Το Τσερβάρι ή Ελαφότοπος κατά το παρελθόν…

on .

Ἡ παλαιότερη γνωστή μας γραπτή μνεία τοῦ χωριοῦ τούτου μέ τήν ὀνομασία Τσεβάρι χρονολογεῖται στό ἔτος 1361. Τό οἰκωνύμιο αὐτό σημαίνει στά βλάχικα τόπος ἐλαφιῶν, γι’ αὐτό τό χωριό τό 1928 μετονομάσθηκε σέ Ἐλαφότοπο.

Τό χωριό ὑπάγεται στό Δυτικό Ζαγόρι καί συνορεύει μέ τά χωριά Δολιανά, Ἀρτσίστα, Βιτσικό, Μονοδένδρι, Ἄνω Σουδενά καί Κάτω Σουδενά. Τά σύνορα τῶν χωριῶν Τσερβάρι καί Κάτω Σουδενά ἐπανακαθορίσθηκαν κατά τά ἔτη 1729, 1768 καί 1844 μέ τρία σωζόμενα χοτζέστια. Στό Τσερβάρι ἀνῆκε μέχρι τό 1972 καί μεγάλο τμῆμα τῆς περιοχῆς πού παραχωρήθηκε τότε στήν νεοϊδρυθεῖσα κοινότητα Καλπακίου

Χωριανός λόγιος τό 1888 περιέγραψε τόν οἰκισμό ὡς ἑξῆς: «Τό Τσερβάριον εἶναι ἕν ἐκ τῶν μεγαλυτέρων, ἀλλ᾽ οὐχί τῶν πλουσιωτέρων, τοῦ Ζαγορίου χωρίον. Κείμενον ἐπί λόφου πετρώδους καί γυμνοῦ, περικυκλοῦται ἐξ ἀνατολῶν μέν ὑπό τοῦ ὄρους Στούρου, ἐκ πάντων δέ  τῶν ἄλλων μερῶν ὑπό λόφων, εἰς βαθεῖς καταληγόντων λάκκους. Πόρρωθεν ἀφορώμενον τό χωρίον, εἶναι ἀξιοθέατον διά τε τήν φυσικήν αὐτοῦ θέσιν, ὡς φρούριον ἀληθῶς ἐν μέσω τῶν πέριξ λόφων ὑπερηφάνως ὑψούμενον, καί διά τήν καθόλου οἰκοδομήν τῶν ἐκ λευκοτάτου μαρμάρου μεγαλοπρεπῶν αὐτοῦ οἰκιῶν».

Στήν ἐδαφική ἔκταση τοῦ χωριοῦ, ὑπῆρχαν ἀπό τόν 13ο τουλάχιστον αἰώνα οἱ οἰκισμοί: Μεγάλο Τσερβάρι, Μικρό Τσερβάρι, Βαστανιοί, Σμολιάσου, Σταυροπήδι, Ἐλαία καί Ὀπά ἤ Ὀπάϊα, ἀπό δέ τό 1800 περίπου ὁ οἰκισμός Καλυβάκι ἤ Καλπάκι. Γιά τίς ἐξελίξεις ἐν σχέσει πρός 4 ἀπό αὐτούς μετά τήν ὑποταγή τους στούς Ὀθωμανούς, παραθέτω ἀκολούθως συνοπτικές πληροφορίες.

• Βαστανιοί. Οἱ ἄρχοντες τοῦ οἰκισμοῦ στίς ἀρχές τοῦ 15ου αἰώνα μετοίκησαν στό Μονοδένδρι. Οἱ ἀπόγονοί τους τό 1623 ἱστόρησαν τόν ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου πού ὑπῆρχε στούς Βαστανιούς, τό δέ 1650 κατέστησαν τήν ἐκεῖ μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία μετόχι τῆς ὁμώνυμης μονῆς τοῦ Μονοδενδρίου καί ἔδωσαν στούς Τσερβαριῶτες τά κτήματα πού εἶχαν στούς Βαστανιούς. Τό 1564 ὁ οἰκισμός δέν ὑπῆρχε, οἱ κάτοικοί του εἶχαν μετεγκατασταθεῖ στό Τσερβάρι «ἕνεκα τῶν συχνῶν ὑπό τῶν Τούρκων προσβολῶν καί διαρπαγῶν». Τό 1870 ἡ τοποθεσία του λεγόταν Καλύβια, ἐπειδή οἱ Τσερβαριῶτες διατηροῦσαν ἐκεῖ 70 ἀγροτικές ἀποθῆκες.

