Ολοκληρωτικά καθεστώτα και ο ρόλος των πολιτών…

on .

 Όταν κατέρρευσαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα και κατέπεσαν τα είδωλα από το βάθρο τους, τέθηκε το εξής ερώτημα: Εάν οι πολίτες των χωρών αυτών ενεργούσαν ενσυνείδητα και συνέπρατταν με τη θέλησή τους με τα μονοκομματικά καθεστώτα ή παθητικά συμμετείχαν στα τεκταινόμενα ή ακόμη, εάν αναγκαστικά, για την ανάγκη της επιβίωσης, έπαιρναν μέρος στις σκηνοθετημένες αποτρόπαιες πράξεις. Το ερώτημα αυτό έχει ιδιαίτερη αξία και σημασία για το ιδιότυπο και στυγνό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα και των διαδόχων του.

Πρόκειται για ένα καίριο ερώτημα, περισσότερο κοινωνιολογικό, που απασχόλησε πολλούς και ακόμη μέχρι σήμερα προβληματίζει.

Μια σε βάθος έρευνα γύρω από το ερώτημα είναι απαραίτητο για να αποδειχθεί κατά πόσο, εκούσια ή ακούσια, συμμετείχαν οι πολίτες στα διαδραματιζόμενα στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, στα οποία η συνεχής παρακολούθηση των ανθρώπων, οι χαφιεδισμοί, οι προδοσίες, οι καταδόσεις, οι ψευδομαρτυρίες, η υποτέλεια, ήταν ο κανόνας.

Εκείνα τα πέτρινα και γκρίζα χρόνια, όταν ο κρατισμός ήταν απόλυτος και κυριαρχούσε μέχρι και τον τελευταίο συνοικισμό, οι πολίτες, για να πάρουν άδεια εργασίας ή κάποιας, έστω και υποτυπώδους απασχόλησης, για να γίνουν δεκτοί στα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Ανώτερα και Ανώτατα), για να μπορέσουν να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα, περνούσαν, ανάλογα με το βιογραφικό τους, από εξονυχιστικό έλεγχο. Στοίβες τα στοιχεία, η περίφημη «βιογραφία» του κρινόμενου: Πιστοποιητικά, βεβαιώσεις, αναφορές, πληροφορίες, μαρτυρίες γνωστών, καταθέσεις συντοπιτών και γειτόνων, ειδική έκθεση της κρατικής Ασφάλειας, εισηγήσεις από κομματικούς παρατρεχάμενους, από άλλες επιτροπές, που ανήκαν στον κομματικό πυρήνα. Όλα αυτά συγκεντρώνονταν σ' έναν ογκώδη φάκελο και μετά από λεπτομερή εξέταση του οικογενειακού και συγγενικού περιβάλλοντος, εξέταζαν δηλ. αν υπάρχουν στον στενό συγγενικό περίγυρο φυγάδες, αντιφρονούντες, ζυγίζονταν, αξιολογούνταν από ειδικούς κομματικούς υπαλλήλους και παίρνονταν ανάλογες (θετικές ή αρνητικές, απορριπτικές) αποφάσεις.

Εκείνο, όμως, που έχει σημασία είναι ότι όλα αυτά τα στοιχεία που συγκεντρώνονταν σε φακέλους και υποφακέλους ήταν άχρηστα, δεν λαμβάνονταν υπόψη από τους αξιολογούντες.

Για μια δηλ. κρατική θέση (όλες οι θέσεις ήταν κρατικές) δεν ελάμβαναν υπόψη την ικανότητα του αιτούντος, τις ιδιαίτερες κλίσεις του και άλλα προσόντα. Εκείνο που βάρυνε για την πρόσληψη σε κάποια θέση ήταν μόνο η «βιογραφία» που συμπληρωνόταν στα σκοτεινά κομματικά γραφεία.

