήταν μαλακό. Κόσμος περνούσε από κει και μόνο δυο πανέμορφες Κυρίες σταμάτησαν και κοίταξαν τις καλάθες με τα σταφύλια. Ήταν δεν ήταν πενηντάρες. Όμορφες και πολύ περιποιημένες. Πραγματικές Γιαννιώτισες να πούμε. Άπλωσαν και έπιασαν από ένα τσαμπί... «Πολύ ωραία σταφύλια παλληκαράκι μου». Ναι είναι καλά και καθαρά. Φάτε τα για να δείτε και πόσο γλυκά είναι! Ναι αλλά μπορείς να μας τα ζυγίσεις για να τα πληρώσουμε;

Όταν άκουσα να τα ζυγίσεις σκέφτηκα: «Μα τι μου λένε αυτές; Λένε να τα ζυγίσω...Δηλαδή αν είχα μια ζυγαριά θα μπορούσα και να πουλήσω όλα μου τα σταφύλια και τα ροδάκινα»! Πάρτε τα πάρτε τα, αγαπητές μου Κυρίες, σας τα κάνω δώρο! Τους έδωσα μάλιστα και από δυο ζουμερά ροδάκινα. Αφού μ' ευχαρίστησαν έφυγαν κι εγώ με δυο πατημασιές βρέθηκα στο απέναντι κρεοπωλείο. Με ευγένεια ζήτησα από τον κρεοπώλη μια παλιά ζυγαριά κι εκείνος με πολύ καλοσύνη μου ‘δωσε ένα στατέρι με αλυσίδες και δίσκο και άξονα και βαρύδι. Μού ‘δωσε κι ένα ελαφρύ σωλήνα (άλλος κόσμος τότε...). 

Γυρίζοντας άρχισα να διαλαλώ με μεγάλη φωνή το εμπόρευμά μου. Τσούρμο ο κόσμος και με πρώτες πελάτισσες τις καλές Κυρίες που στο άκουσμά μου γύρισαν για να αγοράσουν σταφύλια. Όσο για την τιμή, αρκετά μεγαλύτερη από τη νόμιμη των μανάβηδων. Έτσι για το γαμώτο! Όσο να ‘ρχονταν η αστυνομία και να με πιάσει για την παράβαση εγώ είχα ξεπουλήσει κιόλας. Έπιασα πολλά λεφτά! Ψώνισα τη λίστα του πατέρα μου, ψώνισα και ράμματα και βελόνια και κατφέδες και λουλάκι για τη μάνα μου αγοράζοντάς της παράλληλα και μια κλαρωτή ποδιά δώρο. Και αφού έφαγα μια μερίδα συκωτάκια στον Κώστα Μήτση απέναντι, και όταν ο Ήλιος είχε φτάσει πλέον στα μεσούρανα ξεκίνησα για το χωριό καβάλα στο ένα από τα δυο κανταριασμένα φορτηγά μου με αρκετά χρήματα στην τσέπη που μου περίσσεψαν απ' αυτή την περιπετειώδη αγοραπωλησία. Δέκα πέντε χρονών...παιδάκι!λο.