Τα ευτράπελα του κάθε χωριού…

on .

Όσοι από εμάς, που έχουμε γεννηθεί σε χωριό, σίγουρα θα θυμόμαστε συγχωριανούς μας, μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά και συνομηλίκους μας που να έχουν μια έφεση στο χιούμορ. Το αυθόρμητο, το πηγαίο και όχι αντιγραφή, αλλά και κυρίως χωρίς βωμολοχίες, όπως συνήθως χρησιμοποιούν οι σημερινοί «κωμικοί» να βγάλουν γέλιο.

Θυμάμαι τον μπάρμπα Βασίλη στο χωριό μου με τα χωρατά του, που ήταν ευπρόσδεκτος κι ευχάριστος σε κάθε παρέα στα καφενεία του χωριού.

Συνήθως αυτοί οι άνθρωποι έχουν ένα χάρισμα που δεν έχουμε οι περισσότεροι. Όταν μιλάνε, είτε αφηγούνται κάτι, είτε λένε κάποιο ανέκδοτο, έχουν τέτοιο τρόπο, που το «ακροατήριο» κρέμεται από τα χείλη τους. Τέτοιος ήταν και ο μπάρμπα Βασίλης.

Όταν εκείνα τα χρόνια είχαν επιδοτηθεί στις περιφέρειες η εκτροφή χοιρινών και η πτηνοτροφία, ο μπάρμπα Βασίλης προτίμησε να κάνει μονάδα με χοιρινά.

Να τον φανταστείτε, μετρίου αναστήματος και αδύνατον, ήταν δεν ήταν 60 κιλά. Εν αντιθέσει με την συμβία του κ. Ουρανία, η οποία θα ξεπερνούσε τα 110 κιλά και ψηλή.

Είχε αγοράσει ο μπάρμπα Βασίλης ένα τύπου τρακτέρ, μη φανταστείτε μεγάλο, αλλά από εκείνα που έχουν τιμόνι σαν τις μηχανές, με μεγάλη καρότσα.

Ο στάβλος των χοιρινών ήταν κοντά  σ’ ένα μεγάλο λαγκάδι, στο κάτω μέρος του χωριού που χύνεται στον Άραχθο.

Έτσι λοιπόν, κάθε πρωί, ο μπάρμπα Βασίλης ανέβαινε στο τρακτέρ και πίσω στην καρότσα η κ. Ουρανία έβαζε «μπροστά» τη μηχανή και έπιανε τον  λεβιέ των ταχυτήτων και τον πήγαινε μια μπροστά μια πίσω μια δεξιά μια αριστερά, με θόρυβο που κινούσε την περιέργεια των άλλων.

Τον ρωτάει κάποιος, βλέποντας τους χειρισμούς του μπάρμπα Βασίλη:

- Ω Βασίλ’ τί κάν’ς αφτού με τ’ς ταχύτητες;

-Τι κάνω, του αποκρίνεται ο μπάρμπα Βασίλης τάχα σοβαρός: νά, να μην κάθομαι στο δρόμο και αλλάζω ταχύτητες τις βάζω από εδώ και ξεμπελιάζω.

Το τι γέλιο έπεσε δεν φαντάζεστε. Βέβαια ο μπάρμπα Βασίλης το έλεγε επίτηδες, κάνοντας τον ανίδεο για να γελάνε.

Μια μέρα όπως κατέβαινε με την κυρία Ουρανία στο συνηθισμένο δρομολόγιο, αντάμωσε με το λεωφορείο (βλέπετε εκείνα τα χρόνια κάθε μέρα υπήρχε συγκοινωνία στα χωριά κι ας ήταν και παλιόδρομοι). Σταματάει το λεωφορείο που ανέβαινε, σταματάει και ο μπάρμπα Βασίλης που κατέβαινε. Του κάνει νόημα ο οδηγός του λεωφορείου να κάνει πίσω να περάσει κι ο μπάρμπα Βασίλης του κάνει με χειρονομία σαν να του έλεγε «εγώ να κάνω πίσω;» Του βάζει τις φωνές ο οδηγός και οι επιβάτες, συγχωριανοί, βάλανε τα γέλια, γιατί τον ξέρανε τον μπάρμπα Βασίλη.

Του λέει λοιπόν ο μπάρμπα Βασίλης: -«Αν θέλεις να περάσεις έλα να το κάνεις πίσω, γιατί εγώ δεν τα καταφέρνω».

Για τα χοιρινά του αγόραζε χορτάρια από το Μεσολόγγι. Ήρθε το φορτηγό και του λέει ο μπάρμπα Βασίλης να ξεφορτώσει. 

Αφού ξεφόρτωσε τότε ο μπάρμπα Βασίλης, θέλοντας να τον «ρίξει» στην τιμή που συμφώνησαν του λέει να κάνουν λογαριασμό. 

Άρχισε  λοιπόν ο πωλητής, κάνοντας τον λογαριασμό κι’ όταν έλεγε ένα το κρατούμενο, ο μπάρμπα Βασίλης μόλις άκουγε το κρατούμενο κάνοντας τον χαζό του έλεγε «ένα το κρατούμενο για τ’ εσένα πάνε τα δικ’ μ’ τα γρούνια». Απηύδησε ο πωλητής και δέχτηκε την μείωση που ζητούσε ο μπάρμπα Βασίλης. Ωραίες ιστορίες αλλά αυτή που είχε μείνει στην  ιστορία του χωριού μου είναι με το δικαστήριο.

