Πρωτογενής τομέας: Ο μεγάλος ασθενής της ελληνικής οικονομίας

on .

Οι κινητοποιήσεις των αγροτών και κτηνοτρόφων τις μέρες αυτές, με τη συμπαράσταση και άλλων φορέων πρωτογενούς παραγωγής (αλιέων, μελισσοκόμων), με τη μαζικότητα, αλλά και την αποφασιστικότητα που τις χαρακτηρίζει, μας υπενθυμίζουν ένα διαχρονικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, το οποίο παρά τις κατά καιρούς υποσχέσεις των αρμόδιων κυβερνητικών φορέων, παραμένει άλυτο.

Για τη σημασία του πρωτογενούς τομέα παραγωγής στην εθνική μας οικονομία δεν είναι ανάγκη να ανατρέξει κανένας στις απόψεις κορυφαίων οικονομολόγων. Οι δηλώσεις του καθ΄ ύλην αρμόδιου Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Λευτέρη Αυγενάκη κατά τη σχετική τελετή παράδοσης - παραλαβής του εν λόγω υπουργείου είναι δηλωτική της σημασίας αυτής. Είπε μεταξύ άλλων ο κ. υπουργός: «Είναι μεγάλη ευθύνη να δώσουμε δυναμική ώθηση στην ατμομηχανή του πρωτογενούς τομέα που τόσο νευραλγικό ρόλο διαδραματίζει για την Ελλάδα μας. Ο πρωτογενής τομέας παραγωγής αποτελεί βασικό συστατικό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας μας και συνδέεται άμεσα σημαντικά με την ενίσχυση αλλά και την αναζωογόνηση της υπαίθρου. Ο πρωτογενής τομέας είναι άρρηκτα συνυφασμένος με την υγεία, τον πολιτισμό και την ευημερία της κοινωνίας». Αυτά στις 27- 6 του 2023, δηλαδή ούτε ένα χρόνο πριν. Μεγάλα λόγια- αληθινά, κανείς δεν αμφιβάλλει- αλλά, έξι μήνες μετά, «πριν αλέκτωρ φωνήσαι, τρις απαρνήσει τους», για να θυμηθούμε τη γνωστή ευαγγελική ρήση, κουνώντας το δάκτυλο στους απεργούς και από τηλεοράσεως συστήνοντας με απειλητικό ύφος στους εκπροσώπους τους  «να ...προσέχουν τι λένε και τι ζητάνε!!». 

Αλλά, για να είμαστε ακριβείς, δεν είναι ο πρώτος υπουργός επί των αγροτικών που τους ξεχνάει μετεκλογικά. Και τούτο αποδεικνύουν οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, μεταδικτατορικά και μεταπολιτευτικά. Γιατί το πρόβλημα του πρωτογενούς τομέα ανάπτυξης είναι κατ΄ αρχήν δομικό. Ουδέποτε χαράχτηκε από τους πολιτικούς μας μια σοβαρή, καλά σχεδιασμένη και αποφασιστική αγροτική πολιτική. Περιστασιακά και ως επί το πλείστον εμβαλωματικά τα μέτρα που λαμβάνονταν, ερήμην των καθ΄ ύλην αρμόδιων επιστημόνων (γεωπόνων, κτηνιάτρων, ιχθυολόγων, δασολόγων, αγροδιατροφολόγων και λοιπών συναφών ειδικοτήτων), στερούσαν από τον κρίσιμο αυτό τομέα την αναγκαία αναπτυξιακή ώθηση. Ο πακτωλός των κεφαλαίων που εισέρρευσαν από την τότε ΕΟΚ μέσω των σχετικών Προγραμμάτων, κατασπαταλήθηκαν με την ανοχή, αν όχι με τη συνέργεια, των αρμόδιων υπηρεσιακών και κυβερνητικών παραγόντων, χωρίς το απαραίτητο αντίκρισμα στις γεωργοκτηνοτροφικές υποδομές και τον απαιτούμενο εκσυγχρονισμό τρόπων (μεθόδων) και μέσων παραγωγής. Ύποπτος θεωρείται και ο ελλιπής έλεγχος των αρμόδιων Κοινοτικών Οργάνων, προκειμένου σταδιακά να συμβεί αυτό που ήταν η επιδίωξή τους και που τελικά συνέβη: η  απο-γεωργοποίηση και η απο-κτηνοτροφοποίηση της χώρας μας, ορίζοντάς μας μονομερώς στον τομέα παροχής υπηρεσιών μέσω του τουριστικού, κυριότατα, προϊόντος («γκαρσόνια των Ευρωπαίων»). Έτσι εξηγείται και ο ηθελημένα πλημμελής έλεγχος του τρόπου διάθεσης και αξιοποίησης των δοθεισών επιδοτήσεων από μια μεγάλη μερίδα παραληπτών παραγωγών (αγροτών, κτηνοτρόφων κ.ά.). Έμεινε στην Ιστορία το περιβόητο «αγροτικό», εννοώντας την «καταχρηστική» κατανάλωση ουίσκι  από τους αγρότες εκείνες τις «χρυσοφόρες»  εποχές.

Την ίδια στιγμή στα ως άνω δομικά προβλήματα  έρχεται να προστεθεί η δραματική αύξηση του κόστους παραγωγής εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης, απότοκης του ρωσοουκρανικού πολέμου, αλλά και της αντιμετώπισής της τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, καθώς και στην ακρίβεια, που σε συνδυασμό με την εκμεταλλευτική μεσολάβηση μεσαζόντων – εμπόρων και την κερδοσκοπία των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, δοκιμάζει τα ελληνικά νοικοκυριά, ιδίως τα ευάλωτα,  οδηγώντας στην κατακόρυφη αύξηση των τιμών σε όλο το εύρος των προϊόντων του πρωτογενή τομέα και, φυσικά, στη βίαιη φτωχοποίησή τους.

Στο «διά ταύτα», τώρα, νομίζω ότι η προσέγγιση του προβλήματος από έναν ειδικό και επαΐοντα , τον διδάσκοντα στο ΕΛΜΕΠΑ (Ελληνικό Μεσογειακό Παν/μιο) και ΕΑΠ (Ελληνικό Ανοικτό Παν/μιο)  Γιώργο Ματαλλιωτάκη, είναι βαρύνουσας σημασίας: «Είναι καιρός να δώσουμε απαντήσεις σε κρίσιμα ζητήματα. Για το είδος και την ποιότητα της τεχνογνωσίας που παρέχουμε στους αγρότες. Για τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις συνεργατισμού ομάδων παραγωγών. Για την αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων με παραγωγικά και αναπτυξιακά κριτήρια. Για την αναβάθμιση των υποδομών και των δομών των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Και, τέλος, να δεχθούμε τον καταλυτικό ρόλο των αγροτών μας στην ελληνική οικονομία» (εφ. συν. 19.05.22, «Πρωτογενής τομέας: ο μεγάλος ασθενής εκδικείται...»). 

Η διαχρονική επίκληση εκ μέρους των κυβερνήσεων των περιορισμένων δημοσιονομικών της χώρας (το ακούω αυτό από μικρό παιδί, «ήμουνα νιος και γέρασα» που λέει ο λαός μας) δεν συνιστά κατά τη γνώμη του γράφοντος αποχρώντα λόγο μη ουσιαστικής-ριζικής αντιμετώπισης του εν λόγω προβλήματος. Εξαρτάται ποιες προτεραιότητες θέτουμε ως πολιτεία και ως οικονομία. Και αυτό είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης. Αλλιώς, κάθε χρόνο τέτοια εποχή, θα βρισκόμαστε «στα αυτά και επί τα αυτά»...