Μετρήσιμα ήταν: Η συμπεριφορά προς το κόμμα, εάν συμμετείχαν στις κομματικές συγκεντρώσεις, στις κομματικές γιορτές (παρελάσεις πρωτομαγιάς, προς τιμή της ηγεσίας κλπ.), στις αθεϊστικές πρωτοβουλίες (γκρέμισμα εκκλησιών, αποσχηματισμός ιερέων κ.λ.π.) και σε πολλές άλλες κομματικές εκδηλώσεις (και ήταν πάρα πολλές), στις οποίες οι πολίτες «επιμορφώνονταν» και «αναμορφώνονταν» από ειδικούς καθοδηγητές.

Για κάθε περίπτωση δινόταν ένας ξεχωριστός χαρακτηρισμός. Όσοι χαρακτηρίζονταν «θιγμένοι» ήταν οι «κολιάκοι» με τους οποίους δεν έπρεπε να έχουν καμιά επαφή, συναναστροφή και επικοινωνία, οι «καθαροί» πολίτες. Οι «κολιάκοι» ήταν τα μιάσματα της κοινωνίας, που ζούσαν απομονωμένοι ή γεύονταν φυλακίσεις και εκτοπίσεις.

Θα πρέπει να πούμε ότι η επικράτηση των κομμουνιστικών καθεστώτων πραγματοποιήθηκε από ενθουσιασμένους πολίτες, οι οποίοι δελεάστηκαν από τα ελκυστικά ιδεολογήματα για ισότητα, δικαιοσύνη, ευδαιμονία. Πίστεψαν ότι η ευημερία, η άνετη ζωή, ο «σοσιαλιστικός παράδεισος», είναι «επί θύραις». Μόνο που ο παράδεισος αυτός όλο ερχόταν και ποτέ δεν έφτανε.

Όλα αυτά δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα αισιόδοξη και ένα ελπιδοφόρο κλίμα και οι υπερασπιστές του υποστήριζαν με πάθος το νέο πολιτικό σύστημα και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο και με βίαια μέσα να επιβάλουν τις ιδέες τους. Όσοι αντιστέκονταν ή είχαν διαφορετική άποψη αντιμετώπιζαν φυλακίσεις, εξορίες, εκτελέσεις. Οι άνθρωποι του πνεύματος, οι διανοούμενοι, κυνηγήθηκαν με πάθος, ήρθαν πολύ γρήγορα αντιμέτωποι με το σκληρό πρόσωπο του νέου καθεστώτος και δοκίμασαν τη σκληρότητά του.

Βέβαια, μετά την πτώση των ειδώλων και την κατάρρευση αυτών των καθεστώτων, αποδείχτηκε ότι όλα αυτά ήταν «έπεα πτερόεντα», φρούδες υποσχέσεις και ανεφάρμοστες ιδέες. Απλά οι ενθουσιώδεις πολίτες, οι οποίοι συνέτρεξαν, συνέπραξαν και στήριξαν τα καθεστώτα, περισσότερο από άγνοια, έγιναν δολοφόνοι και συνυπεύθυνοι αποτρόπαιων πράξεων.

Για την περίπτωση του ιδιόμορφου καθεστώτος της Αλβανίας και για τις συζητήσεις που ακολούθησαν, μετά την πτώση του, για το ίδιο θέμα, είχα γράψει παλιότερα ένα άρθρο στο οποίο στηλίτευα εκείνους, οι οποίοι συνειδητά συμμετείχαν σε πράξεις βδελυρές και ακατονόμαστες. Συγκεκριμένα αναφερόμουν στους δικαστές, εισαγγελείς, κομματικούς υπεύθυνους, προϊστάμενους υπηρεσιών, δηλαδή στην κομματική «νομενκλατούρα», η οποία κατηύθυνε και έδινε εντολές, τις οποίες κανένας δεν μπορούσε να αγνοήσει και να αμφισβητήσει. Η άρνηση εφαρμογής αποφάσεων των κομματικών προϊσταμένων είχε τραγικά επακόλουθα.

