Κίσινγκερ, κυνισμός και «ρεαλιστική πολιτική»…

on .

Έφυγε πρόσφατα από τούτο τον –μάταιο ή μη, εξαρτάται από την βιοθεωρία καθενός, τη φιλοσοφική δηλαδή θεώρηση της ζωής- κόσμο, πληρέστατος, μάλιστα, ημερών (100 χρονών), η πιο αμφιλεγόμενη πολιτική προσωπικότητα των τελευταίων εκατό χρόνων, ο Γερμανοεβραίος την καταγωγή, Αμερικανός πολιτικός Χένρι Κίσινγκερ, «ο ευφυής κυνικός που μισήθηκε όσοι λίγοι», σύμφωνα με χαρακτηρισμό του τεράστιου αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου CNN. Εισηγητής και θεμελιωτής της λεγόμενης «real politik»,

ης ρεαλιστικής πολιτικής, ο Χένρι Κίσινγκερ, ουσιαστικά θιασώτης της μακιαβελιστικής αρχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», με αδιαμφισβήτητες διαπραγματευτικές ικανότητες, υποστήριζε κυνικά ότι «μια χώρα που απαιτεί ηθική τελειότητα στην εξωτερική της πολιτική, δεν θα πετύχει ούτε τελειότητα, ούτε ασφάλεια». Με γνώμονα την αρχή αυτή καθόρισε για πάνω από μισό αιώνα -το μεγαλύτερο τμήμα του πλέον ταραχώδους αιώνα, του εικοστού- την αμερικανική εξωτερική πολιτική, πρωταγωνίστρια στα κρίσιμα γεγονότα της εποχής μέχρι τις μέρες μας. 

Δείχνοντας από πολύ μικρός ότι είχε το σπάνιο χάρισμα να εκτιμά και να ελίσσεται μέσα σε εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον, ακούγοντας τα γεγονότα από μακριά, προτού αυτά φτάσουν, συμμετείχε ως άριστος γνώστης των γερμανικών στην αντικατασκοπεία στο πλευρό των συμμάχων. Πολύ γρήγορα έγινε σύμβουλος των Αμερικανών Προέδρων  Κένεντι και Τζόνσον, αλλά έπρεπε να έρθει ο Ρίτσαρντ Νίξον (ο γνωστός για το γνωστό σκάνδαλο Watergate) για να αναλάβει τα ηνία της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής. Η θητεία του στην κυβέρνηση Νίξον, στην οποία συμμετείχε, σημαδεύτηκε από μεγάλα και κομβικής σημασίας ιστορικά γεγονότα. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ είχε ήδη προκαλέσει μεγάλες απώλειες, κόπωση και έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας και Κίσινγκερ ήταν αυτός που ανέλαβε να βάλει ένα τέλος στο αδιέξοδο, προτείνοντας την απεμπλοκή από τον πόλεμο. 

Έτσι, παρότι ο πόλεμος χάθηκε με οδυνηρό τρόπο  για τους Αμερικανούς το 1975, ο Κίσινγκερ χρεώθηκε μια «επιτυχία», η οποία θα του έφερνε και το πιο αμφιλεγόμενο (ένα από τα πολλά στην ιστορία του συγκεκριμένου βραβείου, λόγω των πολιτικών σκοπιμοτήτων απονομής του) Νόμπελ Ειρήνης του 1973, για μια συμφωνία ειρήνης, η οποία τελικά έμεινε στα χαρτιά. Βέβαια, η συγκεκριμένη απονομή προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, μέχρι και ειρωνικά σχόλια, πλήττοντας την αξιοπιστία και το κύρος του θεσμού. 