• Σμολιάσου. Ὁ καταγόμενος ἀπό τά Ἄνω Σουδενά ἱστοριογράφος Ἰ. Λαμπρίδης ἔγραψε ὅτι ὁ οἰκισμός αὐτός διαλύθηκε στά τέλη τοῦ 16ου αἰώνα, ἀλλά καί ὅτι τό 1559 οἱ περισσότεροι κάτοικοί του ἔκτισαν νέο ὁμώνυμο οἰκισμό καί ναό τῆς Ἁγίας Βαρβάρας κοντά στά Κάτω Σουδενά, κατά δέ τά τέλη τοῦ 17ου αἰώνα οἱ κάτοικοι τοῦ νέου οἰκισμοῦ μετοίκησαν στά Κάτω Σουδενά, ὅπου τό 1591 ἔκτισαν ναό τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν. Τό 1564 ὁ οἰκισμός δέν ὑπῆρχε.

• Σταυροπήδι. Κατά τήν στοματική παράδοση, ὁ οἰκισμός αὐτός γλύτωσε ἀπό ἐπιδημία πανούκλας, ἐπειδή οἱ κάτοικοι ὄργωσαν τήν περίμετρό του μέ ζευγάρι βοδιῶν, τό ὁποῖο ἀκολούθως ἔθαψαν. Σύντομα, τό 1583, οἱ κάτοικοί του μετοίκησαν στό Τσερβάρι κατά διαταγή τοῦ πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων πού ἐπέβαλε συνενώσεις οἰκισμῶν τοῦ Ζαγορίου.

• Καλπάκι. Ὁ Γάλλος πρόξενος καί περιηγητής Πουκεβίλ ἔγραψε ὅτι τό 1806, παρακάτω ἀπό τίς πηγές ἑνός βραχίονα τοῦ Καλαμᾶ, εἶδε τό «ὄμορφο χωριό Καλυβάκι» καί ὅτι ἀπό ἐκεῖ διερχόταν ἡ ἁμαξιτή ὁδός Ἰωαννίνων, Ραβενίων, Ὀστανίτσας. Ὁ Ἄγγλος περιηγητής Λήκ τό 1809, ἐρχόμενος ἀπό τήν Βελλά, συνάντησε στήν ἴδια θέση τό «χωριουδάκι Γκαλμπάκι», ἐνῶ πρίν ἀπό 10 λεπτά τῆς ὥρας εἶχε βρεθεὶ στό χάνι Γκαλμπακίου, ὅπου ὁ δρόμος διακλαδιζόταν πρός τό Ἀργυρόκαστρο καί πρός τήν Κόνιτσα. Ὁ Λαμπρίδης ἔγραψε γιά τό χωριό αὐτό τά ἀκόλουθα: Στήν νότια ὄχθη τῆς λίμνης τῆς Ἀρτσίστας, «ὑψοῦται λόφος μέγας, ἔνθα τά ἐρείπια τοῦ Γκαλμπάκι, χωρίου ἐξ 20 οἰκιῶν συγκροτουμένου καί διαλυθέντος πρό 36 ἐτῶν» (δηλαδή τό 1828). Στό χωριό αὐτό ὁ Ἀλή πασᾶς εἶχε ἐγκαταστήσει 30-35 οἰκογένειες «ἐκ τῶν κακουργοτέρων», γιά νά παρενοχλοῦν τούς κατοίκους τῶν γειτονικῶν χωριῶν καί ἔτσι αὐτοί νά ἀναγκασθοῦν νά τόν δεχθοῦν ὡς τσιφλικᾶ τους. Στήν περιοχή του ὑπῆρχαν τρία χάνια: τῆς Καλλιθέας, κοντά στήν λίμνη τῆς Ἀρτσίστας, τῶν Δολιανῶν καί τῆς Ἐλαίας. Στό Καλπάκι κτίσθηκε φυλάκιο, στό ὁποῖο τό 1893 διέμεναν 20 ἔφιπποι χωροφύλακες καί κατά τά ἔτη 1913-1949 Ἕλληνες χωροφύλακες, λειτουργοῦσαν δέ ἕξι μικρομάγαζα κατά τά ἔτη 1919-1939.

