Το θαύμα των Χριστουγέννων… (Τα πέντε κλειδιά)

on .

 Αυτή η ιστορία, δεν είναι αληθινή! Είναι προϊόν μυθοπλασίας, ένα παραμύθι για παιδιά και για μεγάλους, όπως όλα τα άλλα παραμύθια που γράφονται και λέγονται αυτές τις γιορτινές μέρες και που, κατά έναν περίεργο τρόπο, ζωντανεύουν μέσα στις καρδιές μας σαν από θαύμα!

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό και φτωχικό χωριουδάκι χτισμένο στις όχθες ενός ποταμού που διέσχιζε με τα ήρεμα νερά του μια πανέμορφη καταπράσινη κοιλάδα, ζούσε ο μικρός Λευτέρης, για τον οποίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια. 

Όπως ακριβώς τα νερά του ποταμού, ήρεμα κυλούσε και η ζωή των ανθρώπων που ήταν όλοι τους χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Ήταν ολιγαρκείς και κυρίως ευσεβείς προς τους προγόνους τους και τον Θεό. Ξεχώριζαν από τους άλλους κατοίκους των γύρω χωριών, καθώς αγαπούσαν με πάθος τη μάθηση, την πατρίδα και τις παραδόσεις τους! 

Όμως, ο μεγάλος άρχοντας της περιοχής που ήταν άπληστος και θεωρούσε ότι όλοι και όλα πάνω στη γη του ανήκαν, δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτό το χωριό γιατί ήταν ανεξάρτητο από τη δική του επιρροή. Αποφάσισε λοιπόν να το υποδουλώσει. Κάλεσε αμέσως σε σύσκεψη τους πιο σκοτεινούς και καταχθόνιους συμβούλους του και τους είπε: «Αυτό το χωριό θα πρέπει να το εξαφανίσουμε»! Όλοι συμφώνησαν! 

Τη δύσκολη αυτή αποστολή την ανέλαβε ο κακός μάγος, ο οποίος έθεσε αμέσως σε εφαρμογή το βδελυρό του σχέδιο, λέγοντας: «Για να τους υποδουλώσουμε, πρέπει να χάσουν οπωσδήποτε την πίστη τους προς τον Θεό. Να χάσουν την αγάπη τους προς την πατρίδα. Να τους διαλύσουμε την παιδεία ώστε να ξεχάσουν την ιστορία, τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους. Να γίνουν άπληστοι και να τους σπείρουμε τη διχόνοια και τον φόβο. Μετά, όλα θα είναι εύκολα». 

Την άλλη μέρα κιόλας, μεταμφιεσμένος ο μάγος σε μια όμορφη κοπέλα, έφτασε στο χωριό κρατώντας ένα καλάθι με χρυσά μήλα. Κανείς δεν μπόρεσε από τους κατοίκους να αντισταθεί στον πειρασμό και όλοι σχεδόν έσπευσαν να πάρουν ένα μήλο για το σπιτικό τους. Μόλις όμως το άφησαν πάνω στο τραπέζι, χάθηκε από μέσα τους η πίστη στον Θεό. Την επόμενη μέρα ήρθε πάλι η ίδια κοπέλα με το καλάθι γεμάτο χρυσά μήλα που όσοι πήραν και το έβαλαν στο τραπέζι τους μετατράπηκαν με έναν μαγικό τρόπο σε αλαζόνες και εγωιστές. Το ίδιο συνέβη και τις επόμενες μέρες με αποτέλεσμα να γίνουν οι περισσότεροι κάτοικοι δύσπιστοι, φθονεροί, καχύποπτοι, αγενείς, σκληροί. Σιγά – σιγά, όλους τους κυρίευσε η απληστία, ο φόβος, η απόγνωση και η απελπισία. 

Ο μάγος τότε παρουσιάστηκε στον μεγάλο άρχοντα και ανέφερε:  «Άρχοντά μου η επιθυμία σου έγινε πραγματικότητα. Αυτοί οι χωριάτες τώρα είναι έτοιμοι να σε προσκυνήσουν».

Του φθονερού όμως αυτού μάγου, του διέφυγαν δυο σημαντικές λεπτομέρειες! Πρώτον ότι πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και δεύτερον ότι τα μαγικά χρυσά του μήλα δεν είχαν μπει σε όλα τα σπίτια. Κάποιοι είχαν βαθιά πίστη στον Θεό και στις σταθερές αξίες τους, και αντιστάθηκαν στους πειρασμούς. Ανάμεσα σε αυτούς, ήταν και η οικογένεια του Λευτέρη. 

Την παραμονή των Χριστουγέννων, την ώρα που οι χωρικοί είχαν γεμίσει τον κεντρικό δρόμο γύρω από την πλατεία για να μεριμνήσουν για το γιορτινό τραπέζι, συνέβη κάτι το ασυνήθιστο! Ένας παράξενος γεράκος, θεάθηκε να κατηφορίζει προς το χωριό, ακολουθώντας το μονοπάτι που έφτανε από το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γλυκοφιλούσας. Τα παιδία, είπαν πως θα ήταν ο Αϊ-Βασίλης, οι μεγάλοι τον πέρασαν για ζητιάνο, ο αστυνόμος του χωριού τον περιεργάστηκε καχύποπτα από την κορυφή ως τα νύχια, ο τσαγκάρης πρόσεξε τις φαγωμένες από την πεζοπορία σόλες του, ο μπαρμπέρης την απεριποίητη γενειάδα του, ο φούρναρης έβαλε μέσα στον φούρνο τα καλάθια με τις φρατζόλες και τις λιχουδιές που είχε για πούλημα και οι νοικοκυρές σχολίασαν απαξιωτικά τα παλιομοδίτικα και φθαρμένα από τον καιρό ρούχα του. 