Την ίδια περίοδο δύο γεγονότα καθορίζουν σημαντικά την πολιτική καριέρα του Κίσινγκερ. Το πραξικόπημα στη Χιλή, με την ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου σοσιαλιστή  Προέδρου Αλιέντε  από τον στυγνό δικτάτορα Πινοσέτ με την «υπόγεια» αμερικανική βοήθεια και το Κυπριακό, με την ανατροπή του Μακαρίου βοηθούσας της Χούντας των Συνταγματαρχών από τον «αχυράνθρωπο» Σαμψών, με ό,τι τραγικό για τον κυπριακό λαό επακολούθησε (τουρκική εισβολή και κατοχή μέχρι σήμερα). Η κατοπινή δήλωσή του, προκειμένου να δικαιολογήσει την αμερικανική στήριξη «δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να σταθούμε δίπλα και να παρακολουθήσουμε μια χώρα να γίνεται κομμουνιστική λόγω ανευθυνότητας των δικών της ανθρώπων. Τα ζητήματα είναι πολύ σημαντικά για τους Χιλιανούς ψηφοφόρους για να αφεθούν να αποφασίσουν (!!) μόνοι τους», «νομιμοποιεί» και καθαγιάζει όλες τις επεμβάσεις – παρεμβάσεις του «θείου», δίκην χωροφύλακα της οικουμένης, στις διάφορες χώρες (Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, πρώην Γιουγκοσλαβία και όπου κινδυνεύουν τα αμερικανικά συμφέροντα, γεωπολιτικά – οικονομικά, γιατί περί αυτού πρόκειται).

Σε ό,τι αφορά την υπόγεια συμμετοχή του στο Κυπριακό και την γνωστή εισβολή και κατοχή του Αττίλα, χρεώνεται και τον αστικό μύθο (έτσι τουλάχιστον κάποιοι  υπερασπιστές του θέλησαν να «στρογγυλέψουν» τις σχετικές δηλώσεις του) ότι «ο ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος και γι ΄ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες (γλώσσα, πολιτισμό, ήθη και έθιμα). Τότε ίσως συνετισθεί», εγγράφοντας το όνομά του στους μεγαλύτερους και φανατικότερους ανθέλληνες.

Οι επικριτές του, που δεν είναι καθόλου λίγοι σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, ζητούσαν επί χρόνια να δικαστεί και καταδικαστεί για αλλεπάλληλα εγκλήματα πολέμου, αναφέροντας ως μελανότερα σημεία της καριέρας του τους μαζικούς βομβαρδισμούς των ΗΠΑ στην Καμπότζη και την αμερικανική υποστήριξη στον Ινδονήσιο δικτάτορα Σουχάρτο, η εισβολή των δυνάμεων του οποίου στο Ανατολικό Τιμόρ στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 200.000 ανθρώπους το 1975. 

Παρότι φανερά όχι πολεμοχαρής – φρόντιζε επιμελώς να το κρύβει, «λύκος με προβιά αρνιού» κατά τον Γιάννη Ρίτσο– θεωρείται αρχιτέκτονας της προσέγγισης των ΗΠΑ με τη Ρωσία και την Κίνα και αυτό δε μπορεί κανείς παρά να του το προσμετρήσει στα υπέρ του. Πιστεύοντας αυτό που τόνιζε συχνά ο Ουίνστων Τσώρτσιλ ότι «τα κράτη δεν έχουν  φίλους  και εχθρούς, παρά μόνο συμφέροντα» εμπέδωσε μια πλήρως αποηθικοποιημένη πολιτική, η οποία, όμως, ως γνωστό οδηγεί στην απανθρωποποίηση και τη βαρβαρότητα των πολέμων τους οποίους βιώνουμε σήμερα.

 Γιατί, μπορεί η πολιτική να «είναι η τέχνη του εφικτού», σύμφωνα με τον Γερμανό Καγκελάριο  Ότο φαν Μπίσμαρκ, επειδή, όμως, υπάρχει για να υπηρετεί τους πολίτες και να επιλύει τα προβλήματά τους, δεν έχει δικαίωμα να αγνοεί τον τρόπο («τίνι τρόπω») και τα μέσα κατά την άσκησή της. Αλλιώς, αφίσταται του χαρακτηρισμού της από τους αρχαίους προγόνους μας ως λειτουργήματος  και των  διακόνων της (πολιτικών) ως «παιδαγωγών του λαού».  Όσο για την υστεροφημία του θεματικού μας πολιτικού, αυτή εξαρτάται από το αν κατάφερε να κάνει έναν έστω πόντο  ψηλότερο αυτόν τον κόσμο ή αν, απεναντίας συνέβαλε στη σμίκρυνσή του. Η Ιστορία, όχι αυτή που γράφουν οι νικητές, ήδη τον κατέταξε.