Τα Κάλαντα…

on .

 Τα κάλαντα είναι συνυφασμένα με τις πιο τρυφερές αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων. Είναι το έθιμο που αφορά όσο κανένα άλλο τα μικρά παιδιά. Και είναι το μοναδικό έθιμο που διατηρείται ακόμα  ακέραιο σε ολόκληρη τη χώρα με αμέτρητες παραλλαγές και προσαρμογή στον τοπικό χαρακτήρα κάθε περιοχής.

Αυτό το «Να τα πούμε» θα μας συνοδεύει στη μνήμη μας και θα ηχεί στ’ αυτιά μας σαν μια γλυκιά ανάμνηση των παιδικών μας βιωμάτων. Δεν θα ξεχαστούν οι φωνούλες των παιδιών στις εξώπορτες των σπιτιών που θα μας γυρίζουν πίσω στα δικά μας

παιδικά χρόνια. Τα κάλαντα αποτελούν δημοτικά ευχητικά εγκωμιαστικά τραγούδια εθιμικά κατ’ έτος την παραμονή των Χριστουγέννων της Πρωτοχρονιάς   και των Φώτων.

Οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς πέρα από τις δεκαπενθήμερες διακοπές του σχολείου είναι κυρίως για τα παιδιά. Και αυτό γιατί πριν από μήνες ονειρεύονται τα κάλαντα για το χαρτζιλίκι και τα δώρα που θα ζητήσουν από τον Άη Βασίλη.

Και αλήθεια είναι ότι σε όποια ηλικία και να είμαστε, μας έρχονται θύμισες από τα κάλαντα. Τα δικά μας, των χρόνων εκείνων. Βέβαια άλλα χρόνια εκείνα, τα δικά μας, φτωχικά, κι άλλες εποχές.

Έτσι λοιπόν περιμένοντας τις άγιες αυτές ημέρες, έβγαλα από το συρτάρι κάρτες με χριστουγεννιάτικες εικόνες, όπως τη φάτνη, τον Αϊ Βασίλη, στάθηκα και κοίταξα με προσοχή τον θαυμάσιο πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα «Τα Κάλαντα». Νόμιζα ότι άκουγα τις χαρούμενες φωνούλες των παιδιών, που την άγια αυτή μέρα της Χριστιανοσύνης βγαίνουν στους δρόμους να ψάλλουν το πατροπαράδοτο «Kαλήμερα»: Να τα πούμε;

Η συνηθισμένη αυτή ερώτηση φαίνεται ότι πήρε καταφατική απάντηση, αν κρίνει κανείς από το ότι τα πέντε παιδιά έχοντας ήδη αρχίσει να παίζουν, αλλά και από τη  χαρούμενη έκφραση που παιχνιδίζει στα μάτια τους. Τα παιδιά ελπίζουν σε μερικά χρήματα ή λιχουδιές.

Η απεικόνιση είναι αριστοτεχνική. Όλα φορούν εθνικές ενδυμασίες, πράγμα που προδίδει ότι βρισκόμαστε σε χωριό, πριν πολλά χρόνια. Από τα σκουφάκια που φορούν καταλαβαίνουμε ότι η νύχτα δεν είναι και τόσο γλυκιά είναι κρύα χειμωνιάτικη.

Ένα παιδί παίζει φλογέρα, ένα άλλο τύμπανο και τα υπόλοιπα τρία τραγουδούν. Το σπίτι φαίνεται παλιό, όπως τα δικά μας τότε με ψηλό μαντρότοιχο και μια γλάστρα σ’ ένα περβάζι. Από το ύψος του τοίχου, δίπλα στα κλαδιά ενός δέντρου, με φόντο το ασημένιο φεγγάρι, προβάλλει ένα κεφάλι παιδικό. Τι να σημαίνει άραγε; Το πρόσωπό του ανέκφραστο δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε αν κοιτάζει τα παιδιά με ζήλεια ή παράπονο. Αν κοιτάζει με παράπονο, είναι φανερή η αιτία: Ή δεν βρήκε παρέα ή δεν είχε μουσικό όργανο για να πει κι αυτός τα κάλαντα. Στην εξώπορτα στέκεται η σπιτονοικοκυρά, το πρόσωπό της εκφράζει δυσφορία, χαρά  συμπόνια; Άγνωστο. Ποιος ξέρει που να ταξίδευε η σκέψη της.

