Τι πρέπει να γίνει με την περιουσία της Βελλάς…

on .

Ο τρόπος της απόκτησης της περιουσίας της Βελλάς, που ιδρύθηκε το 1911, γίνεται ολοφάνερος με το από 16-9-1914, έγγραφο του ιδρυτή της Βελλάς, Μητροπολίτη Σπυρίδωνα, προς το Υπουργείο Παιδείας. Με αυτό ζητούσε την αναγνώριση του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς, που είχε ιδρυθεί επί τουρκοκρατίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από αυτό το έγγραφο και στο τέλος του άρθρου φωτοαντίγραφο από το ιδιόχειρο έγγραφο του Μητροπολίτη: «Όταν -γράφει- επί του ερειπωμένου ιερού τούτου  σκηνώματος έθετον τον θεμέλιον του ευεργετικωτάτου τούτου εν Ηπείρω Ιδρύματος, ως μόνον εφόδιον είχον την ελπίδα εις τον Θεόν και εις την γενναιοδωρίαν του Έλληνος. Και δεν ευρέθην ηπατημένος. Αμφότεροι εβοήθησαν, ο τε πλουσιόδωρος Θεός και ο ανεξάντλητος Έλλην τείνας ους ευήκοον εις την προς αυτόν θερμήν υπέρ της ιδρύσεως και συντηρήσεως του ευαγούς τούτου ιδρύματος έκκλησίν μου».

Κατά τρόπο σαφή ο Μητροπολίτης Σπυρίδων τονίζει στο έγγραφό του προς το Υπουργείο ότι για την ίδρυση και συντήρηση του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς τον βοήθησε ο ανεξάντλητος Έλληνας που άκουσε την παράκλησή του. Και όταν μιλάει για τον «ανεξάντλητο Έλληνα», εννοεί τον ανεξάντλητο στον τομέα αυτό Ηπειρώτη της υπόδουλης τότε (1911) Ηπείρου και της Διασποράς. Αυτό δεν είναι απλή υπόθεση, αλλά αποτέλεσμα συστηματικής έρευνας, η οποία πραγματοποιήθηκε, με βάση την επιστολή του Μητροπολίτη (την οποία αναζητήσαμε και βρήκαμε στους αποδέκτες της), για λογαριασμό της Σχολικής Εφορείας, κατά τη διάρκεια του δικαστικού αγώνα, από τον διακεκριμένο δικηγόρο Γεώργιο Ντίνο, σύμφωνα με την οποία: «Μετά τις εκκλήσεις προς τους Ηπειρώτες της υπόδουλης Ηπείρου και της Διασποράς, ο μητροπολίτης Σπυρίδων συγκέντρωσε σημαντικό χρηματικό ποσόν για το Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, στο οποίο θα εκπαιδεύονταν ιερείς και δάσκαλοι, με επιμόρφωση σε γεωπονικές γνώσεις. Με τα χρήματα αυτά κατασκευάστηκε τότε, στο χώρο που βρισκόταν «το ερειπωμένο σκήνωμα», το πρώτο διδακτήριο και οικοτροφείο στη Βελλά και αγοράστηκαν οι αγροτικές εκτάσεις της περιοχής από τον Τούρκο ιδιοκτήτη Γιαγιά - Μπέη, ο οποίος επί μακρόν χρονικό διάστημα διετέλεσε και δήμαρχος της πόλης, διατηρήθηκε μάλιστα στην εξουσία του Δήμου και δυο χρόνια μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1913. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αγορά των περιουσιακών στοιχείων έγινε στο όνομα του Δημητρίου Κίγκου, βουλευτή τότε στο τουρκικό κοινοβούλιο και λαϊκού αντιπροσώπου της Ελληνικής Χριστιανικής Κοινότητας της περιοχής των Ιωαννίνων. Αυτό έγινε γιατί, σύμφωνα με τον τουρκικό νόμο ,τα Ιδρύματα αυτά, όπως ήταν η Βελλά, δεν είχαν προσωπικότητα και δεν μπορούσαν να αποκτούν δικαιώματα και περιουσιακά στοιχεία. Για την αγορά αυτή υπάρχουν οι τουρκικοί τίτλοι».

