Η εκδίκηση της ιστορίας…

on .

 Από τους πιο αξιόλογους μελετητές της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας των γνωστών υπερδυνάμεων που κρατάνε στα χέρια τους τις τύχες όλου του κόσμου, ο Μark GaleottI, καθηγητής σε Πανεπιστήμια της Αγγλίας, της Αμερικής και της Ρωσίας, σε ένα από τα πολλά συγγράμματά του, γραμμένα με αφορμή γεγονότα που σημάδεψαν την πολιτική Ιστορία αυτών των υπερδυνάμεων, τα τελευταία χρόνια, αποφαίνεται ότι: «Η Ιστορία είναι ένα ποτάμι που δεν αλλάζει κατεύθυνση και, όπως αναφέρει ο Μαρξ, η τραγωδία της Ιστορίας, όταν επαναλαμβάνεται, επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Κανένας δεν πρέπει να τα βάλει με την Ιστορία, γιατί η Ιστορία πάντα κερδίζει και εκδικείται». 

Βρήκα αρκετά ενδιαφέρουσες τις παραπάνω απόψεις και σκέφθηκα ότι αυτές παρουσιάζουν το ίδιο ή παρόμοιο ενδιαφέρον και για τη δική μας πολιτική ιστορία, αν την παρακολουθήσουμε από την αρχή της λεγόμενης μεταπολίτευσης μέχρι τις μέρες μας, σε όλα τα βασικά της σημεία, με κυρίαρχο ασφαλώς το οικονομικό, όπως αυτό προκύπτει από επίσημες δηλώσεις των πολιτικών ηγετών αυτής της περιόδου και από καταχωρισμένα, εξίσου επίσημα, στατιστικά στοιχεία.

Σύμφωνα λοιπόν με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (της γνωστής ΕΛΣΤΑΤ), από το 1975 -πρώτο έτος της μεταπολίτευσης- μέχρι σήμερα 13 πρωθυπουργοί ανταγωνίζονταν να αυξήσουν το δημόσιο χρέος, για καθαρά μικροπολιτικές επιδιώξεις, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες για μια τέτοια αλόγιστη και καιροσκοπική τακτική. Αυτό δε το πνεύμα το είχαν μεταφέρει σε όλους τους δημόσιους οργανισμούς που διαχειρίζονταν δημόσιο χρήμα και ελέγχονταν από την Κεντρική εξουσία, όπως ήταν οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα Ασφαλιστικά Ταμεία.

Και να λάβουμε υπόψη ότι ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, ο ιδρυτής του Πολυτεχνείου και θεμελιωτής της Ανώτατης Τεχνικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ο Νικόλαος Στουρνάρης, που είχε οραματιστεί μια παραγωγική και δημιουργική Ελλάδα απευθυνόμενος προς τους υπουργούς της εποχής του, σ’ αυτούς τους «πυργοκατοίκους του μεσαίωνος», όπως τους αποκαλούσε, τους είχε προειδοποιήσει: «Ανάπτυξις και ευδαιμονία εις μίαν χώραν δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν, χωρίς Παιδείαν. Παν Κράτος καταναλίσκον, ως η Ελλάς, περισσότερα παρ’ όσα παράγει, δεν δύναται να ορθοποδήση επί πολύ». 

Κάτι παρόμοιο έγινε και στα χρόνια της μεταπολίτευσης: Στα πλαίσια του κομματικού-πελατειακού κράτους που είχαμε δημιουργήσει-τέτοιο είναι κατά κανόνα το κράτος των μονοκομματικών κυβερνήσεων, που δημιουργείται με πρόφαση τη σταθερότητα- ακολουθήθηκε ο δρόμος του παρασιτισμού και της εκποίησης της χώρας, με τη συμπεριφορά των κομμάτων -συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης-τα οποία πλειοδοτούσαν -και πλειοδοτούν και σήμερα- σε εθνικιστική ρητορεία, με αποτέλεσμα η πασιφανής κρίση που διέρχεται η χώρα μας να ξεπεράσει τα όρια της οικονομικής αντοχής να προχωρήσει ως την αυτοκαταστροφή και να είμαστε υποχρεωμένοι όλοι -με πρώτους και καλύτερους τους πολιτικούς μας- να βάλουμε όρια σ’ αυτόν τον κατήφορο, αν θέλουμε να επιβιώσουμε.

