Το χθες που χάθηκε…

on .

«Οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουνε… χαρές που φύγανε… και τα όνειρά μας που’ ναι χαμένα», λέει ένα τραγούδι που μας θυμίζει τα περασμένα. Πράγματι, σήμερα δεν υπάρχουν οι γειτονιές των ονείρων μας, οι γειτονιές και οι μαχαλάδες που ζήσαμε έσβησαν, μόνο οι αναμνήσεις στη μνήμη μας έχουν μείνει από τα βιώματα της καθημερινότητας των αθώων παιδικών μας χρόνων. 

Στα πεζούλια και στα πλατύσκαλα, τα σούρουπα από την άνοιξη και πέρα  καθόντουσαν οι γειτόνισσες πλέκοντας και «κουτσομπολεύοντας», περιμένοντας τους άντρες από τις δουλειές να ξαποστάσουν πίνοντας κανά ρακί. Τώρα δεν κάθονται πια, άλλωστε τα ‘χουν γκρεμίσει.

Στα παγκάκια στις πλατείες, όπου κάποτε οι νέοι έδιναν ραντεβού και χάραζαν τα όνειρά τους, τώρα φιλοξενούνται μετανάστες και δεν μπορείς να πλησιάσεις. Γιατί φοβάσαι. Σήμερα τα παιχνίδια που παίζαμε στις αλάνες περιορίστηκαν στις διαστάσεις ενός υπολογιστή και κινητού. Τ’ Αϊ-Γιαννιού δεν ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές, ενώ οι μπάλες δεν σπάνε πλέον τα τζάμια όπως τότε που μας κυνηγούσαν για τις ζημιές.

Διαβαίνεις τώρα στις γειτονιές και νομίζεις ότι δεν υπάρχουν παιδιά. Τα σπίτια έχουν χάσει τις αυλές τους, δεν μοσχομυρίζουν «βασιλικό κι’ ασβέστη» αλλά και οι γειτονιές έχουν χάσει την επικοινωνία τους.  Έχουν σιγήσει και οι φωνές που αντηχούσαν στις γειτονιές του πλανόδιου γαλατά, του γανωτή, του παγοπώλη, του μανάβη, του σαλεπιτζή, του εφημεριδοπώλη. 

Ανεξίτηλη θα μου μείνει στη μνήμη η φωνή του εφημεριδοπώλη Αλέξη Μούλια που, φορτωμένος με τις εφημερίδες από το πρακτορείο του Τσούρνου δίπλα στο «Διεθνές», κατηφόριζε τη Μπιζανίου, σταματούσε για λίγο στο ΚΤΕΛ Πρεβέζης και έφτανε στην Καλούτσιανη. Εκεί ήταν το στέκι του και τους γνώριζε όλους καθώς και τις κομματικές πεποιθήσεις τους. Όταν έβρισκε μαζεμένους «αριστερούς» φώναζε: «ξυπνήστε μπούφοι», όταν έβρισκε «δεξιούς» φώναζε: «ξυπνήστε όρνια» αλλά και τη χρονιά που κυκλοφόρησε το περίφημο σλόγκαν για τον «Νόβα», «γαργάλατα - γαργάλατα ώσπου να βγουν τα γάλατα», ο Αλέξης το επαναλάμβανε επίτηδες και τότε γινόταν το «σώσε» στα πειράγματα. Επίσης το «έκτακτο παράρτημα» που ενημέρωνε για κάποιο έκτακτο γεγονός. 