Στον βωμό ενός αδίστακτου και ανερμάτιστου κομματικού ρεβανσισμού έζησαν οι άνθρωποι, εγκλωβισμένοι στην απέραντη φυλακή της Αλβανίας, όλα αυτά τα επώδυνα χρόνια της 45χρονης Χοτζικής καταιγίδας. Οι μπράβοι του συστήματος κακοποιούσαν χωρίς ενοχές, χωρίς φραγμούς. Το σύστημα υπήρξε ο ολετήρας, ο καταστροφέας του τόπου και των ανθρώπων. Στο όνομα του θεμελιακού ρόλου της λαϊκής κυριαρχίας διαπράχτηκαν φρικτά εγκλήματα. Νοθεύτηκε η λαϊκή έκφραση και συμμετοχή στη διαχείριση και διαμόρφωση των κοινών που αφορούσαν τον λαό. Ο λαός παρέμενε στο περιθώριο, απλός παρατηρητής, δέσμιος των εντολοδόχων, των φερέφωνων της εξουσίας, ήταν μόνο ο εκτελεστής των διαταγών που έρχονταν άνωθεν.

Τον λαό, τους ανθρώπους της εργασίας και του μόχθου, τους χρησιμοποιούσαν ως μέσο για την επίτευξη των σκοπών τους. Ως άτομα δεν είχαν καμιά αξία. Μόνο ως εργαλεία στα αρρωστημένα μυαλά των μπράβων του συστήματος. Ασφαλώς, και δεν μπορεί κανένας να κατηγορήσει τους ανθρώπους αυτούς που πονούσαν, υπέφεραν, εξευτελίζονταν, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν. Η «δαμόκλειος σπάθη» έπεφτε βαριά στους ώμους εκείνων που θα σήκωναν κεφάλι και θα εξέφραζαν, έστω και την ελάχιστη, αντίθεση. Είχαν χάσει οι άνθρωποι τις περιουσίες τους, το βιο τους, την ψυχική τους ισορροπία. Είχαν καταντήσει «μαζάνθρωποι», είχαν μαραζώσει και είχε σβήσει κάθε ικμάδα ζωής και κάθε ατομική πρωτοβουλία. Είχαν μεταβληθεί σε αθύρματα, σε παιxνιδάκια, στα χέρια αμόρφωτων, αγράμματων και αδίστακτων ανδρείκελων του καθεστώτος, οι οποίοι, προκειμένου να επιτύχουν τους σκοτεινούς σκοπούς τους, πατούσαν επί πτωμάτων.

Γι' αυτούς δεν μετρούσαν οι άνθρωποι, μετρούσαν μόνο τα βρωμερά σχέδιά τους και η επιβολή τους.

Τελικά, όλα όσα για μισό αιώνα μηχανεύτηκαν μεθόδευσαν και δια της βίας επέβαλαν, αποδείχτηκαν κίβδηλα, ουτοπικά, μάταια, ανεφάρμοστα και άχρηστα· Εκείνο που κατάφεραν να κάνουν ήταν ότι αλλοτρίωσαν ψυχικά και πνευματικά τους ανθρώπους, σκόρπισαν πόνο, θλίψη και δάκρυα, σε σημείο να μην εμπιστεύονται ούτε τον εαυτό τους.

Για όλα όσα μισητά και αποτρόπαια διέπραξε το καθεστώς, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Οι Αλβανοί πολίτες κοπαδιαστά εγκατέλειπαν τον παράδεισο, άτακτα μπουλούκια, προσέτρεχαν ικέτες στην Ελλάδα, στην Ιταλία και σε άλλα μέρη, αφήνοντας πίσω το βδελυρό καθεστώς και την παραδεισένια ζωή του.

Κανένας δεν κατηγορεί τους ανθρώπους αυτούς που έζησαν μέσα στον πόνο, στη φτώχεια και στην ανέχεια, που δεν γνώριζαν τι τους επεφύλλασσε η επόμενη μέρα, και οι οποίοι, πολλές φορές, από την ανάγκη της επιβίωσης κατηγορούσαν και δικούς τους ανθρώπους. Ο αλβανικός λαός, στο σύνολό του, μαρτύρησε κάτω από ένα βάρβαρο σύστημα, με βάρβαρους υπηρέτες του, δοκιμάστηκε για μισόν αιώνα και έζησε στα σκοτάδια, στην απομόνωση, στην αμάθεια και στη δίνη ενός βάναυσου καθεστώτος, με απαίδευτους, απολίτιστους και αγροίκους υποστηρικτές.