Οι Ηπειρώτες στο Λιβόρνο Ιταλίας…

on .

Τελικός προορισμός, από τους πιο βασικούς, της οκταήμερης ομαδικής εξόρμησής μας σε ζωντανές άλλοτε εστίες του Απόδημου Ελληνισμού στη γειτονική Ιταλία, το Λιβόρνο, στην περιοχή της Τοσκάνης, κοντά στη Φλωρεντία. Το είχαμε επισκεφθεί μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων πριν από 18 χρόνια -το 2008- στα πλαίσια παρόμοιων ερευνητικών εξορμήσεων που είχαμε πραγματοποιήσει στην Οδησσό, στο Κίεβο, στη Νίζνα, στη Μόσχα, στην Πετρούπολη, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, προκειμένου να συγκεντρώσουμε το αρχειακό και μνημειακό υλικό που υπήρχε σ’ αυτά τα μέρη στα οποία είχαν ζήσει και είχαν δράσει Ηπειρώτες Έμποροι Ευεργέτες και Δάσκαλοι του Γένους, με επίκεντρο τους Αδελφούς Ζωσιμάδες.

Από την πρώτη εκείνη επίσκεψή μας στο Λιβόρνο διαπιστώσαμε, με την κατατοπιστική ξενάγηση του εκεί επίτιμου προξένου της Ελλάδας, κ. Πανέσα πως η παραθαλάσσια αυτή πόλη της Ιταλίας υπήρξε από το 1589 μέχρι το 1859, στα πλαίσια του Δουκάτου της Τοσκάνης και στη συνέχεια του ενωμένου Ιταλικού Κράτους, το κυριότερο κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Δύσης• και, όπως ήταν επόμενο, είχε καταστεί πόλος έλξης φωτισμένων εμπόρων της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν πολλοί και δημιουργικοί Ηπειρώτες. Για λογαριασμό του Συνδέσμου στη συνέχεια η ερευνήτρια Χριστίνα Παπακώστα από τη Βενετία μετέβη στο Λιβόρνο μελέτησε το αρχείο της εκεί Ελληνικής Κοινότητας και συγκέντρωσε πολύτιμο αρχειακό υλικό, επιβεβαιώνοντας έτσι τις πρώτες μας πληροφορίες σχετικά με τους Ηπειρώτες του Λιβόρνου.

Εκεί, κατά προτροπή του εμπόρου πατέρα τους, Παναγιώτη Ζωσιμά, είχαν καταφύγει τρεις από τους Αδελφούς Ζωσιμάδες, ο Μιχαήλ, ο Νικόλαος και ο Θεοδόσιος, οι οποίοι συγκέντρωναν προϊόντα που πλεόναζαν στη Δύση και τα έστελναν στη Νίζνα της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας στους άλλους τρεις αδελφούς τους, τον Ιωάννη, το Ζώη και τον Αναστάσιο, οι οποίοι τα πουλούσαν, ως περιζήτητα, στην Ανατολή, ενώ ταυτόχρονα αγόραζαν προϊόντα της Ανατολής, τα οποία έστελναν στους Αδελφούς τους στο Λιβόρνο και αυτοί τα πουλούσαν στη Δύση, στην οποία ήταν περιζήτητα. Ασκούσαν δηλαδή το λεγόμενο διαμετακομιστικό εμπόριο το οποίο, εκείνη την εποχή ήταν επικερδέστατο.

Στα ίδια πλαίσια επίσης κινήθηκαν και άλλοι έμποροι από την Ήπειρο και από την υπόλοιπη Ελλάδα. Το Λιβόρνο έτσι κατέστη μια καθαρά πολυπολιτισμική πόλη στην οποία ήταν εμφανής η παρουσία και η δραστηριότητα των Ελλήνων, πράγμα το οποίο διαπιστώνει ο επισκέπτης αυτής της πόλης ακόμα και σήμερα.