Το πρώτο σήμα κινδύνου εκπέμπεται από τον τότε υπουργό Ευάγγελο Αβέρωφ και αφορά τις κυβερνήσεις Κων. Καραμανλή και Γεωρ. Ράλλη, από το 1975 μέχρι το 1981: Με απόρρητη έκθεσή του προς τον Γ. Ράλλη, παραμονές των εκλογών του 1981, διεκτραγωδεί την οικονομική κατάσταση της χώρας, επισημαίνοντας ότι: «Από την μελέτη των οικονομικών στοιχείων καταλήγω σε πάρα πολύ ανησυχητικά συμπεράσματα για την προσεχή πορεία της οικονομίας μας. Από οποιαδήποτε ελληνική σκοπιά και να κοιτάξουμε τους αριθμούς θα καταληφθούμε από δέος..».

Η δημοσιοποίηση της έκθεσης έδωσε λαβή στο ΠΑΣΟΚ, που ανέλαβε την εξουσία, να δηλώσει ότι «παραλάβαμε καμμένη γη», να συνεχίσει, στο όνομα της ΑΛΛΑΓΗΣ, τη δική του φιλολαϊκή πολιτική, με κορύφωση το γνωστό «Τσοβόλα δόστα όλα». Αυτό ανάγκασε τον Οικονομολόγο πρωθυπουργό Α. Παπανδρέου, το 1993, που επανήλθε -ύστερα από τη σύντομη παρένθεση Κ. Μητσοτάκη- στην εξουσία, να διακηρύξει ότι: «Ή το Έθνος θα εξαφανίσει το δημόσιο χρέος, ή το δημόσιο χρέος θα εξαφανίσει το Έθνος». Η ΑΛΛΑΓΗ, όμως, τελείωσε νωρίς, κατά τον Παρασκευά Αυγερινό, το δημόσιο χρέος αντί να εξαφανιστεί, διογκωνόταν.

Αυτό συνεχίστηκε και με «το θολό και κακέκτυπο εκσυγχρονισμό» του Σημίτη. Παρά τις επίσημες διακηρύξεις των υπουργών του, συνεχίστηκε με τον -κατά τους οικονομολόγους- «μακροοικονομικό λαϊκισμό», συνδέθηκε με τα σκάνδαλα των εξοπλισμών και του χρηματιστηρίου, έως ότου τα ηνία της χώρας παραδόθηκαν στον Καραμανλή το νεότερο. Αυτός άπειρος όντας από εξουσία, με μοναδικό εφόδιο το όνομα του θείου, μόλις ανέλαβε την εξουσία προέβη στις βαρύγδουπες διακηρύξεις. «Θα προχωρήσουμε σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θα εξασφαλίσουν το μέλλον της χώρας». Και πώς το εξασφάλισε; Παρέδωσε το 2009, πανικόβλητος μαζί με την εξουσία, μια Ελλάδα χρεοκοπημένη στον άλλο «πορφυρογέννητο γόνο», το Γιωργάκη, που αναρριχήθηκε στον πρωθυπουργικό θώκο με το δελεαστικό σύνθημα, που φανέρωνε και τη δική του ασχετοσύνη, «λεφτά υπάρχουν». Περιχαρής, στη συνέχεια, διακήρυξε πως «θα κάνω την Ελλάδα Δανία του Νότου» και μας βούλιαξε «στα δανεικά». Έτσι ανέλαβε ουσιαστικά την εξουσία της χώρας η περίφημη Τρόικα με την ενισχυμένη εποπτεία και με τα δυσβάστακτα μνημόνια. 

Και με τους δυο αυτούς «πορφυρογέννητους γόνους» επιβεβαιώνεται η άποψη που διατυπώνει για τους πολιτικούς ηγέτες αυτού του είδους η Κοινωνιολογία, όταν υποστηρίζει πως «όπως συμβαίνει με όλες τις κορυφές, δεν υπάρχει πουθενά να πας εκτός από το να πάρεις τον κατήφορο». Δικαιώνει επίσης την -κάπως σκληρή- δήλωση γνωστού στελέχους του ΠΑΣΟΚ, της Βάσως Παπανδρέου, σύμφωνα με την οποία «ο Καραμανλής -εννοεί τον νεότερο- διέλυσε την Οικονομία της Χώρας και εμείς -εννοεί την Κυβέρνηση του Γιωργάκη- διαλύσαμε τη Χώρα».

