Πρωινά στη Λίμνη μας…

on .

 Μαθητές Γυμνασίου εκείνα τα χρόνια, με τον φίλο μου το Λάμπρο, τα πρωινά τις Κυριακές, όταν έμπαινε η άνοιξη και σταματούσαν οι βροχές και η ομίχλη, αφού πρώτα πηγαίναμε το ταψί στο φούρνο στη Σιαράβα, εκκλησιαζόμασταν στη Μητρόπολη, γιατί μέναμε εκεί κοντά. 

Μόλις τελείωνε το κήρυγμα του μακαριστού Σεβαστιανού-τότε Ιεροκήρυκα- κατηφορίζαμε για το Μώλο. Πάντα ο Μώλος, από την άνοιξη και πέρα, ήταν πόλος έλξης για μικρούς και μεγάλους, και τα πρωινά αλλά κυρίως τα απογεύματα, που καθόμασταν οικογενειακώς στου Μακρή για το υποβρύχιο, τη γκαζόζα και το ούζο για τους μεγάλους. Παίρναμε και τα χωνάκια με τον πασατέμπο ή το αράπικο φιστίκι. Εικόνες και σκηνές από τα παιδικά μας χρόνια που μας έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μας. 

Αχ!!! Αναμνήσεις από τα πρωινά τις Κυριακές, τώρα ντυμένες με λυρική διάθεση-είναι στο DNA μου που χάριζε και χαρίζει η πανώρια θωριά της λίμνης μας της χιλιοτραγουδισμένης, της Λίμνης των Στεναγμών και των θρύλων, της κυρά Φροσύνης και της Παμβώτιδάς μας. Περνώντας από του Μακρή, προχωρούσαμε προς τη δεξιά μεριά. Κάτω από  τον ίσκιο του Κάστρου, στο κέντρο της «Κυρά-Φροσύνης» η σκοπιά μας. Από κει η εξέδρα του θεάματος για να σκλαβωθεί το βλέμμα μας στα ζαφειρένια μάκρη. 

Πόσο γλυκιά η ειδυλλιακή περιπλάνηση των ματιών στη ζωντανή γόησσα με τους λικνισμούς των κυμάτων της που ανασηκώνονται και που ομοκεντρικά έφταναν ως πέρα στις καλαμιές και στις λικνιζόμενες ιτιές από το αεράκι, στο Πέραμα και στη Ντραμπάτοβα και στο Παραλίμνιο. 

Βρισκόμασταν εκεί την ώρα που η Παμβώτιδα με παθιάρικες κινήσεις έδιωχνε την πρωινή αχνάδα. Καθρεφτίζονται όλα μέσα της. Ηλιοστάλαχτη η ομορφιά γλιστρά από τους γύρω πέτρινους όγκους του Μιτσικελιού και των Τζουμέρκων για να λουστούν στα θρυλικά τα μαγικά-γαλάζια τότε νερά και να ξαπλώσουν ύστερα στο Νησάκι μας. 

Το Νησάκι μας, το νούφαρο αυτό το μεγάλο της λίμνης μας, πνιγμένο στην ιστορία και στο βαθύ θρησκευτικό μυστικισμό, τουριστικό μαγνήτη σαν το Αληπασιάτικο αίμα έβαψε το ιερό του χώμα. 

Ώρες ρεμβασμού και μαγείας, ώρες λυρικών πεταγμάτων και ημεροσύνης, δώρο της λίμνης αυτό σ’ εμάς τους πιστούς της φυσιολατριστές. Κάτω από τις πλατανίσιες αψίδες με την αφκιασίδωτη ομορφιά και το δροσαγέρι θα μυηθούμε στους θρύλους και τα μολογήματα των περασμένων με κεντρικό πρόσωπο τον πνιγμό της Κυρά-Φροσύνης και των 17 παρθένων.

Τις ημέρες εκείνες  παιζόταν στον Ορφέα η κινηματογραφική ταινία «η Λίμνη των Στεναγμών» και στο ρόλο της Κυρά Φροσύνης η αείμνηστη Ειρήνη Παπά. Επηρεασμένοι από την ταινία  κάναμε υπολογισμούς ποιο να ήταν το σημείο που ο Αλής  έπνιξε την Φροσύνη. Θυμηθήκαμε το ποίημα:

Τράβα Νησιώτη τα κουπιά με δύναμη, γεμάτα

Ν ’αργοσαλεύει στο αχνό του φεγγαριού το φως

μιανής Νεράιδας το καρμί τα κάλλη της τα’ αφράτα

θωρώ. Να… στο καίκι μας θα φτάσει τώρα μπρός.

Τράβα Νησιώτη  τα κουπιά… πιο  γρήγορα…. να φύγω

Να μην ακούω τον πνιχτό λυπητερό  σκοπό…

Πάμε μακρυά! Και στη στεριά σα φτάσουμε σε λίγο,

Στου Άη Νικόλα το Ναό θα κάνω ένα σταυρό….

