Οι τελευταίες ημέρες του σχολείου στο παρελθόν…

on .

Tελειώνει σήμερα η σχολική χρονιά και όλοι οι παππούδες και οι γονείς περιμένουμε αν τα παιδιά πήραν άριστα (Α’). Αναπόφευκτα εμείς οι ηλικιωμένοι αναπολούμε τα δικά μας παιδικά - σχολικά χρόνια, τότε που ήμασταν μαθητές και πηγαίναμε στο σχολείο κρατώντας πάνινη ή υφαντή συνήθως τσάντα (μπακούλι το λέγαμε τότε στο χωριό), γράφαμε στην πλάκα με το κοντύλι, κάναμε μάθημα πρωί -απόγευμα και Σάββατο.                                                       

Καθόμασταν στα ξύλινα θρανία πολλοί μαζί, γιατί τότε τα  σχολεία είχαν πολλούς μαθητές και ραγίζει η καρδιά μου όταν ακούω στην TV ότι στα περισσότερα χωριά της περιφέρειας τα σχολεία είναι κλειστά, λόγω της αστυφιλίας και του δημογραφικού προβλήματος.

Ζεσταινόμασταν με την ξυλόσομπα, όλη τη χρονιά γι’ αυτό κάθε πρωί, κουβαλούσαμε από ένα ξύλο όλοι οι μαθητές τους χειμερινούς μήνες. Βιβλία λίγα, όχι σαν τα σημερινά παιδιά που τα φορτώνουν με πολλά και λυγίζει η μέση τους από το βάρος, αλλά  πολλά  δεν μαθαίνουν γράμματα σήμερα όπως τότε, αν πάρουμε παράδειγμα από τις απαντήσεις που δίνουν για τις εθνικές γιορτές.

Θυμάμαι  τότε μερικά παιδιά, άλλα ξυπόλητα ή φορώντας λαστιχένια παπούτσια και μισόγυμνα, άλλα φτωχά ή ορφανά, ακόμα και το καταχείμωνο, κουρεμένα «γουλί» τα αγόρια για τον φόβο της ψείρας στοιβαγμένα έξι – έξι στα θρανία για να ζεσταίνονται.

Το παιχνίδι όμως παιχνίδι. Ώρες ατέλειωτες τρέχαμε στις αλάνες, με τα γόνατα ματωμένα και μια φέτα ψωμί στο χέρι, ώσπου να πέσει το σκοτάδι και ν’ ακουστεί η φωνή της μάνας που μας καλούσε να μαζευτούμε στο σπίτι.

Ανέμελα χρόνια, μπερδεμένες οι χαρές με τις πίκρες, τα γέλια με τους στεναγμούς. Αυτό είναι το χθες του λαού μας, αυτού του πολύπαθου λαού, που όμως στέκεται όρθιος παρόλα τα δεινά που τον έχουν βρει. Ποιός δεν θυμάται Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει…

Όλοι θυμόμαστε τα παλιά μας σχολεία με αγάπη και νοσταλγία. Ήταν σχεδόν  όλα ορθογώνια με κεραμίδια στη σκεπή και χτισμένα από πέτρα, που έβγαζε ο κάθε τόπος. Είχαν ένα όροφο, σπάνια ήταν διώροφα και είχαν άλλα μία αίθουσα, και άλλα δύο. Το προαύλιο του παλιού σχολείου ήταν μεγάλο, στρωμένο με χώμα. Ήταν ο αγαπημένος χώρος των παιδιών, απαλλαγμένοι από το βραχνά της εξέτασης και του μαθήματος. Όταν δεν μελετούσαμε ή κάναμε αταξίες, τρώγαμε ξύλο από το δάσκαλο ή τη δασκάλα, είτε με το χάρακα, αλλά κυρίως με τη βίτσα (βέργα). Δεν νομίζω να είναι κανείς της γενιάς μου που δεν τη δοκίμασε.

Οι τραυματισμοί καθημερινό φαινόμενο. Κλοτσούσαμε θυμάμαι πάνω - κάτω ένα αυτοσχέδιο τόπι φτιαγμένο από παλιά κάλτσα, παραγεμισμένη με κουρέλια. Τα κορίτσια πιο πειθαρχημένα, από τη φύση τους έπαιζαν στο προαύλιο «κουτσό», «σχοινάκι», «περνά - περνά η μέλισσα», «σκλαβάκια», «σκυταλοδρομία», «γκέο-βαγκέο», «πινακωτή» και διάφορα άλλα παιχνίδια.

Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, τέτοιες μέρες, πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές το προαύλιο γνώριζε μεγάλες δόξες. Την πρώτη  Κυριακή που τελείωνε η χρονιά, μετά τις 20 Ιουνίου, κάναμε εκεί γυμναστικές επιδείξεις, εκτελώντας με στρατιωτική πειθαρχία πάνω στις ασβεστωμένες γραμμές τις ασκήσεις, που είχαμε μάθει. Αυστηροί οι δάσκαλοι προκειμένου όλοι οι συμμετέχοντες μαθητές να εκτελούν τις ασκήσεις επακριβώς. «Ένα στ’ αριστερό, έν  - δυό», να προστάζουν και μάλιστα να  χτυπάμε δυνατά  το πόδι στο έδαφος. 

Επίσης, πραγματοποιούσαμε και ομαδικά αγωνίσματα, όπως αγώνα ταχύτητας, φορώντας τσουβάλια στα πόδια ή μεταφέροντας ένα αβγό μέσα σε κουτάλι, το οποίο κρατούσαμε με τα δόντια. Οι γονείς κάθονταν στο πεζούλι, στη μέση ο παππάς, και καμάρωναν τα παιδιά τους στην καθιερωμένη αυτή εκδήλωση του σχολείου 

Πέρα από τις αθλοπαιδίες είχαμε και την απαγγελία ποιημάτων και σκετς.  Στήναμε μία πρόχειρη εξέδρα έξω από το σχολείο και με φτέρες που κόβαμε από τις γύρω πλαγιές  και τις στρώναμε πάνω στην εξέδρα και χορεύαμε παραδοσιακούς ελληνικούς  χορούς.