Πήρα τα μάτια μου από την κάρτα κι αγνάντεψα πέρα ψηλά τα βουνά που τα ακρόκορφά τους σκεπάζει το πρώτο χιόνι. Η μνήμη με ταξιδεύει στα παιδικά μου χρόνια, στο χωριό μου, που παραμονές Χριστουγέννων  πηγαίναμε με τη μάνα στο νταμάρι και διάλεγε μια μαυρόπλακα που θα την έβαζε πάνω στην πυροστιά να κάνει τα σπάργανα του Χριστού.

Την άλλη μέρα θα πηγαίναμε με τον αχώριστό μου φίλο να πούμε τα κάλαντα. Θα έρχονταν χαράματα να με ξυπνήσει, αψηφώντας το αγιάζι τα σκυλιά και τα παγανά «καλικάντζαροι». Έπαιρνε να χαράξει την ώρα που σφιχταγκαλιάζονται το φως με το σκοτάδι ξεκινούσαμε να «πούμε» τα κάλαντα. Η αμοιβή μας ήταν δεκάρες, εικοσάρες, πενηνταράκια, ζαχαρικά, κανένα αβγό.

Ανταμώναμε και με άλλα παιδιά και μας ειδοποιούσαν ότι στο τάδε σπίτι δίνουν καλό χαρτζιλίκι, στο άλλο μην πάτε δεν ανοίγουν, χαμένος κόπος. Και το σκωπτικό: 

«Αφέντη μου στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες

Άλλες γεννούν άλλες κλωσούν κι΄ άλλες αυγά μαζώνουν»

Τα σπίτια τότε στα χωριά ήταν αραιοκατοικημένα και να πάς από το ένα στο άλλο ήθελες πολύ περπάτημα.

Τι ωραία χρόνια κι εκείνα, δεν ξεχνιούνται κι ας μην είχαμε στολισμένα δέντρα, λαμπιόνια κι ας μην αλλάζαμε δώρα και ας μην γευόμαστε τόσες λιχουδιές: καταΐφι, μπακλαβά, μελομακάρονα κουραμπιέδες, όπως σήμερα μόνο ελπίδες για ένα καινούργιο και ευτυχισμένο χρόνο.

Γι’ αυτό ας απευθυνθούμε στον καινούργιο χρόνο με ένα ποίημα πολύ επίκαιρο γιατί οι προηγούμενοι μας έφεραν πανδημία, πολέμους, θεομηνίες γυναικοκτονίες, βιαιότητες… ας ελπίσουμε ότι ο καινούργιος χρόνος θα είναι διαφορετικός από τους προηγούμενους.

«Καινούργιε χρόνε, φέρε μας ξανά το παραμύθι

κι άναψε δυνατή φωτιά στο τζάκι το σβησμένο.

Φέρε μας πάλι στην καρδιά το γέλιο της ελπίδας

την όμορφη απαντοχή για κείνα που θα  ‘ρθούνε.

Κάποιο παιχνίδι, ένα πουλί, που να μιλά για Αγάπη

Μια κούκλα σαν Βασίλισσα, φέρε την στολισμένη

τ’ όμορφο τ’ αρχοντόπουλο, καβάλα στ’ άλογό του.

Καινούργιε χρόνε τ’ όνειρο, που οι καιροί το πήραν

κάνε απόψε να φανεί για μια στιγμή μπροστά μας.

Κι’ αν δεν μπορείς σ’ όλα αυτά τίποτα να μας φέρεις

που την ψυχή μας τη βαριά μια νύχτα ν’ αλαφρώσει

λυπήσου χρόνε τα παιδιά και μη τα ξεγελάσεις

σου τραγουδούν χαρούμενα και σε καλωσορίζουν,

Αρχιμηνιά κι’ αρχή χρονιά κι’ αρχή καλός μας Χρόνος…

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