«Τ’ Αντρειός» στην εθιμολογία μας…

on .

 Βγαίνοντας κι αυτός ο μήνας, ο «χαμένος» όπως έλεγαν τον Νοέμβρη, από το «χάσιμο» της ημέρας, επειδή οι μέρες του είναι σε διάρκεια απ’ τις μικρότερες του έτους και βέβαια οι νύχτες του απ’ τις μεγαλύτερες, στις 30 μας αποχαιρετά με την γιορτή του Αγίου Ανδρέα, «Τ’ Αντρειός», όπως συνηθίζαμε να λέμε εκείνα τα χρόνια. Ο λαός μας πάντα εύρισκε προσωνύμιο για κάθε γιορτή και ότι θεϊκό, γιατί πίστευε στα θεία ευλαβικά και τηρούσε τις  επιταγές της εκκλησίας. 

 Τη γιορτή του Αγίου Ανδρέα την έλεγε «τ’ Αντρειός», επηρεασμένος από τις καιρικές συνθήκες, γιατί τις ημέρες αυτές «αντρειεύει το κρύο», αλλά και από την άλλη μεριά η ευχή όλων ήταν, όπως το κρύο, «ν’αντρειέψει και τη σπορά» της επόμενης χρονιάς, προκειμένου να εξασφαλίσουν την τροφή τους που η κυριότερη ήταν το ψωμί, «Πάτερ ημών δος ημίν σήμερον τον άρτον  ημών τον επιούσιον» στην καθημερινή  επίκληση.

Κύριο μέλημα των παππούδων μας ήταν η «σοδειά», γι’ αυτό και την Παναγία τη θεωρούσαν Προστάτρια της σοδειάς (εισόδια) γι’ αυτό λέγανε τη γιορτή Της και «Αποσοδειά, «Πολυσπορίτισσα». Tην παραμονή της γιορτής του Αγίου Αντρέα η πατρίδα μας τη γιόρταζε με το βράσιμο των δημητριακών, τα λεγόμενα «μπόλια». Τώρα έχει ξεχαστεί  το έθιμο  αυτό.

Ας μεταφερθούμε όμως νοερά στις εποχές εκείνες και  η γενιά μου να θυμηθούμε τη βραδιά εκείνη, παραμονή τ’ Αντρειός:

«…Τα σπίτια μας τότε, γύρω στο ’50, ήταν όλα σχεδόν τα ίδια περίπου. Είχαν δυο δωμάτια και στη μέση την καμαρούλα. 

Στο ένα ήταν η γωνιά (τζάκι) με το πέτρινο μπουχαρί, τη γάστρα, την κρεμαστάλα, την πυροστιά, την μάσια κι άλλα λιγοστά σκεύη νοικοκυριού, νταβά, ταψί, λιγένι, μαστραπά

Εκεί και η κουζίνα με τα μπάσια από εδώ κι από εκεί, όπου στο ένα κοιμόντουσαν οι παππούδες και στο άλλο εμείς τα παιδιά. 

Το κάτω δωμάτιο  ο λεγόμενος «οντάς» ήταν η κρεβατοκάμαρα με το σιδερένιο κρεβάτι, την κασέλα, την ντουλάπα, το γιούκο με τις βελέντζες, όπου κοιμόντουσαν οι γονείς μας.

Τις ημέρες αυτές, συνήθως πριν τη γιορτή του Αγίου Αντρέα, τελείωνε το μάζεμα των δημητριακών και της σοδειάς εν γένει. Επίσης μεγάλο γεγονός ήταν τότε το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού(αραβοσίτου). Το ξεφλούδισμα εκείνα τα χρόνια, ήταν μια διέξοδος (μία έξοδος για διασκέδαση για τις γυναίκες του χωριού, κι όχι κούρασης), γιατί το ξεφλούδισμα γινόταν με τραγούδια, γέλια, πειράγματα, καλαμπούρια, χωρατά κι έτσι περνούσαν οι μακρόσυρτες νύχτες του Νοέμβρη. 

Τα καλαμπόκια τα ρίχνανε σωρό στον οντά κι’ άρχιζε το ξεφλούδισμα.

Μεταξύ των κοριτσιών και των γυναικών ήταν και μερικές ηλικιωμένες που αρκετές από αυτές αρέσκονταν να λένε και «μασκαρόλογα, μασκαριλίκια», σαν σόκιν που θα λέγαμε σήμερα. 