Πολύ ενωρίς οι Έλληνες του Λιβόρνου, όπως συνέβη άλλωστε και με τους άλλους Απόδημους Έλληνες, δημιούργησαν μια ολοζώντανη Ελληνική Παροικία, την Αδελφότητα της Αγίας Τριάδος, με διατάξεις που όριζαν κατά τρόπο σαφή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών της• καλούσαν μάλιστα την Αδελφότητά τους Γένος, θέλοντας έτσι να δείξουν πως στο επίκεντρό τους ήταν το σκλαβωμένο Γένος των Ελλήνων, η δε απελευθέρωσή του, ο κύριος στόχος τους. Για το λόγο αυτό, από την πρώτη στιγμή, έκτισαν στο κέντρο της πόλης την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αγίας Τριάδος, με το ανάλογο νεκροταφείο και ενδιαφέρθηκαν για την ίδρυση Σχολείου, με βασικό στόχο να διατηρήσουν την πίστη τους και να καλλιεργήσουν τα γράμματα, ώστε να βρίσκονται στις επάλξεις του αγώνα για την απελευθέρωση του υπόδουλου Γένους. Σ’ αυτόν το διπλό αγώνα πρωτοστάτησαν οι Ηπειρώτες του Λιβόρνου, αφού όπως προκύπτει από τις καταστάσεις που σώζονται στα αρχεία της Αδελφότητας, τα περισσότερα μέλη της ήταν Ηπειρώτες.

Συγκεκριμένα: ο Μιχαήλ Ζωσιμάς ανέλαβε να στελεχώσει με το αναγκαίο προσωπικό την Εκκλησία και το Σχολείο. Απηύθυνε επιστολή στον Αθανάσιο Ψαλίδα, διευθυντή της Καπλανείου Σχολής στα Γιάννινα και του ζήτησε να στείλει στο Λιβόρνο έναν φωτισμένο δάσκαλο για το Σχολείο, κατά προτίμηση ιερωμένο, για να καλύψει και τις ανάγκες της Εκκλησίας. Εκείνος του συνέστησε τον υποδιδάσκαλό του Γρηγόριο Παλιουρίτη, που ανταποκρίθηκε πλήρως στα διπλά του καθήκοντα. Η δράση του Μιχαήλ Ζωσιμά έγινε γνωστή και έξω από το Λιβόρνο, η δε Ιόνιος Πολιτεία τον ανακήρυξε Γενικό Πρόξενό της στο Δουκάτο της Τοσκάνης• διασώθηκαν μάλιστα 180 επιστολές του με τις οποίες την ενημέρωνε για την εκεί δραστηριότητά του.

Στα ίδια πλαίσια κινήθηκαν στο Λιβόρνο και μέλη της οικογένειας Τοσίτσα από το Μέτσοβο, τα οποία με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Τοσίτσα και αντιπρόσωπο στις επιχειρήσεις τους το Νικόλαο Στουρνάρη συνέβαλαν αποφασιστικά και λίαν αποδοτικά στη διεξαγωγή του διαμετακομιστικού εμπορίου. Ταυτόχρονα ο Κωνσταντίνος Τοσίτσας με την ενεργό ανάμιξη στα κοινά της πόλης, εξασφάλισε από το Δούκα της Τοσκάνης τον κληρονομικό τίτλο του βαρώνου, τον οποίο με περηφάνια έφεραν και οι απόγονοί του• ανάμεσα σ’ αυτούς και ο γνωστός σε όλους μας εγγονός του Βαρώνος Μιχαήλ Τοσίτσας, ο οποίος και με τη συμβολή του Ευάγγελου Αβέρωφ, υπήρξε ο δημιουργός της Φοιτητικής Εστίας Κηφισιάς, στην οποία φιλοξενήθηκαν αναρίθμητοι Ηπειρώτες φοιτητές, καθώς επίσης και ιδρυτής του γνωστού Ιδρύματος Τοσίτσα, με την πολύτιμη προσφορά του προς το Μέτσοβο και προς την Ήπειρο γενικότερα.

Με τον ίδιο ζήλο για τα συμφέροντα του Ελληνισμού στο Λιβόρνο εργάστηκε και ο άλλος Ηπειρώτης Έμπορος Παναγιώτης Πάλλης, γεννημένος στα Γιάννινα• οι μακρινοί του πρόγονοι ξεκίνησαν από τη Βέλλιανη Θεσπρωτίας-την αρχαία αριστοκρατική Ελαία, την οποία κατέστρεψαν οι Ρωμαίοι. Εγκαταστάθηκαν στη συνέχεια στα Γιάννινα, προκειμένου να προστατευτούν από τους Τουρκαλβανούς της Θεσπρωτίας. Ο Παναγιώτης εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο, όπου ανέπτυξε αξιόλογη εμπορική δραστηριότητα, με ταυτόχρονη ενεργό ανάμιξη στα κοινά της Ελληνικής Αδελφότητας, της οποίας διετέλεσε, επί χρόνια, Πρόεδρος, ενώ παράλληλα συνέβαλε και στην ίδρυση του Επιμελητηρίου του Λιβόρνου, του οποίου επίσης, επί σειράν ετών υπήρξε Πρόεδρος. Η οικογένεια όμως Πάλλη οφείλει τη φήμη της στο Λιβόρνο στην περιοχή του Δουκάτου της Τοσκάνης και στην Ιταλία γενικότερα, στην κόρη του Παναγιώτη, την Αγγελική Πάλλη, περίφημη ποιήτρια, μυθιστοριογράφο και συγγραφέα, με πλούσιο συγγραφικό έργο, με ολόψυχη συμμετοχή στους αγώνες των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους, με ποιήματα αφιερωμένα στον Λόρδο Βύρωνα και στην καταστροφή των Ψαρών από τους Τούρκους και με πλούσια φεμινιστική δράση την οποία θα εξυμνήσει στην «Εφημερίδα των Κυριών» η γνωστή Ελληνίδα αρσακειάδα Καλλιρρόη Σιγανού - Παρρέν. Προσόντα που θα της εξασφαλίσουν την τιμητική διάκριση στο Λιβόρνο, όπου την αποκάλεσαν «Σαπφώ» της Ιταλίας. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι κατά την αναγγελία του θανάτου της κηρύχτηκε τριήμερο πένθος στο Λιβόρνο, αργότερα δε στην πόλη αυτή ιδρύθηκε Κλασικό Λύκειο με τον τιμητικό τίτλο «Αγγελική Πάλλη», το οποίο λειτουργεί και σήμερα.

Με αυτά τα δεδομένα και με άλλα αρκετά παρόμοια ανταποκριθήκαμε στην επιθυμία πολλών συμπατριωτών μας για την πρόσφατη επίσκεψή μας σ’ αυτήν την πόλη ,η οποία συνδέεται άμεσα με τη δράση του απόδημου Ηπειρωτικού Ελληνισμού και το μεγαλείο του.

Η επίσκεψή μας, ξεκίνησε έπειτα από δίμηνη συνεργασία με τους αρμόδιους τοπικούς παράγοντες του Λιβόρνου, από το Ελληνικό Ορθόδοξο Κοιμητήριο της πόλης και τον Ορθόδοξο Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που ιδρύθηκε το 1840• περιλαμβάνει δε τους τάφους πολλών Απόδημων Ελλήνων και γνωστών Ηπειρωτών. Κατά την εκεί άφιξή μας, μας περίμεναν δυο αναπάντεχες εκπλήξεις: Στην είσοδο του Κοιμητηρίου μας περίμεναν, με εντολή του Δημάρχου της πόλης, δυο όργανα της Δημοτικής Αστυνομίας, τα οποία μας βοήθησαν για την τακτοποίηση μας, στη συνέχεια δε με τις μηχανές τους μας συνόδεψαν σε όλες τις μετακινήσεις μας στην πόλη μέχρι την αποχώρησή μας στην έξοδο της πόλης. Στον περίβολο δε του Ναού, όπου τελέσαμε επιμνημόσυνη δέηση στη μνήμη των συμπατριωτών μας που είναι ενταφιασμένοι στο Κοιμητήριο, μας περίμεναν με τη καθηγήτριά τους μαθητές και μαθήτριες του Λυκείου «Αγγελική Πάλλη», με τους οποίους, από κοινού στη συνέχεια, καταθέσαμε μερικά «άνθη ευλαβείας», στον παρακείμενο τάφο της αξέχαστης Ηπειρώτισσας. Παρών στην πρώτη αυτή εκδήλωση και σε όλη την παραμονή μας στο Λιβόρνο ο πρόεδρος του συλλόγου «Borgo dei Greci»• αγωνίζεται με τα μέλη του συλλόγου για την αναβάθμιση του Κοιμητηρίου και την αναβίωση του Ελληνισμού σ’ αυτήν τη φιλόξενη πόλη.

Από το Κοιμητήριο στο Δημαρχείο, όπου σε κεντρική αίθουσα του Δήμου, μας υποδέχτηκε, με την επίσημη στολή του ο Δήμαρχος της πόλης, μαζί με την αρμόδια Αντιδήμαρχο, τον Πρόεδρο του συλλόγου «Borgo dei Greci» και την Επίτιμη Πρόξενο της Ελλάδας στο Λιβόρνο. Στο Δήμαρχο επιδώσαμε, μαζί με ανάλογα δώρα, θερμή χαιρετιστήρια επιστολή του Δημάρχου Ιωαννίνων, κ. Δημητρίου Παπαγεωργίου. Ακολούθησε ανταλλαγή δώρων του Συνδέσμου και του Δημάρχου του Λιβόρνου, ο οποίος στη συνέχεια μίλησε με θερμά λόγια για τους Έλληνες που έζησαν στο Λιβόρνο και εξήρε τη συμβολή τους στην ανάπτυξη της πόλης. Τον ευχαριστήσαμε εκ μέρους όλων των Ηπειρωτών για τη θερμή υποδοχή που μας επιφύλαξε, και εκφράσαμε την ελπίδα οι σχέσεις ανάμεσα στις δυο πόλεις, το Λιβόρνο και τα Γιάννινα, να έχουν και συνέχεια.

Δίπλα ακριβώς από το Δημαρχείο υπάρχει το μεγαλοπρεπές κτίριο του Επιμελητηρίου της πόλης, σε πίνακες επίσημους του οποίου διαβάσαμε τα ονόματα των ιδρυτών και θεμελιωτών του, ανάμεσα στα οποία, διαχρονικά, προβάλλει το όνομα του συμπατριώτη μας Παναγιώτη Πάλλη.

Ακολούθησε επίσκεψη στο κέντρο της πόλης,στο οποίο παλιότερα υψωνόταν ο μεγαλόπρεπος ο Ελληνικός Ορθόδοξος Ναός της Αγίας Τριάδος,με το Κοιμητήριό του• τα εξαφάνισε όμως ο δικτάτορας Μουσολίνι, μαζί με κάθε άλλο στοιχείο που θύμιζε τον Ελληνισμό από μίσος προς τους Έλληνες για τα παθήματά του από αυτούς. Στο λιμάνι της πόλης παραμένουν ακόμα άθικτες αρκετές από τις τεράστιες αποθήκες που χρησίμευαν για την αποθήκευση των προϊόντων κατά τα χρόνια που το Λιβόρνο αποτελούσε το κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου. Εκεί δίπλα επισκεφθήκαμε επίσης τα περίφημα Ναυπηγεία του Λιβόρνου στα οποία ναυπηγήθηκε το γνωστό σε όλους μας «Θωρηκτό Αβέρωφ», το οποίο με ναύαρχο τον Παύλο Κουντουριώτη έγραψε λαμπρές σελίδες ,κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.

Κατά τη διάρκεια των σύντομων μεσημβρινών διακοπών μας πληροφορηθήκαμε από επίσημα χείλη πως στο αρχείο του τυπογραφείου της πόλης του Λιβόρνου που προεπαναστατικά τυπώνονταν και ελληνικά βιβλία διεξάγεται λεπτομερής έλεγχος, με την προσδοκία να βρεθεί κάποια στοιχείο του χορηγού ή του συγγραφέα του περιώνυμου ελληνικού βιβλίου της «Ελληνικής Νομαρχίας», που ο συγγραφέας του παραμένει μέχρι σήμερα «ανώνυμος». Οι μελετητές με βάση τα δεδομένα ότι το βιβλίο αυτό εκδόθηκε στην Ιταλία το 1806, δηλαδή το έτος που ζούσε στο Λιβόρνο ο Μιχαήλ Ζωσιμάς και είχε ενεργά ασχοληθεί, όπως προαναφέραμε, με τα εκπαιδευτικά πράγματα του Λιβόρνου, ότι ιδιαίτερος γραμματέας του ήταν ο Αναστάσιος Σπάχος, στενός συγγενής του Ψαλίδα, μέσω του οποίου είχε ζητήσει από τον εκλεκτό αυτό Δάσκαλο του Γένους να του στείλει δάσκαλο για το Σχολείο του Λιβόρνου περιμένουν από αυτήν την έρευνα στο τυπογραφείο του Λιβόρνου μήπως επιβεβαιωθεί η άποψη την οποία διατύπωσε, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά τα «ελευθέρια» της πόλης των Ιωαννίνων, ο καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και συστηματικός μελετητής της «Ελληνικής Νομαρχίας», Κωνσταντίνος Τσάτσος, σύμφωνα με την οποία: «Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας είναι ο πρώτος δάσκαλος της Πολιτικής Παιδείας, πηγή δε αυτής της λυτρωτικής ροπής για περισσότερο φως υπήρξαν τα Γιάννινα, αληθινό επίκεντρο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού• και αν δεν είναι ο ίδιος γηγενής Ηπειρώτης, είναι οπωσδήποτε διαποτισμένος από το κλίμα των Ιωαννίνων στον 18οαιώνα». Αν αυτή η άποψη επιβεβαιωθεί από την έρευνα που διεξάγεται στο τυπογραφείο του Λιβόρνου, οι σχέσεις μας με αυτήν την πόλη παίρνουν άλλες διαστάσεις.

Σημαντική επίσης υπήρξε για μας η επίσκεψη στη Ναυτική Ακαδημία του Λιβόρνου, κέντρου εκπαίδευσης του πολεμικού ναυτικού όλης της Ιταλίας, όπου απολαύσαμε εξαίρετα δημιουργήματα του ναυτικού της Ιταλίας, ανάμεσα στα οποία και ομοίωμα του «Θωρηκτού Αβέρωφ»• στη συνέχεια παρακολουθήσαμε προσομοίωση πλοήγησης σε ώρα πολεμικής δράσης, πράγμα που αποτελεί τεράστιο επιστημονικό και τεχνικό επίτευγμα της εποχής.

Η ωραία και αρκετά ενδιαφέρουσα για όλους μας αυτή εξόρμηση σε ένα από τα γνωστά κέντρα του Απόδημου Ελληνισμού έκλεισε με την επίσκεψή μας στον υπέροχο λόφο του Λιβόρνου με τις μεγαλοπρεπείς βίλες των οικογενειών Ροδοκανάκη και Μαυροκορδάτου, λαμπρά ελληνικά δημιουργήματα άλλοτε αυτής της πόλης που σήμερα κείτονται ως ταπεινά ερείπια.

Αν κάποτε αξιωθούμε οι Έλληνες να γραφεί από ειδικούς μελετητές, ύστερα από ενδελεχή επιτόπια έρευνα στα μέρη όπου έζησαν και έδρασαν οι μεγάλοι Έμποροι Εθνικοί Ευεργέτες και Δάσκαλοι του Γένους, με ευθύνη και με πρωτοβουλία του επίσημου Κράτους, η «Χρυσή Βίβλος του Απόδημου Ελληνισμού», τότε θα γίνει κατανοητή από όλους η ανεκτίμητη προσφορά του προς το Έθνος και το μεγαλείο του• και τότε, αυθόρμητα, θα περνάνε από το μυαλό τους τα λόγια του Καβάφη: «Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν, τέτοιους βγάζει το έθνος μας θα λένε».