Αρματολοί και Κλέφτες

on .

Το φυσικό περιβάλλον και οι ανώμαλες πολιτικές καταστάσεις επί Τουρκοκρατίας βοήθησαν να δημιουργηθεί μια τάξη μαχητικών πολεμιστών στις περιοχές που είχε αναπτυχθεί η κλεφτουριά και ο αρματολισμός. Οι πολεμιστές αυτοί βοήθησαν τον ελληνικό λαό να αντέξει τους διωγμούς και τις καταπιέσεις. Ό,τι γνωρίζουμε για τους Έλληνες κλέφτες το χρωστούμε στον Fauriel, ο οποίος στηρίχτηκε στην προφορική παράδοση των αρχών του 19ου αι. Οι πληροφορίες του Fauriel δεν αποτυπώνουν τον τρόπο της ζωής των κλεφτών της εποχής του. Οι συνήθειες και οι ιδέες των κλεφτών ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονης εξέλιξης. Οι πρώτοι κλέφτικοι πυρήνες δημιουργήθηκαν στις αρχές της τουρκοκρατίας.

Η ζωή των κλεφτών ήταν ανήσυχη και επικίνδυνη. Παρόλα αυτά στις κρυψώνες τους, στα λημέρια τους, απολάμβαναν την ελευθερία τους. «Οι κλέφτες, γράφει ο Κολοκοτρώνης, είμαστε ελεύθεροι, αλλά τι ζωή, τι άνθρωποι. Βασανισμένοι, ασήκωτοι, άγριοι εις τες σπηλιές, τα βουνά, εις τα χιόνια σαν τα θηρία, με τα οποία συζούσαμε» (Τερτσέτη, Άπαντα, 3 σ.18).

Η ψυχή των κλεφτών ήταν στενά συνυφασμένη με τη φύση. Την ημέρα την περνούσαν στα λημέρια. Εκεί έτρωγαν αρνιά στη σούβλα, έπιναν κρασί και τραγουδούσαν. Πάντοτε έπαιρναν τα μέτρα τους, έβαζαν σε επίκαιρα σημεία σκοπούς, τα καραούλια. Τη νύχτα κοιμούνται στο ύπαιθρο, σκεπασμένοι με την κάπα τους. Τις μετακινήσεις τους και τις επιχειρήσεις τους τις έκαναν τις νύχτες.

Το χειμώνα που έπεφτε πυκνό το χιόνι και εξαφάνιζε τα μονοπάτια κατέβαιναν από τις βουνοκορφές και παραχείμαζαν σε φίλους τους σε χωριά. Ο αριθμός της κάθε ομάδας των κλεφτών δεν ξεπερνούσε τους πενήντα. Διακρίνονταν οι κλέφτες για το θάρρος και την αντοχή τους στην αϋπνία, στην πείνα και στη δίψα.

Εκεί, επάνω στα βουνά ασκούνταν στον δίσκο (λιθοβολία), στο πήδημα, στο τρέξιμο, αυξάνοντας έτσι τις ικανότητές τους. Περισσότερο ασκούνταν στην σκοποβολή, να περνούν με τη σφαίρα ένα δαχτυλίδι.

Εκπληκτική ήταν η αντοχή τους στα βασανιστήρια των Τούρκων. Υπέμεναν τις δοκιμασίες ατάραχοι. Για να αποφύγουν τέτοιες δοκιμασίες εύχονταν ο ένας στον άλλο «καλό βόλι», δηλ. θάνατο στη μάχη. Σε περίπτωση που πληγώνονταν βαριά παρακαλούσαν τους συντρόφους τους να τους κόψουν το κεφάλι και να το πάρουν μαζί τους, για να μην το καρφώσουν οι εχθροί στην άκρη του κονταριού και να το περιφέρουν σε πόλεις και χωριά για εκφοβισμό.

