Ο Ι. Δομπόλης, η προσφορά και οι… περιπέτειές του!

on .

 Μια ανάρτηση στο Διαδίκτυο που περιείχε στοιχεία σχετικά με τον Ιωάννη Δομπόλη, κατέληγε με τη διαπίστωση ότι το Κράτος τον έχει αγνοήσει. Θα ήταν μικρό το κακό, αν το Κράτος, όχι μόνο τον Δομπόλη, αλλά τον Απόδημο Ελληνισμό στο σύνολό του με την ανεκτίμητη προσφορά του προς το Έθνος, δεν τον είχε αγνοήσει απλώς, αλλά δεν είχε «αμαρτήσει» σε βάρος του. Σ’ αυτές τις αμαρτίες του Κράτους ανήκουν και δυο από τις πολλές περιπέτειες του Ιωάννη Δομπόλη από το Δεσποτικό Ιωαννίνων, μιας από τις αγνότερες μορφές της Ηπειρωτικής Ευποιίας που αποτελεί για μας τους Ηπειρώτες το πιο ανεκτίμητο εθνικό αγαθό. 

Σ’ αυτές τις περιπέτειες θα αναφερθώ, γιατί οι υπόλοιπες περιλαμβάνονται στον Αναμνηστικό Τόμο που εξέδωκε ο ΣύνδεσμοςΑποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής ύστερα από πέντε χρόνια συστηματικής επιτόπιας έρευνας, στα μέρη που έζησε και έδρασε ο Δομπόλης• συγκεντρώσαμε όλο το υπάρχον -εντελώς απαραίτητο- αρχειακό και μνημειακό υλικό και προχωρήσαμε στην έκδοση του σχετικού αναμνηστικού τόμου με τον τίτλο: «Ιωάννης Δομπόλης, Ηπειρώτης Εθνικός Ευεργέτης, Γενικός Ταμίας της Ελλάδος και Υπουργός Οικονομικών στην Κυβέρνηση Καποδίστρια, Ιδρυτής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών».

Υπήρξε, για την έκδοση αυτού του Αναμνηστικού Τόμου, μια ευτυχής συγκυρία: Ο Ευάγγελος Χρυσός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, σαφής γνώστης του θέματος, από Συνέδρια στα οποία είχε συμμετάσχει στην Πετρούπολη και στην Ελλάδα, όταν ολοκληρώσαμε την έρευνα για τον Δομπόλη και σκοπεύαμε να εκδώσουμε τον Αναμνηστικό Τόμο,  να είναι Διευθυντής του «Ιδρύματος Πολιτισμού και Δημοκρατίας» της Βουλής των Ελλήνων. Συζητήσαμε, σε μια συνάντηση που είχαμε στην Αθήνα, το θέμα. Το βρήκε αρκετά ενδιαφέρον και, αφού εξασφάλισε τη συγκατάθεση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος και του Προέδρου της Βουλής, μας κάλεσε και συμφωνήσαμε στους όρους και στις προϋποθέσεις που έθετε το Ίδρυμα για τις εκδόσεις.

Είχαμε προγραμματίσει και είχαμε συμφωνήσει με τον Ευάγγελο Χρυσό το βιβλίο να περιλαμβάνει συνολικά έντεκα (11) κεφάλαια και αρχίσαμε τη συγγραφή του βιβλίου κατά κεφάλαιο. Δεν άργησαν όμως να ακολουθήσουν οι σχετικές συνέπειες. Είχαμε συμπληρώσει τα οκτώ από τα έντεκα κεφάλαια του βιβλίου, τα είχαμε προσκομίσει, κατά τη συμφωνία που είχαμε κάνει με το Ίδρυμα της Βουλής και προχωρούσαμε για την ολοκλήρωση. Τότε άλλαξε η Κυβέρνηση, ο Πρόεδρος της Βουλής και ο Διευθυντής του Ιδρύματός της. Στείλαμε το ένατο κεφάλαιο και περιμέναμε να μας πούνε να στείλουμε και τα υπόλοιπα κεφάλαια για την ολοκλήρωση του βιβλίου. Παίρναμε τηλέφωνο, αλλά απάντηση δεν παίρναμε. Επισκεφθήκαμε το νέο προϊστάμενο του Ιδρύματος της Βουλής -δε χρειάζεται να αναφέρω το όνομά του, θα πω μόνο πως ήταν, κατά δήλωσή του, παιδαγωγός Ηπειρωτικής καταγωγής, ο οποίος μας δήλωσε ότι η Βουλή δεν ασχολείται με εκδόσεις τέτοιου είδους έργων και πως το Συμβούλιο του Ιδρύματος αποφάσισε να μην προχωρήσει στην έκδοσή του. Τον ρώτησα μόνο αν έχει διαβάσει τα 9 κεφάλαια που είχαμε στείλει ή αν ήξερε κάτι για το ποιος ήταν ο Δομπόλης και τι πρόσφερε στο Έθνος. Απάντηση δεν πήραμε και φύγαμε. Αυτή ήταν η πρώτη περιπέτεια. Ακολούθησε όμως και δεύτερη.