Τέτοια ήταν η Κυρά Κωστάντω, με τα καλαμπούρια της, τ’ αστεία της και τα πειράγματά της στα κορίτσια, αλλά  κι’εκείνα όλο την πειράζανε:

-Κυρά Κωστάντω όταν παντρεύτηκες πήγες γαμήλιο ταξίδι και πού πήγες;

-Μόνο πήγα, απαντούσε εκείνη, στην Κέρκυρα, με πήγε ο προκομμένος.

-Με τί πήγες στην Κέρκυρα;

-Με τί πήγα; με το λεωφορείο.

-Το λεωφορείο δεν πααίν’ στ’ θάλασσα, εκεί θέλ’ καράβ’ εσύ πώς πήγες;

-Ωρέ με τ’ φόρα πού’ χαμαν ιμείς δεν ίδαμε ούτε καράβ’ ούτε θάλασσα.

Και δώστου γέλια τα κορίτσια, που αρέσκονταν σε κάτι τέτοια» (από το βιβλίο μου «ΤΑ ΧΑΡΟΚΟΠΙΩΤΙΚΑ», αναφέρθηκα σε μια ευχάριστη νότα του ξεφλουδίσματος).

Το ξεφλούδισμα διαρκούσε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα. Μόλις τελείωναν η νοικοκυρά που γινότανε το ξεφλούδισμα έστρωνε τραπέζι (μάλλον στρωματσάδα) με ζμαρόπιτες, πατάτες στο νταβά,  γίγαντες, ρεβυθάδα…  (γιατί ήταν νηστεία) κρασί και βάζανε στο γραμμόφωνο τραγούδια κι’ ο χορός και το τραγούδι πήγαινε «γόνα» (που λέγαμε τότε). 

Παραμονή λοιπόν τ’ Αντρειός  όλη η οικογένεια καθόμασταν  γύρω απ’ τη γωνιά να ζεσταθούμε (και πίσω… ’’πουντιάζαμε’’, κρυώναμε) περιμένοντας να βράσουν τα «μπόλια». 

Τα μπόλια ήταν ένα μίγμα δημητριακών: καλαμπόκι, σιτάρι, βρώμη, ρεβίθια, κουκιά, φακές (μπουρμπούλια), τα βάζανε στον τέντζερη (κακάβι) που ήταν πάνω στην πυροστιά να βράσουν κι όπως λέει κι ένα  λαικό στιχάκι που προτρέπει η βάβω  στο εγγόνι της να ρίξει κι άλλα ξύλα στη φωτιά να δυναμώσει, ν’ «αντριέψει»:

«Σίμπα Γιαννάκη τη φωτιά

να βράσουνε τα μπόλια

ταχιά χαράζει του Αντρειά

με κρύα και με χιόνια».

Πλούσια η εθιμολογία λοιπόν των θρησκευτικών εορτών του Νοέμβρη και της γιορτής του Αγίου Αντρέα. Ας μεταφερθούμε στην  Κοζάνη:

«…Επίσης γνωστή είναι η συνήθεια, την ημέρα αυτή να κάνουν τηγανίτες «για να μην τρυπήσει το τηγάνι». 

Στη συνήθεια αυτή οφείλει ο Άγιος τις Προσωνυμίες «Τρυποτηγανάς» και «Τρυποτηγανίτης». 

Η απλή αυτή συνήθεια την  ημέρα της γιορτής του Αγίου Ανδρέα παίρνει σ’ ορισμένα μέρη καθαρά ευετηρικό χαρακτήρα (εύφορη, πλούσια σοδειά). 

Στην περιοχή λ.χ. του Βοΐου Κοζάνης η οικογένεια παρακάθεται το βράδυ στο τραπέζι, όπου μαζί με «λαγγίτες» (τηγανίτες), που γίνονται «για να αντρειεύουν οι άντρες», γεύονται και πανσπερμία, αφού πρώτα η γεροντότερη της οικογένειας ρίξει  με το χέρι της τρεις φορές μερικά από τα βρασμένα δημητριακά, με την ευχή «τόσο ψηλά να γίνουν τα γεννήματα».

Αξιοπρόσεκτο είναι ότι με το ζυμάρι που παρασκευάζουν τις λαγγίτες (τηγανίτες) σταυρώνουν το αμπάρι του σπιτιού «για να μην αδειάζει» 

Από τις λαγγίτες δίνουν και στα ζώα «να αντρειωθούν κι αυτά» (Γεωργίου Ν. Αικατερινίδη - Δρ. Φιλόλογου).

Τώρα είτε με μπόλια είτε δίχως μπόλια ευχόμαστε σ’ αυτούς που γιορτάζουν

Χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα

  (Μέτσοβο)