Θα σας θυμίσω χαρακτηριστικές εικόνες από τις δεκαετίες που σημάδεψαν τις ζωές μας. Η δεκαετία του ’70 ήταν πλούσια σε αλλαγές. Τη δεκαετία αυτή έχουμε τη μεγαλύτερη αστυφιλία. Οι πόλεις μεγαλώνουν. Μεγάλες και οι πολυκατοικίες, οι ουρανοξύστες και τα εμπορικά κέντρα. Τα super market πολλαπλασιάζονται. Το 1975 το τηλεοπτικό κοινό υποκλίνεται στη θρυλική σειρά του Νίκου Φώσκολου «Ο Άγνωστος Πόλεμος». Επίσης  του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», ενώ ακολουθούν το «Λούνα Παρκ», το «Eκείνος και εκείνος». Επίσης του Φρ. Γερμανού το «Αλάτι και Πιπέρι» και ο Γιάννης Διακογιάννης παρουσιάζει την  «Αθλητική Κυριακή» που συνεχίζεται στις μέρες μας. Ακολούθησαν και άλλες σειρές όπως η «Η Γειτονιά μας». Τα παιδιά των λουλουδιών επηρεάζουν τη μόδα, με τα μακριά μαλλιά, τα μπαλώματα… 

Στο χώρο της μουσικής, μετά την μεταπολίτευση, ακούγεται ο Θεοδωράκης, ο Λεοντής, ο Λοΐζος, ο Μούτσης, ο Μικρούτσικος, ο Ανδριόπουλος, ο Κηλαϊδόνης, ο Ρασούλης… και ο Μάνος Χατζιδάκις. Στα γήπεδα ηχεί το «έμπαινε Γιούτσο» πέρασαν στο «Υβ-Υβ» και από κει στο «στην μπάντα, στην μπάντα έρχεται ο Λοσάντα». Η Ελλάδα αρχίζει πλέον να ζει την εποχή του… «ψεκάστε… σκουπίστε… τελειώσατε», αλλά και στη γεύση του Marlboro. Η  Ελλάδα έγινε Ελλαδέξ είπε ο Σεφέρης. Τη δεκαετία του ’80 μία λέξη κυριαρχεί, η Αλλαγή! Η τηλεόραση αναλαμβάνει το ρόλο του καθοδηγητή. Η αποθέωση της εικόνας, η λατρεία του θεάματος, η επιστήμη της διαφήμισης, η τέχνη του να οικονομάς και να ξοδεύεις, η τέχνη του να κλείνεις το μάτι αλλά και να…κλείνεις τα μάτια. Τα τείχη έχουν πέσει μέσα και έξω. Δεν αξιοποιήθηκαν όμως τα πακέτα ΝΤΕΛΟΡ. 

Η δεκαετία του ’90 χαρακτηρίζεται από τις ραγδαίες αλλαγές σε παγκόσμια κλίμακα. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και του Ψυχρού πολέμου, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Στις 19 Ιουνίου του 2000 υπογράφεται η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Την πρωτοχρονιά του 2002 χαρτονομίσματα και κέρματα ευρώ κυκλοφορούν για πρώτη φορά σε 12 χώρες της Ε.Ε. Τη 19η Μαρτίου αποχαιρετάμε τη δραχμή.

Το 2004, στις 4 Ιουλίου, η Εθνική ποδοσφαίρου σηκώνει στην Πορτογαλία το Ευρωπαϊκό κύπελλο. Η έξαρση της εγκληματικότητας σημαδεύει την Ελλάδα το 2011. Οι μετανάστες πολλαπλασιάζονται. Με την ατάκα: «λεφτά υπάρχουν» φορτωθήκαμε το ΔΝΤ και η χώρα μας οδηγείται σε οικονομική κρίση με τα γνωστά αποτελέσματα, όλα είναι πρόσφατα στη μνήμη μας.

Και να επανέλθουμε στις γειτονιές που χάθηκαν: Ο «Κυρ Γιώργης» που δεν μπορεί να κυνηγήσει τα παιδιά είναι πιο δυστυχισμένος.  Όλες οι αλλαγές αυτές επηρέασαν και τη Μικρή μας Πόλη. Χάθηκαν ορισμένα επαγγέλματα που έδιναν ζωή στην πόλη μας.  Ένα από τα  αυτά που χάθηκαν «στης λήθης το πηγάδι» είναι τα χάνια, τώρα δεν έχουν μείνει ούτε απομεινάρια να τα θυμίζουν. «Κλαίνε τα χάνια γι’ άλογα»…