Ἐκκλησιαστικά, ἐκπαίδευση

Καταγράφονται ἀκολούθως οἱ κυριότεροι ἀπό τούς σωζόμενους ναούς τοῦ χωριοῦ. Μερικοί ἀπό αὐτους διαδέχθηκαν προγενέστερους ὁμώνυμους ναούς, οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν γνωρίζομε πότε εἶχαν κτισθεῖ.

- Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (Παναγία). Ἐπιγραφή ἄνωθεν τῆς νότιας θύρας τοῦ ναοῦ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι αὐτός «ἀνηγέρθη ἐκ βάθρων καί ἀνιστορήθη» τό ἔτος ΖΡΚΔ (= 7124-5508) = 1615. Κατά τόν Λαμπρίδη, ὁ ναός εἶναι ὁ ἀρχαιότερος τοῦ χωριοῦ.

- Ἁγίου Νικολάου, στόν οἰκισμό Βαστανιοί. Κατά τόν Λαμπρίδη, ὁ ναός ζωγραφήθηκε κατά τό ἔτος ΖΡΛΕ = 1627 ἤ τό ἔτος 1623 ἐπάνω σέ προγενέστερη εἰκονογράφηση. Ὅμως, σύμφωνα μέ δύο ἀρχαιολόγους, δέν διασώθηκε δεύτερο στρῶμα ζωγραφικῆς, ἀλλά μόνον ἕνα, τό ὁποῖο πιθανῶς ἀνάγεται στό β΄ ἡμισυ τοῦ 15ου αἰώνα ἤ στίς ἀρχές τοῦ 16ου. Ὁ ναός ἀνακαινίσθηκε τό 1880. Στήν θέση του προϋπῆρξε ἴσως ἀρχαῖο κτήριο.

- Ἁγίου Νικολάου, στό χωριό. Κτίσθηκε τό 1857 μέ δαπάνες τῶν χωριανῶν μετά τήν κατεδάφιση δύο ναῶν, τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπου, οἱ ὁποῖοι ἦσαν κτισμένοι στόν ἴδιο τόπο καί στούς ὁποίους πιθανότατα ἀνῆκαν τά ἑξῆς κινητά πού διατηροῦνται στόν νέο ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου: δύο φορητές εἰκόνες τοῦ 1770, προσκυνητάρι τοῦ 1792, τέμπλο κατασκευασμένο τό 1804, δύο μανουάλια τοῦ 1818, δεσποτικός θρόνος τοῦ 1839, ἕξι φορητές εἰκόνες τῶν ἐτῶν 1834-1852 κ.ἄ. Τό καμπαναριό κατεδαφίσθηκε τό 1903 καί κτίσθηκε ἐκ νέου τό 1910.

- Ἁγίου Γεωργίου. Κτίσθηκε τό 1805 μέ δαπάνες τοῦ χωριανοῦ Χ. Σολωμοῦ, ἐνῶ ὁ γιός του τό 1855 χρηματοδότησε τήν κατασκευή τοῦ νάρθηκα καί τῶν τοιχογραφιῶν. Τό ξυλόγλυπτο τέμπλο κοσμεῖται ἀπό εἰκόνες τῶν αἰώνων 17ου καί 18ου.

- Ἁγίων Ταξιαρχῶν. Ἄνωθεν τῆς πύλης του ἔχει γραμμένο τό ἔτος 1812, ἡ στέγη του κατέρρευσε τό 1963.

