Χρειαζόμαστε μία νέα θεώρηση της ζωής!

on .

 Την καθιερωμένη ετήσια εκδήλωση στο χώρο του Μνημείου στο Σταυράκι Ιωαννίνων, πραγματοποιεί ο Δήμος Ιωαννιτών σήμερα, Σάββατο, στη μνήμη των συμπολιτών μας που εκτελέστηκαν, με απόφαση του Στρατοδικείου το 1948.

Πριν από 40 χρόνια, την 1η Ιανουαρίου 1983, τη διοίκηση του Δήμου είχε αναλάβει η «Δημοτική Αλλαγή», με Δήμαρχο τον αείμνηστο Σπύρο Κατσαδήμα. Στο προεκλογικό πρόγραμμά της είχε συμπεριλάβει την υπόσχεση να αποκαταστήσει τη μνήμη των συμπολιτών μας που εκτελέστηκαν στο Σταυράκι το 1948 και υπήρξαν και αυτοί μερικά από τα αναρίθμητα αθώα θύματα -και από τις δυο πλευρές- του αδελφοκτόνου εμφύλιου πολέμου που σημάδεψε, κατά τρόπο τραγικό, τη νεότερη ιστορία της πατρίδας μας.

Μια νέα τραγωδία ήρθε με τον εμφύλιο 1946-1949 να προστεθεί στο λαό των Ελλήνων, που μέσα στην αέναη ιστορική του πορεία κατέχει και την ιδιομορφία να κερδίζει τον πόλεμο και να χάνει την Ειρήνη. Έτσι, όταν τελείωσαν οι Μηδικοί Πόλεμοι, τα κλαδιά της δάφνης έγιναν προσάναμμα για το καταστροφικό αλληλοφάγωμα του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πραγματοποιούμε, με το Μεγαλέξανδρο εκείνη «τη θαυμάσια πανελλήνια εκστρατεία, την περιλάλητη, τη δοξασμένη, ως άλλη δεν δοξάστηκε ποτέ», απ’ την οποία βγήκαμε εμείς, ελληνικός καινούριος κόσμος μέγας, με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών»• και μετά το Μεγαλέξανδρο, μοιραζόμαστε σ’ ένα πλήθος κομμάτια και το κάθε κομμάτι ορθώνεται με ένα σπαθί εχθρικό να σκοτώσει το άλλο.

Η συνθήκη των Σεβρών καταβροχθίζεται στα μικρασιατικά υψίπεδα από τα θανατηφόρα δαγκώματα του εθνικού διχασμού. Η δόξα του Σαράντα και οι σεμνοί μαχητές της λευτεριάς και της δημοκρατίας, αυτοί που έγραψαν το αθάνατο έπος της σύγχρονης Ελλάδας, το Έπος της Εθνικής μας Αντίστασης, δεν πήραν τη θέση που τους ταιριάζει στη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας. Και αυτό γιατί, αμέσως μετά, όπως διεκτραγωδεί, διασκευάζοντας ένα μύθο του Αισώπου, η γριά βαλανιδιά -που δεν είναι άλλη απ’ τη δόλια την Πατρίδα μας- ξαναζεί το νέο διχασμό της και λέει η ίδια τον πικρό καημό της: «Αυτό που μου πικραίνει τόσο την καρδιά, είναι οι σφήνες, τα ίδια μου παιδιά, που έχουν τη δόλια μου καρδιά φαρμακωμένη».

Αυτή τη σφήνα στην καρδιά τούτης της πόλης τη νιώσαμε βαθιά όσοι συμμετείχαμε στο Δημοτικό Συμβούλιο, κείνο το βράδυ της 11ης Φεβρουαρίου 1983, τότε που πάρθηκε εκείνη η ιστορική απόφαση να στηθεί το Μνημείο στο χώρο εκτελέσεων στο Σταυράκι και να αποκατασταθεί η μνήμη των αθώων αυτών θυμάτων του εμφύλιου. Τα βλέπετε στη φωτογραφία που παραθέτουμε κατά την ώρα της δίκης στα Στρατοδικείο που συνεδρίασε και πήρε την καταδικαστική απόφαση στην Αίθουσα Τελετών της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Βλέπαμε καθαρά πως και τούτη η τραγωδία ήταν ο τελευταίος κρίκος μιας ολόκληρης αλυσίδας από διχασμούς που υπέσκαψαν κάθε δημιουργική δύναμη της ελληνικής φυλής, και πως θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί και αυτή η τραγωδία με θύματα και θύτες και από τις δυο πλευρές.

