Τ’ Αη-Λιός γυρίζ’ ο… καιρός αλλιώς!

on .

 Σήμερα γιορτή του Προφήτη Ηλία στο Μέτσοβο έχουμε πανηγύρι. Πρωί –πρωί οι γυναίκες ανεβαίνουν για τη θεία Λειτουργία και μετά εκεί παραδίπλα στην Κρύα Βρύση μαζεύονται οι οικογένειες και ψήνουν μέχρι ν’ αρχίσει το γλέντι.

Αμέτρητα είναι τα εκκλησάκια του Αη Λιά στις κορφές των βουνών, αφού ο Προφήτης Ηλίας στη λαϊκή αντίληψη αντικατέστησε τον Δία. Με όμοιο τρόπο και ο λαός μας έχει συνδέσει τον Προφήτη με τον καιρό «Τ’ Αη –Λιός γυρίζ’ ο καιρός αλλιώς». Μόνο που φέτος θα έχουμε καύσωνα κι’ όχι βροχές και κρύο.

Έτσι θυμήθηκα μια ιστορία από τα χρόνια εκείνα.

Έφυγε μικρό παιδί, μετανάστης στην Αμερική, με τον θείο του, γιατί είχε μείνει ορφανός και από μάνα και από πατέρα κι’ άλλα αδέρφια δεν είχε.

Ξεκίνησαν πεζοπορία να φτάσουν στα Γιάννινα κι όταν έφτασε στην τελευταία κορφή, γύρισε να δει το χωριό του για τελευταία φορά.

Εκεί στην Αμερική δούλεψε σκληρά όμως πρόκοψε, έκανε οικογένεια, αλλά το χωριό του δεν το ξέχασε και δεν του έφυγε από τη μνήμη του, ούτε στιγμή.

Έτσι λοιπόν, όταν πια επέστρεψε στην πατρίδα και στο χωριό του, είπε να επισκεφθεί ανήμερα το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, ψηλά στην κορυφή του βουνού, γιατί είχε και το όνομά του - Ηλία τον λέγανε. 

Αυτοκίνητο δεν πήγαινε. Έτσι ζήτησε από κάποιον συγχωριανό του ένα μουλάρι- να θυμηθεί και τα παιδικά του χρόνια- να πάει ν’ ανάψει ένα κερί.

-Δεν ξέρω αν θα βρεις το ξωκλήσι ορθό χρόνια έχει να πατήσει άνθρωπος εκεί, του είπε ο συγχωριανός του, θα’ χει γκρεμιστεί, τώρα κιόλας που δεν βγαίνουν τσοπάνηδες με τα κοπάδια τους ψηλά στα κορφοβούνια, χαμένος κόπος.

Όμως ο Μπάρμπα-Ηλίας το είχε τάμα από την Αμερική: Όταν τον αξιώσει ο Θεός και φτάσει σε μεγάλη ηλικία, να γυρίσει στο χωριό και να επισκεφτεί το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, γιατί εκεί θυμάται και το πανηγύρι που γινόταν.

Ξεκίνησε λοιπόν, παίρνοντας τα απαραίτητα  μαζί του και πήρε το δρόμο προς τη βουνοκορφή. 

Προτού φτάσει στο ξωκλήσι συνάντησε το εικονοστάσι στο σταυροδρόμι. Το θυμήθηκε από τότε  όταν πήγαιναν στο πανηγύρι, μοναχό μέσα στην ερημιά, μ’ απέλυκο λιθάρι. 

Όπως το είδε σκέφτηκε πως το εικονοστάσι αυτό, αν και τώρα δεν διαβαίνουν διαβάτες και τσοπάνηδες που το αντάμωναν στα δρομοκλάδια, τότε με τα ζωντανά είδε να’ χει συντροφιά το φωτόλουσμα της μέρας και φαντάστηκε τις νύχτες θα το λούζει η αστροφεγγιά.

