Η Ελλάδα στους τελευταίους μήνες του 1912 και τους πρώτους του 1913…

on .

Τους τελευταίους μήνες του 1912 η Ελλάδα πανηγύριζε με άκρατο ενθουσιασμό τις νίκες του Ελληνικού Στρατού και τη ραγδαία προέλασή του στη Βόρεια Ελλάδα και τη Μακεδονία. Θριαμβευτικά πέρασε την Ελασσόνα, σάρωσε τον δυνάστη στο Σαραντάπορο και τον Τριπόταμο, το ίδιο και στα Γιαννιτσά. Αποκορύφωμα του Μακεδονικού μετώπου η κατάληψη της Φλώρινας και η καταδίωξη του σώματος Τζασίτ πασά προς την Κορυτσά.

Το σχέδιο του Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου ήταν να συνεχίσει την καταδίωξη μέχρι το Μοναστήρι (πόλη Σκοπίων). Ο διορατικός Βενιζέλος, όμως, διέβλεπε καθαρά ότι η Θεσσαλονίκη εκινδύνευε άμεσα από τους Βουλγάρους. Γι’ αυτό το επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Κωνσταντίνο και του ζήτησε να σταματήσει την πορεία αυτή και να στραφεί προς τη Θεσσαλονίκη. Εκείνος επέμενε να συνεχίσει την πορεία του λέγοντας στον Βενιζέλο: «Εκτός εάν μου το απαγορεύσετε». Και ο Πρωθυπουργός του απάντησε κατηγορηματικά: «Σας το απαγορεύω». Και τα γεγονότα απέδειξαν, ότι αυτή η απαγόρευση έσωσε τη Θεσσαλονίκη.

Στις 25 Οκτωβρίου, ο διοικητής της πόλης Χασάν Ταξίν Πασάς υπόγραψε την παράδοση της φρουράς. Στις 26, εορτή του Αγίου Δημητρίου, ο Ελληνικός Στρατός μπήκε ελευθερωτής στη Θεσσαλονίκη. Στην Ήπειρο όμως, ο αργός ρυθμός των επιχειρήσεων ανησυχούσε τον ελληνικό λαό τόσο πολύ που έφθανε στα όρια της αγωνίας, γιατί υπήρχε ο φόβος να βαρύνει αυτή η βραδύτητα στην τύχη των Ιωαννίνων κατά τη χάραξη των συνόρων.

Αλλά, ποιοι ήταν οι λόγοι για τον αργό ρυθμό και τη στασιμότητα των επιχειρήσεων; Πρώτα γιατί η επιχείρηση αυτή είχε ανατεθεί σε μια μεραρχία μόνον με διοικητή το στρατηγό Κων. Σαπουντζάκη. Η μεραρχία αυτή αργότερα ονομάστηκε όγδοη.

Δεύτερος λόγος είναι πως ο χώρος των επιχειρήσεων ήταν πολύ ορεινός, ανώμαλος και χωρίς δρόμους, που να διευκολύνουν τις κινήσεις του πυροβολικού και προπάντων του πεδινού. Η μεγαλύτερη εποποιΐα, όμως, επρόκειτο να γραφεί γύρω από το θρυλικό Μπιζάνι. Το όνομα το πήρε από ένα ύψωμα που λέγεται Μπιζάνι σε απόσταση δώδεκα χιλιομέτρων από την πόλη των Ιωαννίνων. έτσι ονομάστηκε όλο το αμυντικό συγκρότημα που δημιούργησαν οι Τούρκοι. Άρχιζε από την Αετορράχη και τα Πεστά, περνούσε από τη Σαντοβίτσα και το μοναστήρι της Δουρούτης (η περιστέρας) και έφθανε μέχρι την Καστρίτσα.

Την κατασκευή των οχυρομάτων την είχε αναθέσει σε Γερμανούς ειδικούς με επικεφαλής το στρατηγό Φον Ντερ Γκόλτς.

Στις 6 Οκτωβρίου 1912 ο Σαπουντζάκης ξεκίνησε την επίθεση κατά του εχθρού στη γραμμή Αράχθου και ο αγώνας κατέληξε πεισματώδης γύρω στους Κουμουτσάδες. Τότε ξέσπασε η λύσσα των Τούρκων εναντίον των αμάχων του χωριού. Έσπασαν τις πόρτες των σπιτιών, άρπαξαν 25 νέους, τους έδεσαν με σχοινιά πισθάγκωνα, τους έσυραν στο πεδίο της μάχης και τους σκότωσαν με μπαταριές. Σώθηκαν μόνον δύο, οι οποίοι προσποιήθηκαν τους νεκρούς. Μεγάλη αντίσταση αντιμετώπισαν στα Πέντε πηγάδια μέχρι τα τέλη του Οκτωβρίου. Σημαντική ήταν η κατάληψη του Δρίσκου στις 29 Νοεμβρίου από τους Γαριβαλδινούς. Έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι εκεί σκοτώθηκε ο ευγενέστατος Κερκυραίος ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, με την αθάνατη φράση, που πρόφερε ξεψυχώντας: «Δεν την περίμενα τέτοια τιμή, να δώσω τη ζωή μου για την Ελλάδα».