- Ἁγίου Ἀθανασίου. Κτίσθηκε τό 1906 στήν θέση προγενέστερου ναοῦ, σέ δύο φορητές εἰκόνες του εἶναι γραμμένο τό ἔτος 1787.

- Ἁγίας Παρασκευῆς. Κτίσθηκε τό 1907 στήν θέση προγενέστερου ναοῦ, σέ δύο φορητές εἰκόνες του εἶναι γραμμένα τά ἔτη 1779 καί 1780.

- Ζωοδόχου Πηγῆς. Κτίσθηκε τό 1910 στήν θέση προγενέστερου ναοῦ, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὅτι εἶχε ἀνεγερθεῖ τό 1810, χρονολογία γραμμένη σέ σωζόμενη φορητή εἰκόνα.

- Ἁγίου Δημητρίου. Κτίσθηκε τό 1911 στήν θέση προγενέστερου ναοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε κτισθεῖ ἀπό τόν χωριανό Εὐστ. Κρομμύδα πού πέθανε στό Ἰάσιο τό 1800 περίπου. Σέ δύο φορητές εἰκόνες του εἶναι γραμμένο τό ἔτος 1722.

Οἱ ἱερεῖς τοῦ χωριοῦ ὕστερα ἀπό τό 1850 ἦσαν ἄλλοτε 7, ἄλλοτε 5, ἄλλοτε 3 ἤ 2, μετά δέ τό 1918 ἕνας. Στήν ἐνορία τοῦ χωριοῦ τό 1908 ἀνῆκαν: ἐκκλησίες 9, ἀγροί 162 στρεμμάτων, ἐργαστήρια 3, ἀποθῆκες 2, καλύβες 6, μαντριά 2, νερόμυλος, οἰκία, τοκοφόρα ὁμόλογα ἀξίας 12 λιρῶν κ.ἄ.

Ἔχει γραφεῖ τό 1930 ὅτι στό χωριό τό 1790 κτίσθηκε σχολικό κτήριο, τό ὁποῖο λειτούργησε τό 1800, διευρύνθηκε τό 1853 καί ἐπισκευάσθηκε τό 1883. Κατά τά ἔτη 1848-1922 λειτούργησε Ἑλληνικό σχολεῖο καί κατά τά ἔτη 1892-1913 παρθεναγωγεῖο. Τό 1899 λειτουργοῦσαν δημοτικό σχολεῖο, Ἑλληνικό καί παρθεναγωγεῖο, μέ μαθητές 70 συνολικῶς, τό 1905 δημοτικό μέ 40 μαθητές, Ἑλληνικό μέ 20 μαθητές καί παρθεναγωγεῖο μέ 50 μαθήτριες, τό δέ 1912 ἑπτατάξιο σχολεῖο ἀρρένων καί τετρατάξιο παρθεναγωγεῖο.

Οἱ κάτοικοι καί οἱ ἀπόδημοι

Στούς γηγενεῖς κατοίκους τοῦ χωριοῦ, πού ἦσαν οἱ περισσότεροι, προστέθηκαν κατά τό τέλος τοῦ 18ου αἰώνα λίγοι φύλακες καί κοινοί βοσκοί τοῦ χωριοῦ καταγόμενοι ἀπό τήν Λάκκα Σουλίου, στήν ἀρχή δέ τοῦ 19ου αἰώνα 11 οἰκογένειες γύφτων καί τό 1923 15 οἰκογένεεις σαρακατσάνων. 

Οἱ οἰκογένειες - οἰκίες ἤ οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἀναφορικά μέ ὁρισμένα ἔτη ὑπολογίσθηκαν ποσοτικά ὡς ἑξῆς, συνήθως κατά προσέγγιση: α) 1806, οἰκίες 150. β) 1845, οἰκίες 139, στέφανα 266. γ) 1850, οἰκίες 150, κάτοικοι 650. δ) 1868, οἰκίες 170, κάτοικοι 800. ε) 1875, κάτοικοι 800. στ) 1879, κάτοικοι 800. ζ) 1880, κάτοικοι 800. η) 1888, οἰκίες 205. θ) 1895, κάτοικοι 850, ἄρρενες 408, θήλεις 442. ι) 1899, κάτοικοι 900. ια) 1910, οἰκίες 150, κάτοικοι 804. ιβ) 1913, κάτοικοι 658, ἄρρενες 275, θήλεις 410. ιγ) 1920, οἰκίες 140, κάτοικοι 551. ιδ) 1940, κάτοικοι 391.