Ξεκαβαλίκεψε και έψαχνε ανάμεσα από τις αράχνες και βρίσκει το καντήλι, ρίχνει λάδι και το ανάβει και προσευχής λέξεις βγαίνουν από τα χείλη του. Αφού πήρε μια ανάσα, ξεκίνησε για το εκκλησάκι. 

Σε λίγο φτάνει. Δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια του όταν το αντίκρισε. Μοναχό είχε απομείνει εκεί ψηλά στη βουνοκορφή το ξωκλήσι αυτό τ’ Αϊ Λιά που με τα χρόνια παρατημένο τώρα έμεινε ένα μόνο ορθοτοίχι και γύρα του λιθοσωροί. Ποιός ξέρει, αναρωτήθηκε, πόσοι κεραυνοί και αστροπελέκια ανελέητα το χτύπησαν!

Πλησιάζει στα χαλάσματα και θωρεί σκυθρωπούς όπως  αχνοφαίνονταν οι Άγιοι στις Αγιογραφίες, θλιμμένοι από το θέαμα που αντίκριζαν και Εκείνοι.

Κι ο Προφήτης Ηλίας από την εικόνα του κοιτάζει προς τον ουρανό και δεν γυρίζει μάτι πίσω να δει, στενοχωρημένος, μπορεί και θυμωμένος.

Σε απομεινάρια των ξυλοδεσιών και στ’ απομεινάρια των εικόνων ακούς τους «σκληρούς τραγουδιστάς» του χρόνου το σαράκι που κατατρώγει και τον άνθρωπο.

Πεσμένος ο Σταυρός, κανένας μάρτυρας, λες και η λήθη των θνητών έριξε θανατικό. Η μόνη συντροφιά, τα γέρικα πουρνάρια και πλατάνια δέηση υψώνουν πράσινη όπως και τα πυκνά αγριόχορτα κι αγριολούλουδα που σκεπάζουν τις αμέλειες των ανθρώπων. 

Σκαρφαλωμένο θωρεί το αγιόκλημα, που αγκαλιάζει τ’ απομεινάρια του εξωκλησιού τ’ Αϊ Λιά, απλώνοντας τα βλαστάρια, κάνοντας δικιά του «λειτουργία» και τ’ άρωμά του θυμίαμα στις αγιογραφίες, στέλνοντας «γητιάς» ασπασμούς σε κάθε φύσημα τ’ αγέρα.

   Σκυφτός ο γέροντας γαληνεμό ποθεί και λησμονιά, βεργολιγάει το ανάστημά του. Ματιά στο απομεινάρη του Ιερού ρίχνει στην κορυφή με συγκίνηση και θερμή προσευχή βγαίνει από τα χείλη του. Ανάβει ευλαβικά ένα κεράκι εκεί στα χαλάσματα που απέμειναν. 

Αυτές οι προσευχές του στο Προφήτη και στην Παναγιά τον βοήθησαν εκεί στα ξένα και έγινε επιχειρηματίας με πολλούς στη δούλεψή του, που όμως δεν τους εκμεταλλεύτηκε.

Ξάπλωσε κάτω από ένα πλάτανο να ξεκουραστεί, ήπιε νερό απ’ την πηγή που έτρεχε από τότε, έφαγε και τον πήρε ο ύπνος. 

Είδε όνειρο που θα το θυμάται μέχρι να πεθάνει: Από τα χαλάσματα ξεπετάχτηκε από την αγιογραφία ο Προφήτης με το άρμα με τα άλογα του και αναλήφθηκε στους ουρανούς. 

Ξύπνησε με ταραχή και λέει: «είναι σημαδιακό το όνειρο». Θα ξαναχτίσω το εκκλησάκι και να μ’ αξιώσει ο Θεός και ο Προφήτης, μόλις ολοκληρωθεί να κάνω ένα πανηγύρι, όπως παλιά που ανεβαίναμε στη Χάρη του:

«Γι’ αυτό μη πάρεις πέτρα από ναό διαβάτη

αν ξαναχτίσουν το ναό, θα λείπει ένα κομμάτι…»