Ο γεράκος, όταν έφτασε στο κέντρο της πλατείας, κοντοστάθηκε κάτω από τον πελώριο πλάτανο, έβγαλε από τον σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη μια μικρή φάτνη με πέντε κλειδαριές στη βάση της, και κάθισε στη ρίζα να ξαποστάσει. Κανείς δεν τον πλησίασε να του μιλήσει, ούτε τον ρώτησαν από πού έρχεται και αν είχε κάποια ανάγκη. Μόνο ο μικρός Λευτέρης πήγε μέσα στο καφενείο, αγόρασε ένα μπουκαλάκι με δροσερό νερό και το προσέφερε στον ηλικιωμένο ταξιδιώτη. 

Καθίσανε εκεί οι δυο τους και μιλούσαν μέχρι που σουρούπωσε. Πριν πέσει για τα καλά το σκοτάδι, ο γέρος - που όπως είπε στους γονείς του αργότερα ο Λευτεράκης ήτανε πολύ σοφός - ευχαρίστησε τον μικρό και του έδωσε στο χέρι ένα δερμάτινο σακουλάκι. Του εξήγησε ότι μόνο σε αυτόν θα μπορούσε να το εμπιστευτεί, επειδή είχε αγνή καρδιά. Ύστερα, του ψιθύρισε κάτι στο αυτί και συνέχισε την πορεία του προς άγνωστη κατεύθυνση. 

Το σακουλάκι είχε μέσα πέντε κλειδιά, όσες δηλαδή ήταν και οι κλειδαριές στη βάση της μικρής φάτνης. Σύμφωνα με τις οδηγίες, θα έπρεπε ο Λευτέρης να τις ξεκλειδώσει μία-μία πριν να φέξει η άλλη μέρα, ανήμερα των Χριστουγέννων. 

Έτσι κι έγινε. Λίγο πριν τα χαράματα, ο Λευτεράκης, γύρισε στην πρώτη κλειδαριά της φάτνης το κλειδί που έγγραφε «Πίστη». Και τότε, ξαφνικά, άρχισαν μόνες τους οι καμπάνες της εκκλησίας να χτυπάνε χαρμόσυνα. Οι χωρικοί, βγήκαν έντρομοι στο δρόμο, απορημένοι και αγριεμένοι που διακόπηκε ο ύπνος τους. Τότε ο Λευτεράκης έβαλε στην επόμενη κλειδαριά το δεύτερο κλειδί που έγραφε «Ταπεινότητα» και ως δια μαγείας, μια γλυκιά αγγελική μελωδία ακούστηκε από τον ουρανό και γιάτρεψε την ψυχή των χωρικών από την έπαρση, τον εγωισμό και την αλαζονεία. Με το τρίτο κλειδί, που έγραφε «Ελπίδα», ένα αστέρι σαν εκείνο της Βηθλεέμ φώτισε τον ουρανό και σκόρπισε τις τελευταίες σκιές της νύχτας. Και μαζί μ’ αυτές, τον φόβο, την απελπισία και την απόγνωση που είχε φωλιάσει στις καρδιές τους. Με το τέταρτο κλειδί που έγραφε «Αλληλεγγύη», ακούστηκε από αγγέλους το «Δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» και σκόρπισαν στα πέρατα, η αντιζηλία και η διχόνοια που τους είχε κυριεύσει από την ημέρα που δέχτηκαν τα χρυσά μήλα που τους έδωσε ο κακός μάγος. 

Με το που γύρισε στην κλειδαριά το πέμπτο και τελευταίο κλειδί που έγραφε «Αγάπη», ακούστηκε στην αρχή μέσα από το πλήθος ένας ψίθυρος που στη συνέχεια όλο και δυνάμωνε και στο τέλος έγινε χαρούμενες φωνές: «Ξημέρωσε Χριστούγεννα! Γεννήθηκε για να μας σώσει ο Χριστός»! Ξεχείλισε τότε μέσα στις καρδιές τους η αγάπη και γύρισε πίσω η χαμένη τους ελπίδα που με τους ήχους της καμπάνας εξαπλώθηκε με μιας από το μικρό αυτό χωριό σε ολόκληρη την οικουμένη! 

Ο μικρός μας ήρωας, έτρεξε και χώθηκε ευτυχισμένος στην αγκαλιά της υπερήφανης γι’ αυτόν μανούλας του. 

Αυτή η ιστορία, δεν είναι αληθινή! Είναι προϊόν μυθοπλασίας για παιδιά και για μεγάλους. Ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι, που όμως, κρύβει μέσα του την μία και μοναδική μεγάλη Αλήθεια! «Το θαύμα των Χριστουγέννων»…

Καλά Χριστούγεννα