Ένα άγνωστο καταφύγιο του πολέμου...

on .

 Στον Β’ Παγκόσμιο η πόλη των Ιωαννίνων υπήρξε στόχος πολλών βομβαρδισμών, αρχικά από τους Ιταλούς και αργότερα από τους Γερμανούς. Το ένα τρίτο της πόλης υπέστη καταστροφές (Κ.Α Δοξιάδης, «Αι θυσίαι της Ελλάδος στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», 1946). Ορατά μέχρι σήμερα σημάδια αυτών των βομβαρδισμών είναι οι λάκκοι από τις εκρήξεις των οβίδων, στο πευκόδασος του λόφου πάνω από τα Ζευγάρια. Στα Ζευγάρια, στις 9/2/1941, ένας βομβαρδισμός με στόχο τα επιταγμένα φορτηγά που είχαν σταθμεύσει μέσα στο νταμάρι (τα οποία όμως από καλή τύχη είχαν μετακινηθεί την προηγούμενη μέρα) είχε σαν αποτέλεσμα να αποσπαστεί ένας μεγάλος βράχος και να πέσει στο σπίτι του ξακουστού κλαρινοπαίχτη Τάσου Χαλκιά, πάνω απ’ τον Άγιο Σπυρίδωνα, και να σκοτωθούν η γυναίκα του και τα δύο παιδιά του. 

Τα καταφύγια ήταν η μόνη προστασία του άμαχου πληθυσμού. Με τον συναγερμό, το «χαλκόστομο ουρλιαχτό της αντιαεροπορικής σειρήνας» (Λούκης Ακρίτας «Αρματωμένοι»), οι πολίτες έπρεπε να κατευθυνθούν «κατά το δυνατόν ταχέως και άνευ φωνών και πανικού» στα καταφύγια που είχαν οριστεί από την «Παθητική Αεράμυνα». Μέσα στο αποπνικτικό περιβάλλον των καταφυγίων απαγορεύονταν οι συνομιλίες, οι οποίες συνεπάγονταν «εις τον στενόν τούτον χώρον μεγαλυτέραν κατανάλωσιν του πολυτίμου δια την παραμονήν των προστατευομένων οξυγόνου».

Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του στρατάρχη Παπάγου, στην Ελλάδα, μεταξύ 1936-1940, κατασκευάστηκαν «προς προστασίαν κινουμένου ή εγγύς εργαζομένου αμάχου πληθυσμού εξ αεροπορικών επιδρομών» 400 καταφύγια. Η κατασκευή ή εναλλακτικά η διαμόρφωση κοινόχρηστων καταφυγίων σε υπόγεια ή ημιυπόγεια οικήματα, γίνονταν βάση οδηγιών που αποστέλλονταν στους δήμους.

Στα Γιάννενα ένα τέτοιο καταφύγιο - άγνωστο μέχρι πρόσφατα στους σημερινούς Γιαννιώτες αλλά πολύ γνωστό στους πρόσφυγες που έβρισκαν εκεί προστασία (ρεπορτάζ Α. Παπαδόπουλου, ITV, 15/4/2019) και που έγινε τελευταία ευρύτερα γνωστό με την έκθεση «Πλάσματα ΙΙ» (Ιούνιος - Ιούλιος 2023) - βρισκόταν στο Κάστρο, κοντά στην Κυρά Φροσύνη. Παρόμοια χρήση είχε και το (σχεδόν άγνωστο) υπόγειο καταφύγιο στα Λιθαρίτσια. Εκτός από τα δημόσια καταφύγια διαμορφώνονταν επίσης και ιδιωτικά οικογενειακά καταφύγια με τη φροντίδα των ιδιοκτητών τους και τη συνεργασία των νομομηχανικών. Τα ιδιωτικά αυτά καταφύγια κατασκευάζονταν σε υπόγειους χώρους οι οποίοι πληρούσαν τις απαραίτητες προδιαγραφές. Τέτοια καταφύγια στα Γιάννενα, γνωστά από μαρτυρίες της εποχής, υπήρχαν στο σπίτι του Δούμα στο Άλσος, στο σπίτι του Συγκούνη στην οδό Παύλου Μελά, απέναντι από το σημερινό ΙΚΑ, και στα υπόγεια του ξενοδοχείου Ακροπόλ. 

