Οι Αλβανοί και οι Τούρκοι δεν τηρούν τις υποσχέσεις!

on .

• Οι Αλβανοί όπως και οι Τούρκοι δεν τηρούν όσα υπόσχονται. Ο Δ. Περδίκης, πρόεδρος της κίνησης για την Βόρειο Ήπειρο, εξηγεί ότι οι Αλβανοί για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις μοιάζουν σε αρκετά σημεία με τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία.

Οι Αλβανοί λένε ωραία λόγια, υπόσχονται πολλά, όμως στο πίσω μέρος του μυαλού τους έχουν άλλα υπόψη τους. Στις ελληνοαλβανικές σχέσεις αυτό το βλέπουμε διαχρονικά από το 1914 μέχρι σήμερα με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα περί Χειμάρρας, καθώς η κυβέρνηση Ράμα με την φυλάκιση του Φρέντι Μπελέρη, εκλεγμένου Δημάρχου της πόλης, επιχειρεί να τεθεί αυτός εκτός Δήμου με τις γνωστές συνέπειες. Όταν το 1921 υπόσχοντο για να μπορέσουν να ενταχθούν στην Κοινωνία των Εθνών πως θα σεβαστούν τα Αρχαία προνόμια της Χειμάρρας, όλοι νόμιζαν πως το εννοούν. Όλοι όμως πλανήθηκαν…

Πριν από μερικά χρόνια ο κ. Ράμα, πρωθυπουργός της Αλβανίας, στο Αλβανικό Κοινοβούλιο αναφέρθηκε στο σχέδιο «ΝΕΑ ΧΕΙΜΑΡΡΑ» με το οποίο, όπως είχε δηλώσει, «θα απαλλαγούμε μια για πάντα από τους Χειμαρριώτες που όλο τους βρίσκουμε μπροστά μας με αυτά που ζητάνε». Αυτό ο κ. Ράμα το εννοούσε και προσπαθεί να το εφαρμόσει όπως δείχνουν οι ενέργειές του και σήμερα.

Στα ζητήματα των Τσάμηδων της Θεσπρωτίας: προ του 1913 οι Τσάμηδες ήταν οι επικυρίαρχοι της περιοχής. Εκπροσωπούσαν την Σουλτανική εξουσία και θεωρούσαν τους εαυτούς τους Αγάδες, αφεντικά και τους Έλληνες ραγιάδες. Η νοοτροπία αυτή υπεροχής και υπεροψίας τους χαρακτήριζε στις σχέσεις τους με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. Γι’ αυτό κατείχαν τα πιο εύφορα μέρη της Θεσπρωτίας, ενώ οι Έλληνες είχαν εκτοπιστεί στα βουνά.

Η απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913 ήταν ένα ισχυρό σοκ για τους Τσάμηδες, οι οποίοι ψυχολογικά, ουδέποτε απεδέχθησαν την ισότητα πλέον με τον ντόπιο πληθυσμό. Η Ελλάδα δεν πήρε ποτέ ιδιαιτέρως δυσμενή μέτρα εις βάρος τους, και, όσο και αν φαίνεται απίστευτο, η νομική μεταχείρισή τους ορισμένες φορές ήταν έως και ευνοϊκή και σκανδαλώδης. Οι παλαιότεροι ενθυμούνται ότι το 1918 ήρθαν οι μπέηδες των Τσάμηδων στην Μουργκάνα, πήγαιναν σε χωριά της που ήταν τσιφλίκια τους και τα είχαν υπό την «προστασία» τους και εισέπρατταν τα ανάλογα φύλακτρα.

Ο αείμνηστος ιερεύς Νικόλαος Βενέτης (1908-1993) σημειώνει τις αναμνήσεις του: «Το 1917 ήρθαν οι αγάδες στο χωριό Λειά για να εισπράξουν το γεώμορο, αναδρομικά από το 1913. Θυμάμαι την στιχομυθία των αγάδων με τον πατέρα μου: «Μωρέ Χρήστο δώσε το φόρο για να ζήσουν ειρηνικά τα παιδιά μας». Ο πατέρας μου (Χρήστος Βενέτης) τους έδωσε 11 ναπολεόνια, σημαντικό ποσό για την εποχή εκείνη. Οι αγάδες εσυνοδεύοντο από χωροφύλακες κατόπιν εντολής του Α. Στεργιάδη, γενικού Διοικητή Ηπείρου».

Η τελευταία φορά που βρέθηκαν στο χωριό Λειά Φιλιατών οι Τσάμηδες, η πιο οδυνηρή, ήταν στις 20 Απριλίου 1944 και συνόδευαν το Γερμανικό τάγμα που επέδραμε στην Μουργκάνα για την εκκαθάριση από τις ανταρτικές ομάδες.

Ενόψει της επιδρομής των Γερμανών και Τσάμηδων οι χωριανοί εγκατέλειψαν το χωριό. Οι Τσάμηδες έκαψαν τα περισσότερα σπίτια του χωριού, το Δημοτικό Σχολείο και την Εκκλησία της Παναγίας, κτίσμα του 17ου αιώνα. Η μοναδική γυναίκα που παρέμεινε, η τυφλή Αναστασία Χαϋδή, έβαλε τις φωνές που καίγονταν το σπίτι της, οι Τσάμηδες την πέταξαν στο φλεγόμενο σπίτι και κάηκε ζωντανή.

Τα χωριά της Μουργκάνας, όλα ελληνοχώρια, ουδέποτε εδέχθησαν τον ισχυρισμό των Τσάμηδων ότι ήταν «τσιφλίκια» τους. Τελικά στη διαμάχη αυτή, το 1930 αυτά τα χωριά δικαιώθηκαν από την Κοινωνία των Εθνών, ο προπολεμικός ΟΗΕ εδέχθη ότι οι αγάδες των Τσάμηδων εστερούντο νομικού τίτλου ιδιοκτησίας επί των 16 χωριών της Μουργκάνας. Παρά ταύτα, η ελληνική κυβέρνηση επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου αποζημίωσε τους αγάδες με 5.000 χρυσές λίρες.

Οι Τσάμηδες μετά την εισβολή των Ιταλογερμανών κατακτητών εστράφησαν προς τους Ιταλούς διότι προσδοκούσαν την βοήθεια για προσάρτηση της Θεσπρωτίας στην Αλβανία για να καταστούν και πάλι αγάδες και αφέντες των Ελλήνων. Με τους Ιταλούς και Γερμανούς μαζί τους και ένοπλοι Τσάμηδες σχηματίσθηκαν στρατιωτικές μονάδες που πολεμούσαν τις κατοχικές ελληνικές δυνάμεις και καταπίεζαν τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό με αποκορύφωμα την εκτέλεση των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς.

Η καταπίεση έλαβε άγρια μορφή με εμπρησμούς χωριών, κλοπή κοπαδιών, ληστείες και εκτελέσεις Ελλήνων χωρικών π.χ. της Ελένης Λώλου στην Πηγαδούλια Φιλιατών της πήραν το άλογο και κάρφωσαν το κεφάλι της σε γκορτσιά. Ανακήρυξαν αυτόνομη την Θεσπρωτία κατέλυσαν τις αρχές, ελεηλατούσαν και εξόντωναν τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό.

Με την αποχώρηση των Γερμανών και την κάθοδο των ελληνικών ανταρτικών ομάδων στην περιοχή τους γνώριζαν ότι ήλθε η ώρα να πληρώσουν για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει επί τετραετία περίπου στην κατεχόμενη Θεσπρωτία και φρονίμως ποιούντες κατέφυγαν στη γειτονική Αλβανία.