Η κοινή γνώμη ανησυχούσε για την υπέρμετρη παράταση του πολέμου, ο οποίος έφθειρε τα πάντα, άνδρες, ζώα, υλικό, αλλά και το ίδιο το ηθικό της εμπόλεμης χώρας. Στο μεταξύ μεταφέρθηκαν από τη Μακεδονία με καράβια και από τους δρόμους της ξηράς τρείς από τις καλύτερες μεραρχίες, δεύτερη, η τέταρτη και η έκτη.

Ο Βενιζέλος βρισκότανε στο Λονδίνο και έδινε τη διπλωματική μάχη για το μοίρασμα της Μακεδονίας μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας.

Τελικά, ο Βενιζέλος μίλησε τηλεφωνικά με τον Κωνσταντίνο και του ανέθεσε και την διοίκηση της Στρατιάς Ηπείρου.

Ήλθε από τη θάλασσα στη Λευκάδα, όπου έμαθε ότι ο Σαπουντζάκης είχε ξεκινήσει γενική επίθεση. Αλλά, δεν θέλησε να επέμβει, για να μη βλάψει την επιθετική ενέργεια με την παρέμβασή του και άφησε να εξελιχθεί. Την ώρα εκείνη συνέβη ένα από τα απίθανα. Η ορμή των μαχητών με την ενίσχυση των τριών μεραρχιών είχε επιφέρει τέτοια σύγχυση στον εχθρό, ώστε άρχισαν αρκετά ομαδικά να εγκαταλείπουν το Μπιζάνι. Ο Σαπουντζάκης δεν το κατάλαβε αυτό και έχασε την ευκαιρία να καταλάβει το Μπιζάνι. Οι Τούρκοι παρατηρώντας την αδράνεια, ξαναπήραν θάρρος, γύρισαν στα πολυβολεία τους.

Η κατάσταση του στρατού άρχισε να γίνεται δύσκολη. Ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς. Ο στρατός δεν ετροφοδοτείτο κανονικά. Οι μουλαρόδρομοι ήταν δυσκολοπερπάτητοι. Ο εφοδιασμός ήταν παντού προβληματικός. Ακόμη και τα μουλάρια, όταν σώθηκε το άχυρο από τα γύρω χωριά, ετρέφονταν με φύλλα και φλούδες των δέντρων.

Και πιο πολύ απ’ όλα ήταν η κόπωση των ανδρών. Όταν έφθασε ο Κωνσταντίνος διαπίστωσε ότι το πρώτο που έπρεπε να γίνει ήταν να ανανεώσει ο στρατός τις δυνάμεις του. Το φοβερό κρύο, η έλλειψη αρκετής τροφής και η ελεεινή υγιεινή κατάσταση είχαν καταντήσει σωστό κουρέλι το στρατό της Ηπείρου. Έτσι, αποφασίστηκε να σταματήσουν για λίγες ημέρες οι επιθέσεις για να ξεκουραστεί ο στρατός και να φθάσουν τροφές και πολεμοφόδια. Γιατί και από αυτά είχαν μείνει πολύ λίγα.

Το επόμενο διάστημα μετέφεραν αρκετά τρόφημα και τριανταέξι χιλιάδες οβίδες πεδινού πυροβολικού. Εκδόθηκε διαταγή το κάθε κανόνι να έχει απόθεμα και να μάχεται με περίσσευμα χωρίς να χρησιμοποιεί το απόθεμα. Το Γεν. Στρατηγείο εγκατέστησε στην Εστρεβίνα (είναι χωριό της Άρτας, που σήμερα λέγεται Καμπή) παθολογικό νοσοκομείο κυρίως για τα κρυοπαγήματα που αποδεκάτιζαν  τη Στρατιά.

Σ’ αυτή την κατάσταση έμεινε ο Στρατός εφτά εβδομάδες. Έτσι, ανασυντάχθηκε η Στρατιά και ήταν έτοιμη να συνεχίσει τον αγώνα. Στη Φιλιππιάδα είχε μαζευτεί ένας παρδαλός κόσμος από ύποπτους ντόπιους, από κυρίους και κυρίες επιπόλαιους, που για να δείχνουν ενημερότητα έλεγαν με υπερηφάνεια ό,τι μάθαιναν, ό,τι έβλεπαν, ό,τι ήξεραν και δεν ήξεραν. Όλα αυτά τα μετέφεραν στον Εσάτ Πασά κάποιοι κατάσκοποι. Η μεγάλη πληγή όμως ήταν οι ξένοι στρατιωτικοί ακόλουθοι των πρεσβειών, που είχαν την αξίωση να παρακολουθούν τα πάντα. Μερικοί από αυτούς συμπαθούσαν τους Τούρκους και τα μετέφεραν στους κατασκόπους.

Τελικά, αποφασίστηκε να αρχίσει η επίθεση στις 19 Φεβρουαρίου. Φυσικά, εφρόντησαν να διαδώσουν ψευδείς πληροφορίες, για να παραπλανηθεί ο εχθρός, όπως και έγινε. Έτσι, το πυροβολικό βαρύ και πεδινό έδωσε το σύνθημα για τη γενική επίθεση.