Σε περίπτωση που η κατασκευή υπογείων καταφυγίων δεν ήταν δυνατή, προβλεπόταν η ανόρυξη ορυγμάτων από τους άνδρες της Παθητικής Αεράμυνας. Αυτά κατασκευάζονταν σε μικρό χρονικό διάστημα, κυρίως σε ανοιχτούς ελεύθερους χώρους όπως για παράδειγμα σε κήπους σπιτιών. Είχαν διαστάσεις λίγα μέτρα, και σκεπάζονταν με τσίγκο (Μ. Παπαευσταθίου-Τσάγκα. «Ελληνοϊταλικός Πόλεμος Κατοχή - Εθνική Αντίσταση 1940-1944: Ιστορικές προφορικές μαρτυρίες», Ιωάννινα, 2015). Το Νησί όπως και το Πέραμα διέθεταν φυσικά καταφύγια, μέσα στα βράχια, όπως το σπήλαιο του Περάματος. Μαρτυρούνται και κάποια πρόχειρα αυτοσχέδια καταφύγια, κατασκευασμένα στο τείχος του Κάστρου. Ένα τέτοιο απεικονίζεται σε ένα από τα πρώτα χαρακτικά έργα του Σπύρου Βασιλείου που φέρει τον τίτλο «Καταφύγιο στο Κάστρο» και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εστία» (τεύχος 436, 15 Αυγούστου 1945). 

Στο νταμάρι «Αραπαντζή», πάνω από την πλατεία Ομήρου, υπάρχει ένα καταφύγιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που κατασκεύασαν τα αδέλφια Αναστάσιος (που υπηρέτησε στην Παθητική Αεράμυνα) και Σωτήριος Χαρίσης, οι οποίοι εκμεταλλευόντουσαν επαγγελματικά το νταμάρι, από τα προπολεμικά χρόνια. Αποτέλεσε το καταφύγιο των οικογενειών Χαρίση ενώ ένα δεύτερο καταφύγιο πάλι στο ίδιο νταμάρι εξυπηρετούσε τους κατοίκους της περιοχής. Το καταφύγιο των Χαρίση είναι χωρητικότητας περίπου 15 ατόμων και είναι εξολοκλήρου λαξευμένο στην βάση του ασβεστολιθικού βράχου. Μια λιθόκτιστη τοιχοποιία, αντί για τσουβάλια άμμου, πρόσδιδε περαιτέρω προστασία από τις εκρήξεις των οβίδων. 

Το καταφύγιο αυτό έχει αναφερθεί ξανά στο τοπικό τύπο (Γ. Τσαντίκος «…στα καταφύγια», Typos i, 29-10-2022) αλλά η φωτογραφία του άρθρου λανθασμένα το ταυτίζει με μια κατασκευή, που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια κτιστή δεξαμενή και η οποία βρίσκεται μακριά από το καταφύγιο. Το καταφύγιο των Χαρίση σήμερα είναι δύσκολα προσβάσιμο και εγκαταλελειμμένο ενώ το δεύτερο καταφύγιο είναι απροσπέλαστο. Δυστυχώς, τα καταφύγια στην Ελλάδα δεν έτυχαν του ενδιαφέροντος και της φροντίδας που ιστορικά τους αρμόζει. Είμαστε ίσως η τελευταία γενιά που θα μπορούσε να αναγνωρίσει αυτούς τους χώρους οι οποίοι θα πρέπει να διασωθούν και μερικοί να καταστούν ενδεχομένως επισκέψιμοι. 

Η Πολεμική Αρχαιολογία κερδίζει συνεχώς έδαφος σε όλες της περιοχές του κόσμου, αλλά στην χώρα μας τα κτίρια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως τα καταφύγια, στην πλειοψηφία τους είναι αφημένα στην μοίρα τους, ενώ θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια εναλλακτική μορφή τουρισμού.