Μια μικρή κάμψη του χρέους παρουσιάστηκε φαινομενικά στην περίοδο Σαμαρά -Βενιζέλου -άλλοι μεταρρυθμιστές και τούτοι- αλλά αυτή οφείλεται στο κούρεμα του χρέους από τους δανειστές μας, που μας λυπήθηκαν και στην «εφιαλτική λεηλασία» της ιδιωτικής περιουσίας των καταθετών και των ασφαλιστικών ταμείων. Αυτά τα σκληρά μέτρα ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων κατά της τότε Κυβέρνησης. Την εκμεταλλεύτηκε η αντιπολίτευση, που μετά τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ εκπροσωπήθηκε από το ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Τσίπρα. Άκουσε ο κόσμος το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης με δώδεκα φιλολαϊκά μέτρα, ενθουσιάστηκε από τη διακήρυξη πως «με ένα νόμο και με ένα άρθρο θα καταργήσουμε το μνημόνιο». 

Συνέβη στη συνέχεια αυτό που λέει μια ιταλική παροιμία: «από το να λες μέχρι το να πράττεις μεσολαβεί η θάλασσα». Και τη συνέχεια την ξέρετε. Πλήρης προσαρμογή στη μνημονιακή πραγματικότητα, πράγμα που έκανε το Δημήτρη Κουτσούμπα μέχρι και πρόσφατα να δηλώσει ότι ήταν «η πιο μνημονιακή κυβέρνηση της μεταπολίτευσης». Το δημόσιο χρέος, στο μεταξύ ακολουθούσε την ανοδική του πορεία.

Και κάτω από αυτές τις συνθήκες φτάσαμε στο σημερινό «επιτελικό κράτος», με τους κορονοϊούς βέβαια και την ενεργειακή κρίση, που ενισχύθηκαν όμως από την απαραίτητη «επιτελική» σάλτσα των υποκλοπών, του Πάτση και του Χειμάρα και με το χρέος να ξεπερνάει την ξέφρενη εκτίναξή του στα 355 δις. ευρώ, τα οποία θα κληθούν να ξεχρεώσουν οι επερχόμενες γενεές. Μια εναργή και διδακτική εικόνα αυτής της πορείας μας προσφέρει ο παρατιθέμενος επίσημος και αναλυτικός πίνακας της ΕΛΣΤΑΤ, τον οποίο αξίζει να τον προσέξουμε και να βγάλουμε τα αναγκαία συμπεράσματα.

Πριν 210 χρόνια ο Λόρδος Βύρων που βρέθηκε, όπως είναι γνωστό στην υπόδουλη ακόμα Ελλάδα, της απηύθυνε έναν υπέροχο ύμνο που άρχιζε με το στίχο: «Όμορφη Ελλάδα! Λείψανο θλιβερό, παλιάς μεγαλοσύνης». Δεν ξέρω, αν ζούσε σήμερα, 200 χρόνια μετά την Επανάσταση και 47 χρόνια μεταπολίτευσης τι θα έγραφε. Για τα πρώτα υποψιάζομαι ότι δεν θα συμφωνούσε με τα πορίσματα τα οποία, όπως έγραψαν οι εφημερίδες, παρέδωσε στη Βουλή η υπό τη Γιάννα Αγγελοπούλου επιτροπή εορτασμού. Για τα δεύτερα όμως -της μεταπολίτευσης- πολύ φοβάμαι ότι θα τροποποιούσε κάπως την άποψη του Galeotti, που παραθέσαμε στην αρχή, για την Ιστορία και την εκδίκησή της, και θα πρόσθετε: «Όμορφη Ελλάδα», η πολιτική σου ιστορία, όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, όπως αποδεικνύεται και από τον πίνακα της ΕΛΣΤΑΤ, εκδηλώθηκε ως φαρσοκωμωδία για τους πολιτικούς σου ηγέτες, και ως τραγωδία για το Λαό σου. Αν όμως εξακολουθήσεις να πορεύεσαι με τον ίδιο ρυθμό, τότε δεν θα υπάρχει μόνο ο κίνδυνος για την παραπέρα διόγκωση του δημόσιου χρέους, αλλά και ο κίνδυνος να καταντήσεις, όπως σε βρήκα, πριν από 210 χρόνια, ένα λείψανο θλιβερό, παλιάς μεγαλοσύνης’ και τούτο γιατί «τα έβαλες με την ιστορία και η ιστορία πάντα κερδίζει και εκδικείται».