Όλα αυτά τα στοιχεία υποβλήθηκαν στο δικαστήριο, το οποίο έκρινε την αναγνωριστική αγωγή που είχε υποβάλει η (ανύπαρκτη ουσιαστικά) Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Βελλάς. Με βάση αυτά τα στοιχεία ο Άρειος Πάγος, με την 603/1985 τελεσίδικη απόφασή του, την απέρριψε, όπως βλέπετε στο παρατιθέμενο διατακτικό της απόφασης. Με τα ίδια στοιχεία το ανεξάρτητο πια Ελληνικό Κράτος φρόντισε να κατοχυρώσει νομικά την περιουσία της Βελλάς και εξέδωσε αρχικά, το 1926,Ν.Δ. με το οποίο έγινε ανασύσταση του Ιδρύματος το οποίο μετατράπηκε σε «Αγροτική -Ιερατική Σχολή». Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τα δυο πρώτα μέλη του διδακτικού προσωπικού της Σχολής, ήταν ένας θεολόγος και ένας γεωπόνος. Στη συνέχεια δε οι διατάξεις του διατάγματος αυτού κωδικοποιήθηκαν με το νόμο 5408/1932,με τον οποίο, στα άρθρα 30 και 31,καθορίζεται ότι: «Πόροι της Σχολής είναι τα έσοδα όλης της περιουσίας τα οποία προσκυρώνονται στη Σχολή, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και κρίνεται αναπαλλοτρίωτη στο διηνεκές για την εξυπηρέτηση της ιερής αποστολής της Σχολής».

Έτσι το Ιεροδιδασκαλείο αναδιοργανώθηκε, αξιοποίησε την περιουσία που του πρόσφερε «ο ανεξάντλητος Έλλην» και πρόσφερε, επί δεκαετίες ολόκληρες υπηρεσίες προς την Ήπειρο και το Έθνος γενικότερα• ώσπου άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα ,με πρωτεργάτες τον πρώην μητροπολίτη Ιωαννίνων και στη συνέχεια αρχιεπίσκοπο της χούντας του Ιωαννίδη Σεραφείμ και τον εδώ αντικαταστάτη του Θεόκλητο, για το σφετερισμό της περιουσίας της Σχολής, που προκάλεσε τις γνωστές αντιδράσεις. Αυτό το θέμα, αν υπήρχε όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, από το 1985 μέχρι σήμερα, οργανωμένο συνταγματικά κράτος με πολιτικό προσωπικό που σέβεται το Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό ,και όχι αυτό το πολιτικό προσωπικό που γνωρίσαμε και ζούμε και σήμερα, έπρεπε να έχει λήξει οριστικά με την 603/1985 τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου. Και όμως δεν έληξε.

Και αυτό γιατί αυτοί που μας κυβέρνησαν από το 1986 μέχρι και σήμερα, όλοι, χωρίς εξαίρεση-και το τονίζω αυτό μετά γνώσεως λόγου-σε ό,τι αφορά τα Παλαιά Κληροδοτήματα Ιωαννίνων, τις Σχολικές Περιουσίες της πόλης που προέρχονται από Κληροδοτήματα και την Περιουσία της Βελλάς- δεν ακολούθησαν το Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό, όπως άλλωστε ορκίστηκαν επίσημα, ούτε τις γνωστές και φρούδες προεκλογικές τους υποσχέσεις -θα τις ακούσουμε ακόμα μια φορά καθώς βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο- καταπάτησαν προκλητικά το Σύνταγμα και τους σύμφωνους με αυτό νόμους, ενήργησαν και ενεργούν, σύμφωνα με τη δημόσια δήλωση του επί οκτώ χρόνια Προέδρου της Βουλής Απόστολου Καχριμάνη, «κατόπιν αδιαφανών παρασκηνιακών παρεμβάσεων». Αυτό επιβεβαιώνεται από τον τρόπο με τον οποίο ψηφίστηκε, το 2013, το αντισυνταγματικό άρθρο 82 του νόμου 4182/2013, και αυτό επιβεβαιώνει και η πρόσφατη «κυβερνητική απόφαση» για το ξεπούλημα της περιουσίας της Βελλάς, για την οποία κανένα κόμμα δεν αντέδρασε, γιατί ξέρουν όλα από πού προέρχονται αυτές οι «αδιαφανείς παρασκηνιακές παρεμβάσεις».

Και τώρα έρχεται το σκληρό και αδυσώπητο ερώτημα: Τι πρέπει να γίνει; Εδώ χρειάζονται δυο επισημάνσεις: Το τι πρέπει να γίνει είναι εύκολο, όπως θα φανεί από τα όσα θα αναφερθούν παρακάτω. Αν όμως αυτό θα γίνει, δεν εξαρτάται από την υπάρχουσα, όλων των αποχρώσεων, πολιτική ηγεσία του τόπου. Θα εξαρτηθεί βασικά από τις δικές μας προσεκτικές, οργανωμένες και αποφασιστικές αντιδράσεις.