Κάθε οἰκογένεια συντηροῦσε λίγα αἰγοπρόβατα πού τά ἔβοσκε κοινός τσομπάνος τοῦ χωριοῦ, ἀλλά ὑπῆρχαν καί τρεῖς φάρες τσελιγκάδων μέ μεγάλα ποίμνια, κατά δέ τό 1923 μετρήθηκαν 20 οἰκογένενες πού εἶχαν ἑκάστη ἀπό 33 ἕως 230 αἰγοπρόβατα καί συνολικῶς 1.879.Ἀπό τό 1845 πληρωνόταν καί φόρος προβάτων (τζελέπικο).

Μέχρι τό 1913 εἶχαν καταστήματα-ἐργαστήρια στό χωριό οἱ ἑξῆς κατηγορίες ἐμπόρων καί τεχνιτῶν: παντοπῶλες 7, παντοπῶλες-κρεοπῶλες 7, ὑποδηματοποιοί 5, ράφτες 4, ξυλουργοί 2, σιδηρουργοί 3, σαμαρᾶς, γανωτής, ζωγράφος. Τό Τσερβάρι ἐθεωρεῖτο δασκαλοχώρι ἐπειδή κατάγονταν ἀπό αὐτό πολλοί ἐκπαιδευτικοί, συνολικά 173, πού δίδαξαν σέ σχολεῖα τῆς Ἠπείρου καί ἄλλων τόπων. 

Οἱ ἀποδημίες χωριανῶν ἄρχισαν τό 1690, αὐξήθηκαν μετά τό 1740 καί ἔγιναν πολύ περισσότερες μετά τό 1850. Κύριοι τόποι προορισμοῦ τους ἦσαν ἀρχικά ἡ Σερβία καί ἡ Βουλγαρία, ὅπου οἱ ἀπόδημοι ἐπρόκοψαν ὡς «ἐπόπται μεταλλείων σιδήρου, ἐπίτροποι διοικητῶν καί ἐνοικιασταί δεκάτης», ἀλλά «συγχρωτιζόμενοι μέ  τούς ἐκεῖ, ἀποβάλλουσι σχεδόν πᾶν ἐθνικόν αἴσθημα». 

Φόροι, κοινωφελῆ ἔργα, κακοπάθειες

Στά χωριά τοῦ Ζαγορίου καί γειτονικῶν του περιοχῶν πού παραδόθηκαν στούς Τούρκους ἑκουσίως τό 1431, δόθηκαν ὡς προνόμια μέχρι τό 1690 ἡ φοροαπαλλαγή καί ἡ ἐλεύθερη αὐτοδιοίκηση, ὑπό τόν ὅρο νά στέλνουν στόν στρατό ἀγόρια τους γιά νά φροντίζουν ἄλογα καί ἅμαξες (βοϊνίκηδες). Μεταξύ τῶν χωριῶν αὐτῶν ἦσαν καί οἱ Βαστανιοί καί τό Σμολιάσου, ὕστερα δέ ἀπό τὴν διάλυσή τους τό Τσερβάρι, στό ὁποῖο μετοίκησαν οἱ κάτοικοι τῶν δύο αὐτῶν χωριῶν καί τό ὁποῖο τό 1630 ἔστειλε 7 βοϊνίκηδες. Τό 1589 τό Τσερβάρι ἦταν τιμάριο, μέ ἐτήσιο εἰσόδημα 5.700 ἀκτσέδες (ὀθωμανικό νόμισμα), ἐκ τῶν ὁποίων 2.000 ἀνῆκαν στόν τιμαριοῦχο σπαχή.

