Η κοινωνική ευαισθησία έχει τελικά δύο όψεις!

on .

 Αυτές τις μέρες δύο γεγονότα θλιβερά έδειξαν ότι το συλλογικό αίσθημα της κοινωνίας για τη βία έχει διαφορετικές εκφράσεις και δείχνει ότι δεν ακολουθεί τους ίδιους κώδικες ηθικής. Και αυτή η διαπίστωση είναι απόδειξη μιας βεβαιότητας καθόλου θετικής για την πορεία της ελληνικής κοινωνίας στους δύσκολους καιρούς που βιώνουμε ως σύνολο και ως άτομα. Αφορμή για τη συγκεκριμένη διαπίστωση παίρνω από τη στάση του κόσμου, που συνηθίζει να αντιδρά μαζικά σε  μορφές βίας που εκδηλώνονται είτε από κρατικούς φορείς είτε από ατομική δράση. Αναφέρομαι στην αντίδραση ευαισθητοποιημένων πολιτών για το σκυλί που σκότωσαν στην Αράχωβα και για τη σιωπή τους στη δολοφονική επίθεση στον αστυνομικό, νέο 31 χρόνων.

Πολύ καλά έκαναν και διαδήλωσαν στην Αθήνα φιλοζωικές οργανώσεις, όπου έδειξαν την αγανάκτησή τους για τον θύτη του σκυλιού και απαίτησαν από την πολιτεία μέτρα σκληρότερα για την προστασία των ζώων. Γιατί τα σκυλιά και κάθε άλλο ζώο έχουν το δικαίωμα της ζωής και της προστασίας από κάθε μορφή βίας. Άλλωστε εμείς οι ίδιοι δείχνουμε το ενδιαφέρον μας για όλα τα ζωντανά και είναι λογικό να απαιτούμε ώστε το κράτος να προστατεύει θεσμικά τη σχέση του ανθρώπου με το ζώο. Και αυτό είναι όρος αναγκαίος, αφού οι κοινωνικές συνθήκες σε πολλούς και για διαφόρους λόγους διαμορφώνουν συμπεριφορές με στοιχεία βαρβαρότητας.

Επομένως επαινούμε αυτούς που διαμαρτυρήθηκαν μαζικά και καταδίκασαν τον θάνατο του σκυλιού στην Αράχωβα.

Ταυτόχρονα όμως το μυαλό μας στρέφεται στον νέο αστυνομικό που χαροπαλεύει από την φωτοβολίδα που τον τραυμάτισε βαριά ύστερα από επίθεση ενός δεκαοχτάχρονου, οπαδού αθλητικής ομάδας! Πρόκειται για μια εγκληματική ενέργεια που έρχεται ως αποτέλεσμα του οπαδικού φανατισμού και κινείται μέσα στη λογική και τις επιδιώξεις των μεγάλων αθλητικών συγκροτημάτων. Και όλοι έχουμε αντιληφθεί ότι σήμερα το ποδόσφαιρο έχει ως μοναδικό σκοπό να μεγαλώνει τα κέρδη των ιδιοκτητών και τίποτε άλλο. Γι’ αυτό και οι παράγοντες των ομάδων προσπαθούν να καλλιεργούν τον φανατισμό και το μίσος προς κάθε άλλο ανταγωνιστή τους.

Από το γεγονός του τραγικού συμβάντος γεννιούνται για το κοινωνικό σύνολο μεγάλα ερωτήματα και όχι τώρα για πρώτη φορά. Κάθε φορά που η Αστυνομία, εκτελώντας το καθήκον της, αντιστέκεται σε πράξεις βίας οι «ευαισθητοποιημένοι πολίτες» εξεγείρονται και με πολλούς τρόπους διαμαρτύρονται για τη βία των αστυνομικών. Τώρα που αναίτια ένας οπαδός τραυμάτισε θανατηφόρα ένα νέο παιδί, καμιά αντίδραση. Δεν είδαμε, εκτός από τους συναδέλφους του νέου, καμιά οργανωμένη πορεία στην Αθήνα να στρέφεται ενάντια στους παράγοντες των ομάδων και να απαιτήσουν την προστασία των αστυνομικών από τη βία σε βάρος τους και από την εκμετάλλευσή τους από τα γνωστά μεγάλα συμφέροντα.

Και η σιωπή αυτών που μόνιμα διαδηλώνουν γίνεται πιο προκλητική, αν σκεφτούμε ότι ο κάθε αστυνομικός είναι παιδί λαϊκής οικογένειας και ο μισθός του δεν φτάνει τα 1.000 ευρώ. Μήπως, λοιπόν, στους κοινωνικούς αγώνες κάποιες φορές περισσεύει η υποκρισία, η σκοπιμότητα και η ιδιοτέλεια όσων τους σχεδιάζουν; Γιατί κάθε μορφή βίας που απειλεί τα βασικά μας δικαιώματα και προπαντός τη ζωή, θα πρέπει να καταδικάζεται από όλους.

Δυστυχώς στα δύο περιστατικά, του σκυλιού της Αράχωβας και του τραυματισμού του αστυνομικού, η κοινωνία έδειξε να μην έχει την ίδια στάση. Ίσως η συμπεριφορά μας να υπόκειται σε νόμους και κανόνες που δεν υπαγορεύονται από την κοινωνική συνείδηση, αλλά από τις επιλογές κάποιων ισχυρών παραγόντων.