Ως τις δέκα το πρωί ολόκληρος ο λόφος του Μπιζανίου παρουσίασε φοβερό θέαμα. Μόνον κατά της κορυφής του Μπιζανίου ρίχτηκαν εκείνο το πρωί περισσότερες από τριάντα χιλιάδες οβίδες! Οι καταστροφές ήταν τεράστιες. Είναι χαρακτηριστικό ότι βρέθηκε ένα τουρκικό κανόνι που το είχε πετύχει ελληνική οβίδα στο στόμα. Το κανόνι είχε ανοίξει και έμοιαζε με φοβερό ρύγχος κροκοδείλου.

Τα πάντα είχαν μεταμορφωθεί πάνω στο οχυρό, που δεν μπορούσε να σταθεί ψυχή ζωντανή στα ερείπιά του. Όλα τα πυροβολεία των Τούρκων είχαν σιγήσει. Το μεσημέρι οι Τούρκοι έκαμαν μια προσπάθεια από το οχυρό του Αγίου Νικολάου Μανωλιάσας να συγκεντρώσουν κάποια τμήματα και να αντισταθούν στη Ραψίστα (=Πεδινή). Αλλά, τους αντιλήφθηκε το ορειβατικό πυροβολικό και με τις οβίδες του τους έστρεψε σε φυγή προς τα Γιάννινα. Συγχρόνως ο Βελισσάριος και ο Ιατρίδης τους κυνηγούν από πίσω και δεν τους αφήνουν να πάρουν αναπνοή. Λίγο πριν νυχτώσει, επήλθε σύγχυση και τα τουρκικά τμήματα που έφευγαν, άρχισαν να πυροβολούν άλλα δικά τους τμήματα που έρχονταν από τα Γιάννινα για ενίσχυση και προσπαθούσαν να τα αναγκάσουν να ξαναγυρίσουν στη μάχη. Έτσι, η νύχτα βρήκε τους Τούρκους σε κατάσταση ταραχής και μεγάλη σύγχυση.

* * * 

Αλλά, ας ιδούμε πως διηγείται τα γεγονότα ο αρχηγός της άμυνας του Μπιζανίου Βεχήπ Μπέης (αδελφός του Εσάτ Πασά). Έχει κάνει την περιγραφή στην καθαρεύουσα ελληνική (απόφοιτος Ζωσιμαίας): «Από της πρωίας της 21ης Φεβρουαρίου ευρισκόμην εις το αριστερόν μας επί του τομέως Μπιζανίου – Καστρίτσης.

Περί την μεσημβρίαν η πραγματική κόλασις του πυρός επί του Μπιζανίου καθιστά αδύνατον την παραμονήν επ’ αυτού και ηναγκάσθην να τα εκκενώσω συγκεντρώσας τους πυροβολητάς και την φρουράν παρά τους βορείους πρόποδας του οχυρού. Εις το συνδετικόν έρεισμα Βοϊδολίβαδο, μεταξύ Μπιζανίου και Καστρίτσης, αι καταστροφαί ήσαν επίσης σημαντικαί. Εκ της πλευράς αυτής ανεμέναμεν δια την επομένην την επίθεσιν του ελληνικού στρατού.

Περί την εσπέραν επορεύθην εκ Καστρίτσης προς Ιωάννινα, δια να μεριμνήσω περί της αποστολής εντός της νυκτός πάσης διαθεσίμου δυνάμεως προς την πλευράν αυτήν, δια την αντιμετώπισιν της αναμενόμενης την πρωίαν επιθέσεως. Όταν επλησίασα εις την παρυφήν (=άκρη) της πόλεως, παρά την Σχολήν, ήκουσα αίφνης ένα ηχηρόν «αλτ!» και εσταμάτησα κατάπληκτος. Επηκολούθησε και δεύτερο «αλτ!» εντονότερον και «τις έι;»… Ήσαν οι διπλοσκοποί των Ευζώνων του Βελισσαρίου. Έκαμα μεταβολήν και ετράπην εν καλπασμώ προς τα οπίσω. Μετ’ ολίγον, παρά την όχθην της λίμνης, διέκρινα εν την νήσω λέμβον. Την εκάλεσα, επέβην αυτής και μετέβην διά της λίμνης εις την πόλιν».

Ήταν νύχτα και ο Βεχήπ φαντάστηκε ότι πίσω από τους διπλοσκοπούς ήταν μεγάλη φάλαγγα, η οποία το πρωί θα έμπαινε στα Γιάννενα. Αναλογίστηκε τις πιθανές καταστροφές, που θα ακολουθούσαν και είπε στον Εσάτ Πασά ότι δεν μπορούσε να γίνει άλλη σκέψη παρά μόνον η παράδοση. Ο Εσάτ συμφώνησε και εζήτησε από τους προξένους της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Ρουμανίας να μεσολαβήσουν για την παράδοση. Έτσι και έγινε…

Αθανάσιος Δέμος