Και απαντώ στο πρώτο ερώτημα: Τί πρέπει να γίνει; Το δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί τον δείχνει, κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αυτό που προηγήθηκε με ένα άλλο πανομοιότυπο θέμα: Το έτος 1925 ιδρύθηκε στο χώρο που υπάρχει η Μονή Δουρούτης, το «Πρακτικό Γεωργικό Σχολείο Δουρούτης». Σ’ αυτόν το χώρο υπήρχε τεράστια αγροτική έκταση, στην οποία σήμερα βρίσκεται η Πανεπιστημιούπολη Ιωαννίνων. Η έκταση αυτή, σύμφωνα με το νόμο για τις απαλλοτριώσεις αυτών των εκτάσεων, έπρεπε να απαλλοτριωθεί και να διανεμηθεί στους ακτήμονες αγρότες, όπως έγινε με όλες τις παρόμοιες εκτάσεις του λεκανοπεδίου. Με παρέμβαση του Μητροπολίτη Ιωαννίνων και αποδοχή του Κράτους, η περιουσία αυτή, όπως έγινε και με την περιουσία της Βελλάς, η οποία, όπως αναφέραμε, δημιουργήθηκε επί τουρκοκρατίας, με δωρεές Ηπειρωτών, για τις ανάγκες της Σχολής, κρίθηκε και αυτή αναπαλλοτρίωτη εις το διηνεκές (ίδια ορολογία με αυτήν της περιουσίας της Βελλάς) «διά τας ανάγκας του Πρακτικού Γεωργικού Σχολείου Δουρούτης». Το Σχολείο αυτό έκλεισε, όπως συνέβη και με τη Σχολή Βελλάς, πρόσφατα. Τι έγινε όμως αυτή η περιουσία; Το 1964, όπως ξέρουμε ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ως παράρτημα αρχικά του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και άρχισαν οι διαδικασίες ανεξαρτοποίησής του.

Η περιουσία αυτή καταγράφηκε ως περιουσία του Πρακτικού Γεωργικού Σχολείου -δηλαδή ως δημόσια περιουσία- με ειδικό κωδικό αριθμό του Υπουργείου Γεωργίας και το 1968, με διάταγμα που υπογράφηκε, ύστερα από ομόφωνη απόφαση του υφιστάμενου Διοικητικού Συμβουλίου του «Πρακτικού Γεωργικού Σχολείου Δουρούτης» (Αριθ. Πρακτικού 4-3 -1967), «μεταβιβάζεται εις το Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης άπασα η περιουσία του Σχολείου, επί σκοπώ, όπως αι εκτάσεις του χρησιμοποιηθώσι δια την ανέγερσιν της Πανεπιστημιουπόλεως των σχολών και των πάσης φύσεως εγκαταστάσεων τούτου. Οίκοθεν νοείται ότι η περιουσία αύτη εν η περιπτώσει αι εν Ιωαννίνοις Σχολαί του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου ήθελον αναχθή εις ίδιον Πανεπιστήμιον Ιωαννίνων θα περιέρχεται αυτοδικαίως εις την κυριότητα αυτού». 

Το ίδιο ακριβώς πρέπει να γίνει και με την περιουσία της Σχολής Βελλάς, η οποία, αυτοδικαίως: να περιέλθει στο Κράτος, με νόμο στον οποίο θα αναφέρεται ότι όλοι οι νόμοι, διατάγματα και κυβερνητικές αποφάσεις που ψηφίστηκαν ή υπογράφηκαν «έπειτα από αδιαφανείς παρασκηνιακές παρεμβάσεις», μετά την 603/1985 τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου, είναι άκυροι, ότι η περιουσία αυτή ανήκει «αυτοδικαίως» στη Σχολή και όχι στην -ανύπαρκτη άλλωστε Μονή- και θα χρησιμοποιηθεί, ύστερα από προτάσεις των αρμόδιων Ηπειρωτικών τοπικών οργάνων, για την αγροτική ανάπτυξη του τόπου στον οποίο ανήκει.

Αν μου επιτρέπεται μια πρώτη -πρόχειρη- πρόταση, ύστερα από συνεννόηση με το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και με τα αρμόδια υπουργεία, να παραχωρηθεί σ’ αυτό, υπό τον απαράβατο όρο ότι θα Ιδρυθεί μια αγροτικού τύπου Ανωτάτη Σχολή, που, κατά τη γνώμη μου, θα συμβάλει στην αναζωογόνηση της ερημωμένης Ηπειρωτικής υπαίθρου.

Κάθε άλλη απόφαση για την τύχη της περιουσίας της Σχολής Βελλάς που καταργήθηκε, όπως η τελευταία κυβερνητική απόφαση, είναι, όχι μόνο αντισυνταγματική και παράνομη, αλλά αντιστρατεύεται βασικές αρχές ηθικής, δικαίου και σεβασμού, στοιχείων βασικών μιας στοιχειωδώς οργανωμένης κοινωνικής ζωής, για την παράβαση των οποίων πλέον, με όσα συνέβησαν, υπεύθυνη δεν θα είναι η έτσι κι αλλιώς ανεύθυνη πολιτική ηγεσία -χωρίς καμιά εξαίρεση- αλλά υπεύθυνοι θα είμαστε όλοι εμείς οι πολίτες στους οποίους το τελευταίο άρθρο του Συντάγματος -όχι τυχαία- αφήνει την υποθήκη: «Ο σεβασμός του Συντάγματος στους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων». Προσέξτε: Δεν λέει όλων των πολιτικών, αλλά όλων των πολιτών!