Έτσι υπολογίσαμε ότι πρέπει να ήταν στην Λιμνοπούλα. 

«Δεν νομίζουμε να υπάρχει και σήμερα ακόμη καθαρόαιμος Γιαννιώτης που να μη γνωρίζει την ιστορία και τον πνιγμό στη Λίμνη της  κυρά Φροσύνης. Και πιθανόν να σε κοιτάξει γεμάτος απορία ένας απλός Γιαννιώτης αν τον ρωτήσεις για το ποια είναι η Παμβώτιδα… μα θ’αστραποβολήσουν τα μάτια του αν τον ρωτήσεις για την κυρά Φροσύνη».

«Η Λίμνη έγινε Φροσύνη και η Φροσύνη δεν είναι παρά η Λίμνη…» γράφει ο Δ. Σαλαμάγκας ενώ ο κ. Νικολαΐδης «Μάλιστα η Λίμνη στο στόμα του λαού ονομάζεται Λίμνη της κυρά Φροσύνης…» (πηγή Σ. Κωλέττας)

Κι απάνω από τα φυλλώματα ο λογισμός σεργιανά στις καστρικές ιστορίες των Γιαννίνων. Λιμνολάτριδες χαιρόμασταν και χαιρόμαστε την Παμβώτιδα, είτε σαν θεατές παραλίμνιοι, είτε σαν ταξιδευτές, αυλακώνοντας το σώμα της οι βενζινάκατοι τότε τα καΐκια  και τα σύγχρονα τώρα, αφήνοντας ασπασμούς στο χτισμένο Μώλο. 

Όλο το θέαμα αποτελεί μια μυσταγωγία της Γιαννιώτικης φύσης. Αχόρταγα τα μάτια μας ρουφούσαν την  «ξαπλωτή ωραιότητα» και το πρωινό δροσαγέρι να μας χαϊδεύει τα πρόσωπά μας. 

Πίσω μας νωθρό το βλέμμα του Κάστρου αποκαμωμένο από το φόρτωμα των αιώνων ξεπλένει την παλιά του ιστορία στους καινούργιους καιρούς, ξαναβαφτίζοντας τους θρύλους στα στοιχειωμένα λιμνίσια νερά, ώρα συναντεμιού των παλιών με τα σημερινά. Λίμνη και Κάστρο και Νησί όλα δεμένα γύρω με τη γραφική τους γοητεία, τη δική τους ιστορία και τα ξέχωρα μυστικά τους. Η Λίμνη μας, όπου αναπνέεις άλλον αγέρα, αγέρα ιστορίας και θρύλων η πολυτραγουδισμένη Λίμνη της κυρά Φροσύνης, σταλάζοντας τη χαρά και τον πόνο ενωμένα.

Έτσι φάνταζε στα μάτια μας τα παιδικά εκείνα τα χρόνια, η λίμνη μας του υγρού στοιχείου, αυτό που δίνει μια άλλη διάσταση στην χιλιοτραγουδισμένη και ξακουστή   στα πέρατα της γης πόλη μας. Χαρακτηριστικό της στενής σχέσης, που είχαν οι παλιοί Γιαννιώτες με τη λίμνη τους, είναι και το παρακάτω στιχοπλάκι που αναφέρεται σ’ αυτήν:

Σιμπιτόλιας και Μακρής κίνησαν για το νησί.

Μόλις έφτασαν στο Μάτσ’κα γύρ’σι το καΐκ’ ανάσκελα.

Ακούει φωνές ο Νταλαγιάνν’ς και κοσκεύει για να τους βγαλ’.

Παίρν’ και βοηθό τον Μούκα πούξιρι κι αυτός αποκούπ’μα.

Δίνουν παίρνουν ένα κουπί κι έφτασαν για μια στιγμή

βλέπουν τον Μακρυκεφάλα πούχι το καΐκ’ καβάλα.

Τς’ παίρνουν, τς’ βάζουν στο καΐκ’ κι έτρεμαν σαν το ποντίκ’.

Κι όταν τς’ έβγαλαν στο Μάτσ’κα έτρεμαν σαν καρακάξα.

Σκηνές κεφιού και ζάλης  μιας παρέας η οποία σώζεται από βέβαιο πνιγμό...

(πηγή Παπαϊωάννου Γιάννης)

Αν τύχει ο επισκέπτης των Ιωαννίνων να έρχεται κατηφορίζοντας τον δρόμο του Μετσόβου θα μείνει καθηλωμένος με αυτό που θα αντικρίσει, μόλις αποκτήσει οπτική επαφή με τη Λίμνη και την πόλη είτε είναι μέρα είτε είναι νύχτα (πηγή Σ. Κωλέττας).