Τακτική των κλεφτών ήταν να αποφεύγουν τους εχθρούς στις πεδιάδες και να τους αιφνιδιάζουν στα ορεινά, που η αριθμητική υπεροχή των εχθρών δεν μπορούσε να δράσει. Η φύση και το έδαφος τους βοηθούσε για διεξαγωγή κλεφτοπόλεμου. Η τακτική τους ήταν τακτική των ατάκτων, που την οργάνωναν οι ίδιοι οι κλέφτες με κύριο χαρακτηριστικό την ενέδρα, που οι ίδιοι ονόμασαν κλεφτοπόλεμο. Πολεμούσαν πίσω από δέντρα, από βράχους, όρθιοι ή γονατιστοί, από τα λεγόμενα μετερίζια. Εάν ήταν περικυκλωμένοι και δεν είχαν ελπίδα σωτηρίας, ορμούσαν με τα γιαταγάνια στα χέρια και έκαναν γιουρούσι, δηλαδή έξοδο. Τέτοια ήταν η έξοδος του Μεσολογγίου (1826).

Ως την Ελληνική Επανάσταση του 1821 ο κλεφτοπόλεμος είναι η μόνη τακτική που παραδίνεται. Οι κλεφτοπόλεμοι ήταν οι αδιάκοποι αγώνες του ελληνικού έθνους εναντίον των σκληρών κατακτητών, ένας ακήρυκτος πόλεμος που αρχίζει από τα πρώτα κιόλας χρόνια της σκλαβιάς. Οι πυρήνες αυτών των μαχητικών δυνάμεων είναι οι αρματολοί και οι κλέφτες. Αυτοί προβλήθηκαν, όπως είναι φυσικό, οι φυσικοί αρχηγοί του έθνους, που αποτέλεσαν την «μαγιά της λευτεριάς» όπως λέει ο Γιάννης Βλαχογιάννης (Απομνημονεύματα στρατηγού Μακρυγιάννη, Αθήναι 1907, τ.2, σ.350, έκδοση 2α 1947, τ.2, σ.108).

Με πενιχρά μέσα προσπαθούσαν να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό.

Οι αρματολοί και κλέφτες αποτελούν ζωντανά παραδείγματα που εμπνέουν γενναία αισθήματα, δείχνοντας σε όλους τον δρόμο του καθήκοντος. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα μεγαλώνουν τα παιδιά της Ελλάδος. Οι ανυπότακτοι εκείνοι άντρες έλαμψαν στη φαντασία του ελληνικού λαού και έγιναν ινδάλματα. Ο ελληνικός λαός έπλασε τον μύθο του παλικαριού και δημιούργησε τη μορφή του ιδανικού νέου της εποχής, που ενσαρκώνει αισθήματα αντρείας, περηφάνειας και αντίστασης εναντίον των κατακτητών.

Ο θαυμασμός του ελληνικού λαού προς τους αρματολούς και κλέφτες έγινε τραγούδι που αγαπήθηκε και διαδόθηκε παντού. Τα κλέφτικα τραγούδια απάλυναν τον πόνο της σκλαβιάς, σκόρπιζαν ενθουσιασμό και, κατά κάποιον τρόπο, ικανοποιούσαν τις τραυματισμένες τους καρδιές.

Η ανάπτυξη του μαχητικού πνεύματος στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην εσωτερική ανάπτυξη των δυνάμεων του ελληνικού λαού.

Με την εσωτερική αυτή ανέλιξη των δυνάμεων του έθνους ανασυντάχτηκε, οργανώθηκε και διαμορφώθηκε ο νεοελληνικός κόσμος κατά τους πρώτους αιώνες μετά την άλωση.

Οι σκλάβοι, οι ραγιάδες, συσπειρωμένοι γύρω από την Εκκλησία, πλαισιωμένοι από τις κοινότητες και μαζί μ’ αυτές και από το αρματολίκι σε ορισμένες ελληνικές περιοχές, οργανωμένοι σε συντεχνίες και αδελφότητες, αφοσιωμένοι στις παραδόσεις τους, στα ήθη και έθιμά του τόπου τους, ζουν σύμφωνα με τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής, ο οποίος μεταμορφώνεται και αλλάζει με το πέρασμα των χρόνων και υπό την επίδραση νέων συνθηκών ζωής που δημιουργούνται.