Ο μπάρμπα Βασίλης ήταν τακτικός «πελάτης» στα δικαστήρια με τις μικροαπατεωνιές του. Είχε δικαστεί πολλές φορές, όχι σοβαρές παρανομίες αλλά του κάνανε μηνύσεις γιατί ξέρανε ότι ήτανε λίγο πονηρούλης.

Σε μια ακροαματική διαδικασία που είχε κάποτε, ως κατηγορούμενος τον ρωτάει ο πρόεδρος: -Κατηγορούμενε δικάστηκες καμιά φορά;

-Όχι του απαντάει ο μπάρμπα Βασίλης, έτσι αυθόρμητα.

-Διακόπτουμε, λέει ο πρόεδρος, να εξετάσουμε το μητρώο σου.

Του λέει κάποιος συγχωριανός:-Ρε Βασίλη, τι είπες στον πρόεδρο ότι δεν δικάστηκες ποτέ;

-Άϊντε ντε πώς μου’ ρθε; Πάμε τώρα να σφίξουμε καμιά μπίρα και βλέπουμε.

Πηγαίνοντας προς το καφενείο βρίσκει ένα γνωστό δικηγόρο και τον ρωτάει: -«Έτσι κι έτσι, είπα στον πρόεδρο. Εγώ όπως ξέρεις έχω δικαστεί πολλές φορές».

-Την πάτησες, του λέει ο δικηγόρος, που γνώριζε τον μπάρμπα Βασίλη.

Επιστρέφοντας, για την συνέχεια της ακροαματικής διαδικασίας, του λέει ο πρόεδρος: -Έλα εδώ κατηγορούμενε, σε ρώτησα αν δικάστηκες καμιά φορά και μου είπες όχι. Εδώ βλέπω το μητρώο σου και είναι γεμάτο με καταδικαστικές αποφάσεις.

Και τι του απαντάει ο μπάρμπα Βασίλης: -Πρόεδρε, για εφέτος λέω ότι δεν δικάστ’κα, τ’ άλλα τα χρόνια ιιι!!!

Βάζουν τα γέλια οι ακροατές και ο πρόεδρος μαζί και του λέει:-«Αθώος ο κατηγορούμενος»…

Ο δικηγόρος ήταν στην πόρτα και παρακολουθούσε να ακούσει τι θα πει ο μπάρμπα Βασίλης. 

Τον πλησιάζει και του λέει: -Ούτε εγώ δεν θα σε συμβούλευα να πεις αυτή τη δικαιολογία.

Σε μια άλλη δικαστική του περιπέτεια βρέθηκε συγκατηγορούμενος με έναν γείτονά του, γιατί ο γάιδαρος του και η γαϊδουρίτσα του γείτονα μπήκαν στο περιβόλι κάποιου συγχωριανού του και του κατέστρεψαν  τα ζαρζαβατικά. Επόμενο ήταν ο ιδιοκτήτης να τους μηνύσει.

Το δικαστήριο, όπως ήταν αναμενόμενο, τους δίκασε. Τότε ο μπάρμπα Βασίλης ζήτησε να έχει την μισή ποινή, γιατί όπως είπε ο γάιδαρος του πατούσε με τα δύο πίσω πόδια γιατί τα μπροστινά ήταν επάνω στη γαϊδουρίτσα. 

Το ξανασκέφτηκε ο πρόεδρος και απέδωσε δικαιοσύνη. Το τι γέλιο «έπεσε» στην αίθουσα αλλά και στο χωριό δεν λέγεται. Την ιστορία αυτή ακόμα την θυμούνται στο χωριό.

Πέρα από όλα αυτά ήταν και μερακλής ο μπάρμπα Βασίλης τα έτσουζε και λιγάκι όταν πήγαινε στα Γιάννινα και αφού ήπιε γυρίζοντας  τον σταματάνε για έλεγχο αλκοτέστ. Βρέθηκε θετικός. 

-Παιδιά, τους λέει, εγώ ένα παράγγειλα μόνο. 

-Δεν γίνεται, του λένε οι αστυνομικοί, εδώ το μηχάνημα έδειξε κόκκινο και φάνηκε ότι ήπιες περισσότερα.

-Τότε, πάλι ο μπάρμπα Βασίλης έβαλε μπροστά το ελληνικό δαιμόνιο και την πονηριά του και τους λέει:

-Μάλλον είναι καινούργιας τεχνολογίας το μηχάνημα. Πιάνει και τα κερασμένα. 

Βάζουν τα γέλια οι αστυνομικοί και δεν τον έγραψαν γιατί δεν περίμεναν τέτοια απάντηση…

* * *

Ωραίες ιστορίες των χωριών μας από ανθρώπους του μόχθου όχι για να πλουτίσουν αλλά να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, είτε καλλιεργώντας την γη, είτε έχοντας ζωντανά. Είχανε και κάτι τέτοιους τύπους που με τα καλαμπούρια τους και τις συμπεριφορές τους διασκέδαζαν την φτώχεια τους. 

Μέτσοβο