Ο Αναμνηστικός Τόμος ολοκληρώθηκε και εκδόθηκε από την Περιφέρεια Ηπείρου, όπως και δυο άλλοι τόμοι σχετικοί με τον Απόδημο Ελληνισμό. Τον παρουσιάσαμε στα Γιάννινα, στο Δεσποτικό, στην Πάτρα και στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, με πρωτοβουλία της Συγκλήτου. Εκεί τα αντίτυπα που είχαμε πάρει μαζί μας και ήταν και τα τελευταία, εξαντλήθηκαν.

Αρκετοί είχαν εκδηλώσει το ενδιαφέρον να προμηθευτούν το βιβλίο, αλλά δεν υπήρχαν άλλα αντίτυπα. Σε συζήτηση που είχαμε με τον Αναπληρωτή Πρύτανη του Πανεπιστημίου ο οποίος εκτελούσε χρέη Πρύτανη και είχε προλογίσει την εκδήλωση, μας πρότεινε να απευθυνθούμε, από κοινού, στον Αναπληρωτή Υπουργό του Υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο έχει ειδικές πιστώσεις για την έκδοση και επανέκδοση τέτοιων έργων. Εμείς στείλαμε αντίτυπο του βιβλίου με σχετική αίτηση επανέκδοσης. Ο Πρύτανης έστειλε δικό του -θερμά εισηγητικό- έγγραφο στον Αναπληρωτή Υπουργό στο οποίο έγραφε:

«Αξιότιμε κ. Αναπληρωτή Υπουργέ.

Με την επιστολή αυτή επιτρέψτε μου να υποστηρίξω θερμότατα εκ μέρους του Πανεπιστημίου Αθηνών το αίτημα επανέκδοσης του αναμνηστικού τόμου, προς τιμή του Ιδρυτή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννη Δομπόλη, στο πλαίσιο του Προγράμματος «ΔΡΑΣΙΣ» του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Ο Τόμος αυτός αποτελεί ουσιαστική προσφορά -μαρτυρία για ένα εξαίρετο εθνικό ευεργέτη και καθοριστικό του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στον οποίο ακριβώς οφείλεται αυτή η τελική διαμόρφωση του επίσημου τίτλου του Πανεπιστημίου μας. Θα αποτελούσε λοιπόν ουσιαστική πολιτισμική προσφορά η ενίσχυση της παραπέρα διάδοσης του τόμου αυτού.

Με εκτίμηση καθ. Κωνσταντίνος Μπουραζέλης, Αν. Πρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Διεθνών Σχέσεων».

Δεν πιστεύω να περιμένετε να μάθετε την απάντηση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Αυτό ακολούθησε αντίθετη -συνηθισμένη στη χώρα μας- τακτική. Ο πρώτος -ο Ηπειρωτικής καταγωγής παιδαγωγός- Πρόεδρος του Ιδρύματος Πολιτισμού και Δημοκρατίας της Βουλής των Ελλήνων ελάλησε και είπε ότι το Ίδρυμα Πολιτισμού και Δημοκρατίας της Βουλής των Ελλήνων δεν ασχολείται με τέτοιου είδους εκδόσεις, το δεύτερο -το Υπουργείο Πολιτισμού εσίγησε, διότι προφανώς έκρινε ότι «το σιγάν κρίττον εστί του λαλείν».

Αν τώρα διερωτάσθε πού οφείλεται αυτή η κακοδαιμονία στον τόπο μας -τον τόπο που γέννησε την Παιδεία και τον Πολιτισμό- την απάντηση την έδωσε, πριν από πολλές δεκαετίες ο Ροίδης που διαπίστωσε ότι, στην εποχή του, δεν ξέρω αν είχε προβλέψει και για τις επόμενες εποχές, «οι πιο άσχετοι και οι πιο αγράμματοι αναλαμβάνουν, κάθε τόσο, το Υπουργείο Παιδείας».