Οἱ φόροι πού ὀφείλονταν ἀπό τήν κοινότητα κατανέμονταν σέ κάθε οἰκογένειά της ἀπό ἐξουσιοδοτημένο ἐκτιμητή καί εἰσπράττονταν ἀπό τόν προεστό (βεκίλη) ἤ ἀπό τόν εἰδικῶς ἐξουσιοδοτημένο, ἐνῶ ἡ δεκάτη μετά τό 1846 εἰσπράττετο ἀπό τόν μισθωτή εἴσπραξής της (ἰλτιζαμτζή). Ἄν κάποια οἰκογένεια δέν πλήρωνε τόν φόρο πού τῆς ἀναλογοῦσε, ἡ κοινότητα ἐκπλειστηρίαζε ἀκίνητά της. Ἐκτός ἀπό τούς κρατικούς φόρους, εἰσπράττονταν καί οἱ ἐπιβαλλόμενοι ἀπό τήν τοπική διοίκηση (αὐθεντικοί), καθώς καί οἱ εἰσφορές (δοσίματα) πού ἐπέβαλε ἡ κοινότητα. 

Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1820, ὁπότε ὁ Ἀλή πασᾶς ἐπολιορκεῖτο ἀπό τούς σουλτανικούς, πολλοί κάτοικοι τῶν χωριῶν Τσεβάρι, Σουδενά καί Βίτσα κατέλαβαν τήν μονή Εὐαγγελίστριας τῶν Σουδενῶν καί αἰχμαλώτισαν δύο Ἀλβανούς ἐκ τῶν ἐνόπλων φίλων τοῦ Ἀλῆ πασᾶ πού ἕδρευαν κοντά στά Γιάννενα, ἀλλά ἄλλοι 300 Ἀλβανοί φίλοι τοῦ Ἀλῆ πού ἦλθαν ἀπό τήν Δοβρά κατόρθωσαν νά ἐπιβληθοῦν στούς Ζαγορίσιους καί λεηλάτησαν τά Ἄνω Σουδενά.

Τό 1835 ὁ Ἀλβανός στασιαστής Ταφίλ Μπούζης μέ 2.000 ἐνόπλους, ἀφοῦ κυρίευσε τό Μπεράτι, κατευθύνθηκε πρός τά Γιάννενα καί ἐγκαταστάθηκε στό Τσερβάρι. Ἐκεῖ περικυκλώθηκε ἀπό σουλτανικό στρατό 8.000 ἀνδρῶν, μπόρεσε δέ νά ἀποδράσει τήν πέμπτη ἡμέρα, ἀφίνοντας «πληγάς δυσιάτους» στά χωριά Τσερβάρι καί Σουδενά.

Τό 1882 εἰσῆλθαν στό χωριό 30 ληστές ὑπό τόν Θεσσαλό Γ. Σουλιώτη, ἔκλεισαν τούς πέντε χωροφύλακες στό κτήριο τοῦ σταθμοῦ τους, λεηλάτησαν μαγαζιά καί σπίτια καί ἔφυγαν παίρνοντας μαζί τους πέντε χωριανούς, ἀπό τούς ὁποίους ζήτησαν ὑπέρογκα λύτρα. Τελικά ἔλαβαν ὡς λύτρα ἀπό τόν Ν. Βαζάκα 380 λίρες, ἀπό τόν Ἐμ. Ἐξάρχου 150 λίρες καί ἀπό τόν Κ. Σακελλαρίου 50 λίρες. 

Τό 1857 κάηκε ἕνα σπίτι ἐξ ἀμελείας (λησμονήθηκε δαδί ἀναμμένο στό ὑπόγειο), κάηκαν ἐπίσης ἡ μάνα καί τά  δύο μικρά παιδιά της πού προσπάθησε νά τά σώσει, ὁ δέ διασωθείς γιός της τρελλάθηκε. Σύμφωνα μέ χειρόγραφη ἐνθύμηση, «ὁ χειμών τοῦ 1904-1905 ὑπῆρξε λίαν δριμύς, φρικτότερος καί τοῦ 1890-1891».

ΧΑΡΙΛΑΟΣ Γ. ΓΚΟΥΤΟΣ, Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου