Υπομονή και επιμονή…

on .

Μια από τις πολλές εκπλήξεις μας περίμεναν κατά την τελευταία ομαδική εξόρμησή μας, τον περασμένο Ιούνιο, σε πόλεις της γειτονικής Ιταλίας, όπου έδρασε και μεγαλούργησε ο Απόδημος Ελληνισμός, από τον 17ο μέχρι και τον 19ο αιώνα, με επίκεντρο την πόλη του Λιβόρνο που ήταν και το επίκεντρο της εξόρμησής μας. Πραγματοποιήθηκε και αυτή η εξόρμηση, στα πλαίσια των ομαδικών εξορμήσεων που πραγματοποιούμε τα τελευταία χρόνια, με παράκληση συμπολιτών μας, σε μέρη στα οποία έζησαν και έδρασαν Ηπειρώτες έμποροι Ευεργέτες και Δάσκαλοι του Γένους, ανάμεσα στους οποίους και οι Αδελφοί Ζωσιμάδες.

Ένα τέτοιο μέρος είναι και το Λιβόρνο της Ιταλίας, στο οποίο βρέθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, τρεις από τους Αδελφούς Ζωσιμάδες και το μετάτρεψαν, μαζί με άλλους Έλληνες εμπόρους, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν Ηπειρώτες, στο σπουδαιότερο εμπορικό - ναυτικό κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Δύσης και ταυτόχρονα σε μια από τις φωτεινότερες εστίες του Απόδημου Ελληνισμού.

Πολλά και ενδιαφέροντα τα όσα είδαμε, ακούσαμε και ζήσαμε εκείνη την ημέρα με επισκέψεις σε χώρους που σχετίζονται με τον Απόδημο Ελληνισμό, τη δράση και την προσφορά του. Η έκπληξη όμως ήταν στην τελευταία επίσκεψη που κάναμε πριν από την αναχώρησή μας για τη Φλωρεντία. Και αυτοί που οργάνωσαν την εξόρμηση, σκόπιμα την άφησαν τελευταία. Ανεβήκαμε με το λεωφορείο σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές τοποθεσίες του Λιβόρνο, στο γνωστό σε όλους τους επισκέπτες της πόλης λόφο Monterotondo (= στρογγυλό βουνό), με ιδιαίτερη σημασία για μας τους Έλληνες.

 Η σημασία του τοπίου αυτού βρίσκεται στο γεγονός ότι στην εποχή που ο Ελληνισμός του Λιβόρνο (18ος και 19ος αιώνας) βρισκόταν στις δόξες του το τοπίο αυτό κοσμούσαν δυο πολυτελή συγκροτήματα που ανήκαν σε δυο από τις πιο γνωστές ελληνικές οικογένειες του Λιβόρνο: στην οικογένεια Μαυροκορδάτου και στην οικογένεια Ροδοκανάκη. Τα μέλη και των δυο αυτών οικογενειών είχαν εγκαταλείψει την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, είχαν εγκατασταθεί άλλα στην Ανατολή και άλλα στη Δύση και ασχολούνταν με το κύριο και πιο επικερδές είδος του εμπορίου της εποχής, το λεγόμενο διαμετακομιστικό, με το οποίο ασχολήθηκαν και όλοι σχεδόν οι Ηπειρώτες έμποροι που είχαν απλωθεί σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο.

Τα σωζόμενα πάνω στο λόφο ερείπια των δυο αυτών πολυτελών συγκροτημάτων σου δίνουν τη δυνατότητα να φανταστείς την εικόνα στην οποία βρισκόταν στην εποχή της ακμής τους και μαζί μ’ αυτήν και την εικόνα των ιδιοκτητών τους. Επρόκειτο για γνωστούς μεγαλεμπόρους της εποχής εκείνης που ζούσαν σε μια ραγδαία εξελισσόμενη εμπορική ναυτική πόλη, είχαν διακριθεί στον τομέα της επιχειρηματικής δραστηριότητας, μέσα σε ένα σκληρό οπωσδήποτε ανταγωνιστικό πλαίσιο, αλλά με αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς που επέβαλε η Διοίκηση του Δουκάτου της Τοσκάνης, με βάση τους οποίους αξιολογούνταν η κοινωνική τους καταξίωση και η προσωπική εκτίμηση, που ήταν ανάλογη της σταδιοδρομίας τους στον τομέα της δραστηριότητας τους, της οικογενειακής και της περιουσιακής τους κατάστασης και της ανάλογης κοινωνικής προσφοράς. Αυτή η τελευταία έπαιζε σπουδαίο ρόλο γιατί κάθε απόκτημα θεωρούνταν καρπός συστηματικής εργασίας, πίσω από την οποία βρισκόταν, κατά την κρίση της εποχής, μια προσωπικότητα άξια κάθε τιμής και υπόληψης, ένα άτομο που δικαιούνταν να κατέχει επίζηλα κοινωνικά αξιώματα και να απολαμβάνει και τους προσφερόμενους, ως αμοιβή, τίτλους ευγενείας.

Με αυτό το σκεπτικό, όπως προέκυπτε από το πνεύμα της εποχής καταγραμμένο σε επίσημα συγγράμματα τα οποία πριν και μετά τη Γαλλική Επανάσταση θεωρούσαν την ανερχόμενη, υπό δύσκολες συνθήκες, τάξη των εμπόρων ως θεμέλιο της αστικής τάξης και του αστικού πολιτισμού, που δυναμίτιζε το ξεπερασμένο φεουδαρχικό σύστημα του μεσαίωνα, βρεθήκαμε μπροστά στα ερείπια των πολυτελών συγκροτημάτων του λόφου Μonterotondo του ΛΙβόρνο, όπου και η έκπληξη: Στην είσοδο του πολυτελούς θερμοκηπίου του συγκροτήματος Μαυροκορδάτου, στο οποίο, όπως μπορείτε να δείτε και στην παρατιθέμενη εικόνα, σε θέση περίοπτη υπήρχαν δυο ελληνικές λέξεις, η μια δίπλα στην άλλη που έστελναν -όπως μας εξήγησε ο άνθρωπος που μας ξενάγησε στο χώρο και εργάζεται τώρα μέσα από έναν φυσιολατρικό σύλλογο να τον αποκαταστήσει, όσο βέβαια γίνεται, στον επισκέπτη το απαραίτητο μήνυμα: οι λέξεις αυτές, όπως τις βλέπετε, ήταν: Υπομονή - Επιμονή.

Τι ήθελαν με αυτές τις λέξεις να δείξουν αυτοί που τις τοποθέτησαν σε μια τέτοια εμφανή θέση; Αν θεωρήσουμε σωστή την άποψη του ανθρώπου που μας ενημέρωσε πριν μας τις υποδείξει, αυτοί που τις τοποθέτησαν ήθελαν να προετοιμάσουν τον επισκέπτη αυτών των συγκροτημάτων και να του πουν πως για να γίνουν αυτά που θα δεις χρειάστηκε υπομονή και επιμονή. Οι δημιουργοί τους υπέμειναν αυτά που δεν μπορούσαν να αλλάξουν και επέμειναν αγωνιζόμενοι σκληρά να αλλάξουν αυτά που μπορούσαν ή αυτά που έπρεπε να αλλάξουν.

Και επειδή είχα επί χρόνια ασχοληθεί με αυτούς τους ανθρώπους και ήξερα με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή τους και τη δράση τους, σκέφτηκα με πόση υπομονή και υπομονή αγωνίστηκαν για να φωτίσουν το υπόδουλο Γένος και να το ελευθερώσουν και στη συνέχεια να το ανυψωσουν κοινωνικά και πνευματικά ως ανεξάρτητο πλέον κράτος με τα λαμπρά εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα που κοσμούν και σήμερα την πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους.

Και εμείς, ως Ελληνισμός, τι κάναμε; Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό τον Ελύτη: «Ο Ελληνισμός επέτυχεν ως Γένος, αλλά απέτυχεν ως Κράτος». Θα μου επιτρέψετε να προσθέσω την άποψη του Αλέξη Κύρου: «Ως προς τον Απόδημον Ελληνισμόν, ως Κράτος, όχι μόνον απετύχομεν, αλλά και ημαρτήσαμεν». Και εμείς ως πολίτες τι κάνουμε; Πολύ φοβάμαι -αλλά θα το πω- ότι σε ορισμένες περιπτώσεις και μάλιστα για πράγματα που μας αφορούν, δίνουμε εικόνα παρόμοια με εκείνη που παρουσιάζει ο Προμηθέας του Αισχύλου για τους ανθρώπους πριν από αυτόν και λέει: «σφας νηπίους όντας το πριν, έννους έθηκα και φρενών επηβόλους». Εξηγεί δε παρακάτω πώς ήταν πριν και λέει: «ούτοι πρώτα μεν βλεποντες έβλεπον μάτην, κλύοντες ουκ ήκουον, αλλ’ ονειράτων αλίγκιοι μορφήσι τον μακρόν βίον έφυρον εική πάντα».