 Τα χάνια εκείνα τα χρόνια ήταν μικρά εμπορικά κέντρα, χώροι συναλλαγής, γιατί είχαν μεγάλη προσφορά, ιδίως στους αγωγιάτες όπως αναφέρει ο Κ. Παπαγεωργίου στο βιβλίο «για την πόλη μας». Για τα ζώα, για το ξεφόρτωμα, το ξεσαμάρωμα, για το πότισμα, για καλή «ταί», χόρτο, κριθάρι και βρώμη και καλό πετάλωμα. Όλα τα χάνια διέθεταν «Μαγειριό» και δωμάτια για ύπνο όπως και το απαραίτητο πηγάδι για πόσιμο νερό και για το πότισμα των αλόγων…

 Να θυμίσω και ταβέρνες που μερικές δεν υπάρχουν πια. Απέναντι από τη Στρατολογία η ταβέρνα «Ακακία», τέρμα Δωδώνης η ταβέρνα του Μπάρμπα Θωμά. Λίγο πιο κάτω η ταβέρνα «Ρετρό», στην Καλούτσια τα «5φ», του «Γκολέμου», ο «κήπος του Αλλάχ» με πολλή πρασινάδα και πολλή δροσιά τα καλοκαίρια. 

Ο ιδιόρρυθμος ταβερνιάρης «Βαγενάς» όταν ζητούσες λογαριασμό μετρούσε τα κουκούτσια από τις ελιές γιατί για μεζέ έφερνε μια ελιά για κάθε τσίπουρο ή ούζο. Δεν ξέρω αν ο Ταμπάκος ο Σιούλας κατάπινε καμιά ελιά και δεν πλήρωνε όσα έπινε. Η  «Αθηναία» στο Παλλάδιο, το «τζάκι» δίπλα στο Δημαρχείο, το οινομαγειρείο και η  ταβέρνα του συμπαθή «Γκουγιάννου» με ωραία φαγητά και πατσά στην Αβέρωφ, όπως και ο Μπρούζος στη Καλούτσιανη.  Κι ένα ευτράπελο: Εκεί στην Καλούτσιανη, σε κάποιο Μαγειρείο, θυμάμαι ζήτησε ο πελάτης πιπέρι και αυτό ήταν μαύρο. Έριχνε και δεν τον «έκαιγε» και  δώστου να ρίχνει…

Τον βλέπει το αφεντικό και του λέει: -Τι ρίχνεις τόσο πιπέρι; 

Του απαντάει ο πελάτης: -Μα δεν με καίει. 

Και εκείνος απαντάει: - εσένα δεν σε καίει αλλά καίει εμένα (γιατί τότε το μαύρο πιπέρι ήταν ακριβό).

Μπροστά από το Ξενία ήταν ο «Κουραμπάς» με ψάθινες καρέκλες, σιδερένια τραπεζάκια και η πίστα στη μέση. Εκεί τραγούδησαν Μαρούδας, Νινή, Ζαχά, Βέμπο, ο Σώτος Παναγόπουλος, τζάζ, χαβάγιες.  Ωραίες Γιαννιώτικες στιγμές και αναμνήσεις…

  Αυτά που ήταν παλιά η καθημερινότητα, το περιβάλλον, τα δάση, τα ζώα και ότι αγαπούσαμε, τώρα αφιερώσαμε «εις μνήμην» μια παγκόσμια ημέρα. τσι πισωγυρνάει η σκέψη αφήνοντας μόνο νοσταλγική επιθυμία γιατί εκεί μεγαλώσαμε. Το παρελθόν είναι γεμάτο λάθη, καημούς αλλά αγώνες και επιτεύγματα. Τίποτα δεν μπορείς να αγνοήσεις και τίποτα να απορρίψεις. 

Μπορείς όμως να διαλέξεις τα καλύτερα στοιχεία του με κριτήριο τον πολιτισμό και τη λαχτάρα να αλλάξεις τον άνθρωπο και τη ζωή του.              

(Μέτσοβο)