Τίποτα δεν αλλάζει σε αυτό τον τόπο!

on .

 Με θλίβει το γεγονός ότι κοιτάζοντας το αρχείο μου παρατηρώ ότι κείμενά μου προ εικοσαετίας θα μπορούσαν να δημοσιευθούν και σήμερα χωρίς να αλλαχθεί ούτε ένα κόμμα. Αρθρογραφία, ρεπορτάζ, σχόλια, επισημάνσεις, με αναφορά σε ζητήματα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά που αναφέρονται στο τότε ισχύουν δυστυχώς και σήμερα.

Τίποτε δεν αλλάζει σε αυτό τον τόπο; Ούτε ο κακός μας εαυτός; Δεν έχουμε παραδειγματιστεί από τα λάθη του παρελθόντος; Δεν πήραμε μαθήματα από τα παθήματά μας; Η απάντηση είναι όχι, πορευόμαστε χωρίς πυξίδα, χωρίς σχέδιο, χωρίς όραμα. Αρκούμαστε στις υποσχέσεις και γρήγορα ξεχνάμε. Και πλέον συζητάμε τα προβλήματα που μας αφορούν και μας απασχολούν ακόμη, από τον …καναπέ του σπιτιού μας.

Βλέπεις, πέρασε και η ορμή της νιότης, η επαναστατικότητά μας εκδηλώθηκε μεν, περιορίστηκε δε και χάθηκε μέσα στο χρόνο και τις μικροανέσεις μας. Θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο αλλά δεν θέλαμε να αλλάξουμε οι ίδιοι. Όλοι λίγο ή πολύ καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία ολισθαίνει επικίνδυνα.

Χρόνο με το χρόνο η σύγχυση μεγαλώνει και επιτείνει την ανασφάλεια, οι ενοχές μιας κοινωνίας περιορίζονται στη συνθηματικού τύπου άποψη: «τι κοινωνία θα παραδώσουμε στις επόμενες γενιές». Έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας και αυτό γιατί έχουμε μεταβεί στο «εγώ από το εμείς, στο έχειν από το είναι».

Κτίζουμε ένα καινούριο αύριο με υλικά του χθες, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψην ούτε το σήμερα, έχουμε αφεθεί στη μακαριότητά μας με την ψευδή βεβαιότητα ότι την κακιά ώρα ο από μηχανής Έλλην Θεός, θα μας σώσει. Ζούμε μια διαρκή ψευδαίσθηση ευδαιμονίας που τα πάντα έχουν αφεθεί στην τύχη και το χρόνο, χωρίς να υπολογίζουμε ότι κάποτε η τύχη τελειώνει και ο χρόνος μπορεί να αποβεί μοιραίος. Η θέληση έχει υποκατασταθεί από την αδυναμία και τη βόλεψη, γι’ αυτό η συγκίνηση είναι έκδηλη κάθε φορά που προβάλλεται μια ανθρώπινη ιστορία.

Ένα βίντεο, μια φωτογραφία στο διαδίκτυο γίνεται viral, αναρωτιέμαι γιατί αδυνατούμε να ζήσουμε και μείς ανάλογες στιγμές συγκίνησης ή ο άνθρωπος από την φύση του όντας κοινωνικό ον, θέλει αλλά δεν μπορεί γιατί έχει αλλοτριωθεί; Κάτι μέσα του τον κρατά από τη χαρά και την αγαλλίαση που θέλει να νιώσει.

Απεναντίας, νοιώθουμε ενοχές για την κοινωνία που παραδίδουμε στα χέρια των επόμενων γενεών, μα οι ενοχές δεν συνάδουν με τη φύση του ανθρώπου, ο άνθρωπος γεννήθηκε για να αγαπά όχι για να μισεί, όπως έλεγε και η Αντιγόνη στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Πλάστηκε για να γευτεί τον κόσμο όλο και να τον κάνει καλύτερο, κάτι που το συναντά κανείς και στη φιλοσοφία και τη θεολογία. Ο Θεός εποίησε τον κόσμο λίαν καλώς, όχι άριστα που θα μπορούσε ως Θεός, αλλά άφησε στον άνθρωπο, το δημιούργημά του να τον κάνει άριστο μέσα από τις δικές του ενέργειές.

Σε ένα τέτοιο κόσμο πολλές φορές επιτακτικά παρακαλούμε «να βάλει ο Θεός το χέρι του» και να αφυπνίσει συνειδήσεις, αγνοώντας όμως ότι ο Θεός δεν παρεμβαίνει στην απόλυτη ελευθερία και βούληση του ανθρώπου.

Οπότε στρεφόμαστε στον πνευματικό κόσμο, για να διαπιστώσουμε με λύπη ότι τελεί εν υπνώσει. Ακόμη και η ίδια η εκκλησία ως χαρά και πηγή ζωής, αδυνατεί να παρακολουθήσει το σύγχρονο άνθρωπο. Μετατράπηκε σε «…μια καταθλιπτική, μονότονη κι εύκολη καθηκοντολογική συνήθεια, την οποία ο κόσμος, που θέλει να προσβλέπει στο μέλλον, την εγκαταλείπει στον ασυνεχή ιστορισμό της χθες, αποκόπτοντάς την απ’ τον χρόνο των ενασχολήσεων και αναζητήσεών του...» όπως έγραψε πριν από χρόνια ένας από τους λίγους φωτισμένους εκκλησιαστικούς ηγέτες, ο μακαριστός Μητροπολίτης Ιωαννίνων Θεόκλητος.

Ο Άνθρωπος είναι το τελειότερο όν επί της γης, ίσως αυτό τελικά είναι και η μεγαλύτερη αδυναμία του, η «αχίλλειος πτέρνα» του!