Στο τέλος των γυμναστικών επιδείξεων και της όλης τελετής ερχόταν το πιο δύσκολο για μας τα παιδιά παρά τη χαρά μας που τελειώναμε τη σχολική χρονιά, γιατί τότε ο διευθυντής μοίραζε τους Ελέγχους Προόδου με τους βαθμούς με διαγωγή Κοσμιωτάτη, ως συνήθως.  Μερικά παιδιά δεν προβιβαζόταν στην επόμενη τάξη, γιατί τα περισσότερα από αυτά τα απασχολούσαν οι γονείς τους στα ζώα συνήθως και πού να βρίσκανε χρόνο να διαβάσουν; 

Οι μαθητές βαθμολογούμασταν τότε  από το 5 μέχρι το 10... Μάλιστα, κάποιοι επαναλάμβαναν τρεις και τέσσερις φορές μια τάξη και έφταναν έτσι να τελειώνουν το δημοτικό στα 15 τους χρόνια. «Δεν τα παίρνει τα γράμματα» ή «τι τα θέλουμε τα γράμματα, να είναι γερά τα παιδιά να δουλεύουν στα ζώα και στα χωράφια». «Πέντε βόδια δυο ζευγάρια», δηλαδή.

Κι αλήθεια, όπως μου αφηγήθηκε ένας δάσκαλος  όταν υπηρετούσε σε διθέσιο σχολείο, άκουγε τον νεώτερο συνάδελφό του να προσπαθεί να εκμαιεύσει από μαθητή  2 συν 1 πόσο κάνουν. Ο μαθητής ήταν από αυτούς που «δεν τα έπαιρναν τα γράμματα». Τότε του φώναξα «ρώτησέ τον δύο γομάρια και ένα μπλάρ’ (μουλάρι) πόσα είναι». Πράγματι, ο μαθητής απάντησε χωρίς περιστροφές τρία. Τώρα τι να πεις.

Όταν θα σχολάγαμε το σχολείο δυστυχώς τα φτωχά τα  παιδιά και τα  ορφανά θα στερούνταν το συσσίτιο που αποτελούνταν από γάλα σκόνη, ψωμί με βούτυρο και κίτρινο τυρί όχι ελληνικής προέλευσης που γι’ αυτά τα παιδιά ήταν μεγάλο βοήθημα τότε. Ανεξίτηλες θα μείνουν στη μνήμη μου. Ίδιες σκιές εκείνοι οι μαθητές με τα «σκελετωμένα κορμιά» αποτύπωναν την τραγωδία στο τραγούδι:            

Πατάω ένα κουμπί 

και βγαίνει μια χοντρή

και λέει στα παιδάκια 

«ιτς – φαΐ» ή «νιξ φαί»

Αν διαβάσει κάποιο παιδί σήμερα αυτά τα οποία έχουμε βιώσει εμείς τότε και ακόμα χειρότερα οι παλιότεροι, που σήμερα τα παιδιά απολαμβάνουν την δωρεάν παιδεία και την ποικιλία σχολικών ειδών, θα νομίζουν ότι όλα αυτά  είναι παραμύθι.

Τα πρώτα χρόνια μετά τους πολέμους το μάθημα το έκαναν οι παπαδάσκαλοι. Με την πάροδο του χρόνου ανατέθηκε στους δασκάλους. Το έργο του δασκάλου σε μονοθέσιο σχολείο ήταν πολύ δύσκολο, γιατί μέσα στην ίδια αίθουσα στοιβάζονταν πολλά παιδιά  διαφόρων ηλικιών και έκαναν μαζί μάθημα η Α με τη Β, η Γ με τη Δ και  η Ε  με τη ΣΤ. τάξη.

Οι  χωριανοί αγαπούσαν και σέβονταν το δάσκαλο αλλά κι ο παλιός δάσκαλος δενόταν σιγά - σιγά με τους ντόπιους. Συμμετείχε σε αποφάσεις που έπαιρνε το χωριό, ήταν ο γραμματέας της κοινότητας, διάβαζε τα γράμματα από τους ξενιτεμένους, ήταν ο άνθρωπος που τον συμβουλευόνταν. 

Γι’ αυτό η λέξη «δάσκαλος» χρησιμοποιείται με σεβασμό. Άλλωστε και τον Χριστό δάσκαλο Τον αποκαλούσαν. Αλλά και μεγάλους φιλοσόφους  Δασκάλους τους αποκαλούμε με σεβασμό για την μεγάλη κοινωνική προσφορά τους.

Μεγάλη η προσφορά του δασκάλου τότε στον αγράμματο λαό μας. Μερικοί θα μας μείνουν αξέχαστοι και ας μας «περιποιούνταν» με τη βίτσα. Συγκινητική η προσπάθειά τους  τότε να πείσουν τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά στο σχολείο.

Η ύπαιθρος ήταν κατεστραμμένη από τους πολέμους που προηγήθηκαν και οι γονείς χρειαζόταν χέρια για να ξανά χτίσουν τα νοικοκυριά τους. Έτσι δεν στέλνανε τα παιδιά τους στο σχολείο και μερικά από αυτά προτιμούσαν την χειρονακτική εργασία ενώ άλλα «διψούσαν» για μάθηση. Κι όμως παρά αυτή την κατάσταση βγήκαν «φωτεινά μυαλά».