Βουτώντας όλο και πιο βαθιά στην απαισιοδοξία μας...

on .

• Σε δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε αυτές τις μέρες, της επετείου της τραγωδίας των Τεμπών το 74,5% των ερωτηθέντων δηλώνει απαισιόδοξο για την πιθανότητα η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής να ρίξει φως στα πραγματικά αίτια του δυστυχήματος και να αποδώσει ευθύνες. Το ποσοστό είναι, προφανώς, συντριπτικό, αν και πιο εντυπωσιακό είναι ότι υπάρχει ένα 17,7% των ερωτηθέντων που διατηρεί έστω και κάποια ψήγματα αισιοδοξίας.

Το πλήθος των ανθρώπων που συγκεντρώθηκε στις διαδηλώσεις κι ο εντυπωσιακός αριθμός των ανθρώπων που ανταποκρίθηκαν σε διαδικτυακό κάλεσμα συλλογής υπογραφών για την τιμωρία των υπευθύνων, στέλνουν ένα μήνυμα που ίσως πολλοί να το είχαμε υποτιμήσει.

Ότι, παρότι μοιάζει συχνά σαν η κοινωνία να ξεπερνά γρήγορα ορισμένες υποθέσεις, το αίσθημα της αδικίας και της ατιμωρησίας έρχεται και κάθεται σαν πέτρα βαριά στο στομάχι. Διότι ο κόσμος, όταν πεθαίνουν παιδιά που θα μπορούσαν να είναι δικά του, δεν το ξεχνάει τόσο εύκολα.

Κι έχει καταλάβει αρκετά για να συμπεράνει ότι οι νέες διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού για «άπλετο φως» είναι κενό γράμμα. Ο κόσμος έχει ακούσει ήδη ότι η κυβερνητική πλειοψηφία φρόντισε να μην παραπεμφθούν οι υπουργοί που δεν εφάρμοσαν στην ώρα του το σύστημα τηλεδιοίκησης.

Και κανένας στοιχειωδώς λογικός συμπολίτης μας δεν βρίσκει επιχειρήματα για να δικαιολογήσει το ότι μπαζώθηκε χώρος της τραγωδίας πριν καλά-καλά ελεγχθεί.  Όλα αυτά έρχονται απλώς να φωλιάσουν μέσα μας για να μας κρατήσουν στάσιμους στην βαθιά απαισιοδοξία μας.

Στην έλλειψη εμπιστοσύνης που οι έρευνες πια μας δείχνουν ότι τη συμμερίζονται ακόμη και ψηφοφόροι του κυβερνητικού κόμματος. Αυτό ειδικά το τελευταίο στοιχείο δεν θα έπρεπε να ανακουφίζει τη ΝΔ. Το αντίθετο. Θα έπρεπε αυτοί οι ψηφοφόροι ειδικά να τη φοβίζουν ακόμη περισσότερο από όσους ήδη ανήκουν στο αντισυστημικό τόξο.

Η κυβέρνηση έχει ήδη κλείσει πενταετία. Και η δυσανεξία της στην κριτική, αντί να αμβλύνεται, δυστυχώς από ότι φαίνεται γίνεται όλο και πιο έντονη, όλο και πιο εμφανής, εκφράζεται όλο και πιο ανοιχτά και συνοδεύεται από επιθετικότητα ανθρώπων του κομματικού σωλήνα και επικοινωνιακών μηχανισμών.

Πλέον απλώς δεν τη δέχονται τη διαφωνία, παρά μόνο ίσως αν προέρχεται από κάποιες «φίλιες δυνάμεις». Πολιτικά όμως αυτό δεν μπορεί να τραβήξει για πολύ.  Η κυβέρνηση δεν μπορεί να μην αντιλήφθηκε τα προηγούμενα εικοσιτετράωρα ότι το μέχρι σήμερα αφήγημα της δεν πουλάει πια ούτε σε μια μερίδα ψηφοφόρων της, ειδικά αυτών από τα λαϊκότερα στρώματα. Ενώ και κάποιες φτηνές δικαιολογίες όπως π.χ. οι συγκρίσεις με το Μάτι, περισσότερο υπογραμμίζουν την αίσθηση ατιμωρησίας και την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και το πολιτικό προσωπικό. Και, άρα, τον θυμό.

Πολύ απλά, πολλές κυβερνήσεις προσπάθησαν να ελέγξουν συνολικά και ασφυκτικά το αφήγημα που φτάνει στην κοινή γνώμη. Λίγες, κάπως, το κατάφεραν. Η εμπειρία όμως έχει δείξει ότι η επικοινωνιακή παντοδυναμία ποτέ δεν κρατάει για πολύ και όταν καταρρέει κάνει κρότο. Κι η κυβέρνηση αυτή κινδυνεύει όσο πιο απαξιωτικά αντιμετωπίζει την κριτική, τόσο πιο δυναμική να τη βρει κάποια στιγμή μπροστά της.