Βαθύτατα συγκινημένος ο Δήμαρχος της πόλης Σπύρος Κατσαδήμας που είχε ζήσει και είχε υποφέρει από τις συνέπειες του εμφύλιου εισηγήθηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο το θέμα, ο δε Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Αλέκος Σόφης έκλεισε τη συζήτηση του θέματος με τη χαρακτηριστική φράση: «Σήμερα λήγει ο εμφύλιος πόλεμος στην πόλη μας». Αυτό ήταν το κλίμα που επικράτησε σε όλη τη συζήτηση και η ευχή όλων μας ήταν να μην ξαναζήσει η πατρίδα μας τέτοιες οδυνηρές τραγωδίες, και να βαδίσει το δρόμο της εθνικής συμφιλίωσης και ομοψυχίας.

Ας γίνει, επί τέλους, συνείδηση στον καθένα μας, και ιδιαίτερα στη νέα γενιά, πως χρειαζόμαστε μια καινούργια θεώρηση της ζωής βασισμένη στην πραγματική κατανόηση των ηθικών, αισθητικών και πνευματικών αξιών, μακριά από πολιτικά πάθη και κομματικές σκοπιμότητες που αποτελούν το προοίμιο του εθνικού διχασμού. Υπάρχει αρκετή ομορφιά, χάρη και μεγαλείο στον κόσμο για να γεμίσουν την ψυχή του ανθρώπου. Μπορούμε να ξαναδώσουμε στη ζωή μας την ηθική της υγεία. Πρέπει όμως να ξαναγράψουμε την ιστορία: Να θέσουμε τα διδάγματά της στην υπηρεσία των ανθρώπων ως εργαλείο μεταβολής της κοινωνίας και επίτευξης της κοινωνικής προόδου και όχι ως διαιώνιση μιας νοσηρής πραγματικότητας, σαν κι αυτή που επιθυμούν και επιβάλλουν όσοι αποτελούν το διεθνές και το ντόπιο κατεστημένο που ρυθμίζει από το προσκήνιο ή από το παρασκήνιο, άμεσα ή έμμεσα, τις τύχες μας. 

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός πως δυο χρόνια πριν από την έναρξη του εμφύλιου, τον Οκτώβριο του 1944, ενώ ακόμα συνεχιζόταν η αντίσταση των Ελλήνων κατά των κατακτητών και η Ελλάδα υπέφερε τα πάνδεινα, επιστρέφοντας ο Γ. Σεφέρης στην Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή, όπου ως διπλωματικός υπάλληλος είχε συνοδεύσει το 1941 τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, βρέθηκε μπροστά σε δολοπλοκίες και καιροσκοπισμούς ανθρώπων, υπηρεσιών και οργανισμών, που αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας και υποψιαζόταν ότι σε λίγο θα αρχίσουν νέες συμφορές -που άρχισαν με τον εμφύλιο- γι’ αυτό στο λιμάνι της επιστροφής Cava dei Tireni, κoντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας γράφει το ποίημα του «Ο Τελευταίος Σταθμός», με το οποίο  μας στέλνει το μήνυμά του που διατηρεί την επικαιρότητά του μέχρι σήμερα, καθώς μας γράφει:

«Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε.

που θα βουλιάξει, καθώς το δείχνουν οι στατιστικές.

κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται, γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει, στάζει

τη μέρα, στάζει στον ύπνο, μνησιπήμων πόνος».

Αν τέτοια μηνύματα εισακουστούν και ξυπνήσουμε από τον λήθαργο στον οποίο βρισκόμαστε, αυτό θα είναι και το καλύτερο μνημόσυνο σε όλα αυτά τα αναρίθμητα θύματα του τελευταίου εμφύλιου σπαραγμού, που στιγμάτισε αποφασιστικά την εθνική μας ζωή.