Τα τραγούδια του τόπου μας…

on .

 Στις μέρες μας με τις αλλοιώσεις που έχουν πάθει τα τραγούδια μας, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς τα γνήσια και να ορίσει τον συναισθηματικό κόσμο του λαϊκού συνθέτη την ώρα της σύλληψης.

Ο Γιάννης Αποστολάκης με παράπονο γράφει (κλέφτικο τραγούδι, εν Αθήναις 1980 σ. 11) πως τα δημοτικά τραγούδια τα γνώρισε μόνο από τις συλλογές, από επιστημονικές μελέτες, γιατί και η ανατροφή του σχολείου και της κοινωνίας και οι περιστάσεις τον απομάκρυναν από το «ψυχικό θεμελίωμα» του λαού μας. «Κι αν ποτέ –γράφει– σε πανηγύρι τύχαινε ν’ ακουστεί δημοτικό τραγούδι ούτε αυτιά είχα και το εσωτερικό μου ήταν αδιάφορο. Αργά, πολύ αργά, όταν είχε πια ξυπνήσει η σκέψη κι άρχισα να λογαριάζω τα πλούτη ή τη φτώχεια της ζωής, κι εκείνης που ήταν κληρονομιά καθώς κι εκείνης που ερχότανε απ’ έξω από τον κόσμο και από μέσα από τα εσώτατα που είναι, τότε μονάχα κατανοήθηκα πως τα δημοτικά τραγούδια ήτανε ζωή λαχταριστή, που την είχα στερηθεί για κακό δικό μου. Είχε πια ξεραθεί η πηγή με το γλυκύτατο νάμα του κόσμου, η πηγή από τα περασμένα».

Όσο δύσκολο και αν φαίνεται ότι τα τραγούδια μας έχασαν την εσωτερική τους μουσικότητα και τη συναισθηματική τους φόρτιση, όμως, και στο χρόνο αντέχουν και στις ποικίλες αλλοιώσεις αντιστέκονται και με τα «φολκλορικά» καμώματα αντιπαλεύουν, γιατί μέσα σ’ αυτά τα τραγούδια σαλεύει η ίδια η ζωή, αποτελούν μνημεία της ζωής του λαού μας.

Υπήρχε εποχή που τέτοιες ενασχολήσεις και πνευματικές φροντίδες θεωρούνταν παρακατιανές και ολωσδιόλου τιποτένιες. Έπρεπε να γίνει η «επανάσταση» του Πολίτη, που φρόντισε να περιμαζέψει όλον αυτόν τον πλούτο και να μπει «μπροστάρης» για να βγουν από την αφάνεια θησαυροί μοναδικοί της πατρίδας μας, που σήμερα προβάλλουν διεθνώς την Ελλάδα και πλήθος ξένοι επιστήμονες ασχολούνται με τη μελέτη τους. Οι άνθρωποί μας, οι άγνωστοι λαϊκοί συνθέτες, σκύβουν και σκάβουν μέσα τους, μονάχοι με την ψυχή τους, χωρίς άλλη συντροφιά, ούτε «δευτέρια και χαρτιά».

Όμως, και σήμερα ακόμη με τα τόσα εξωτερικά, επιφανειακά φτιασίδια, αισθανόμαστε ότι το δημοτικό τραγούδι δεν είναι νεκρό, «σπίθες ζωής βγαίνουν από πάνω του, που δείχνουν να μην έχει νεκρώσει ολότελα για να το κηδεύσουμε».

Έρχονται στιγμές που δίνεσαι ολοκληρωτικά και γίνεσαι ένα με τον ανώνυμο πρωτοψάλτη των τραγουδιών μας, αδειάζεις ψυχικά και συναισθηματικά και άθελά σου μεταφέρεσαι σε χρόνους δύσκολους και καιρούς χαλεπούς. Ακονίζεται η κρίση σου και ζωντανεύει η μνήμη – άραγε μας έμεινε μνήμη;- στα ακούσματα των τραγουδιών με φανερά τα σημάδια του πόνου, τον ψυχικό και σωματικό κάματο, του ανθρώπινου εξευτελισμού, στα χρόνια της ανείπωτης καταφρόνιας και της καταρράκωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Ξαλαφρώνεις και ανανεώνεσαι όταν ακούς συντροφιές φίλων να ξαναζωντανεύουν τραγούδια παλιά, καθαρά, λαγαρά, με τη δύναμη και τη λάμψη της μακρινής κληρονομιάς. Ισορροπημένες και αρμονικές φωνές, μετρημένοι και καλοζυγισμένοι χορευτικοί βηματισμοί, κρατούν την ύπαρξη σε εγρήγορση, την ψυχή σε ανάταση και την καρδιά ανοιχτή.

Οι δημιουργοί των τραγουδιών αυτών αγράμματοι, βοσκοί κι τεχνίτες, αυθόρμητα εξωτερικεύουν την προσωπική τους συγκίνηση, χωρίς να διανοηθούν να υποδείξουν την ποιητική τους έφεση. Εκδηλώνουν τα αισθήματά τους με ποικίλα θέματα και κατά τρόπο τέλειο ως προς την έμπνευση και την εκτέλεση. Τραγούδια φυσικά, αληθινά, χωρίς επιτήδευση, ιδιαίτερη φροντίδα επιμέλεια και προπαρασκευή. Η φαντασία τους εξωτερικεύεται χωρίς δεσμεύσεις, με πλήρη ελευθερία. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους, ανεξάρτητα από το θέμα και τη γλωσσική έκφραση, είναι η συντομία και η απλότητα, με τις οποίες απεικονίζεται η ζωή και το τοπικό χρώμα.

Περιεκτικά και με ζωηρότητα ύφους εκφράζεται ένα γεγονός (γάμος, γέννηση, ταξίδι, κλπ.), μια ιδέα, ένα αίσθημα, μια εκδήλωση. Το λεκτικά απλό, νευρώδες και ευθύ, ώστε να κατανοείται πλήρως από τον ακροατή. Οι επαναλήψεις που παρατηρούνται σε πολλά τραγούδια δίνουν έναν τόνο έμφασης στις εικόνες και τις ιδέες.

Τραγούδια στις χαρές, στις λύπες, στα πανηγύρια, στις ονομαστικές γιορτές, στα τραπέζια, στις γιορτές. Τραγουδούσαν τον έρωτα και την αγάπη, την αδελφική αγάπη, τη στοργή της μάνας, το ζωντανό το χωρισμό. Αποτελούν διαμάντια της εθνικής μας κληρονομιάς, με τα οποία αντρώθηκαν γενιές και γενιές. Δυστυχώς, στους καιρούς μας τα τραγούδια μας κακοποιήθηκαν από το νέο ρεύμα του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού. Νέοι τραγουδιστές προσπαθώντας να εντάξουν τα δημοτικά τραγούδια σε νέα μουσικά ακούσματα, αλλοιώνουν και το περιεχόμενο και τη μουσική, απομακρυνόμενοι από την ηπειρωτική παράδοση. 

Τα ηπειρωτικά τραγούδια ούτε παίζονται με τα σύγχρονα μουσικά όργανα, ούτε τραγουδιούνται εντάσσοντάς τα στο νέο κύμα. Θέλουν κλαρίνο, βιολί, λα(β)ούτο και ντέφι και φωνές που ζυμώθηκαν με τα τραγούδια μας και τα βίωσαν από τα παιδικά τους χρόνια.