Λορέντζο Μαβίλης, ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο ήρωας του Δρίσκου…

on .

Συμπληρώνονται φέτος 110 χρόνια από τον θάνατο του Κερκυραίου Ποιητή και Ήρωα του Δρίσκου, Λορέντζο Μαβίλη. Έτσι αισθάνθηκα κι’ εγώ να αναφερθώ στον Ήρωα που έδωσε την ζωή του για την απελευθέρωση των Γιαννίνων, που όταν ανεβοκατέβαινα από το Μέτσοβο στα Γιάννινα από το δρόμο του Δρίσκου αντίκριζα το μνημείο του.

Απέναντι από τα Γιάννενα στο φόντο του Περιστερίου, βρίσκεται το ύψωμα του Δρίσκου. Κι εκεί ένα μνήμα απλό, με ασπροπέτρινη, ακτινοβολεί, στολίδι στην απλωμένη ερημιά της λησμονιάς. 

Εκεί, από την παραλία της Παμβώτιδας ξεκινημένο φτάνει το μαρμάρινο βλέμμα της Προτομής του ποιητή της «Λήθης», πάνω από το κυμάτισμα της λίμνης. Στη φωτερή φυσιογνωμία του, ο εθελοντικός χαμός του Μαβίλη εμπνέει και η εθελοθυσία του αυτή, σκλαβώνει την κάθε ελληνική καρδιά. Από το σημειωματάρι ενός Μετσοβίτη του Γ. Πλατάρη (θανόντα πρόσφατα) αποσπώ τα παρακάτω:

«… Τότε πέρασε κι ο Λορέντζος Μαβίλης απ’ το Μέτσοβο, που ως τα σήμερα έχουν να λεν οι Μετσοβίτες για τον Μαβίλη, που φιλοξενήθηκε μαζί με το Ρώμα στο αρχοντικό του Γιώργη Δημάκη απ’ τις 19-24/11/1912, ξεκινώντας κατά τις 10 η ώρα το πρωί για το Δρίσκο με οδηγούς τους Μετσοβίτες οπλαρχηγούς Θεόδωρο Ναζίρη και Αγόρο Πάσχο.

Ο Τέλης Γεωργίτσης, θετός γιός της Λένης Δημάκη, να τι μας διηγήθηκε: «Η μητέρα μου Λένη, σύζυγος Γιώργη Δημάκη, μου έλεγε, πως το τελευταίο βράδυ, μετά το φαγητό, σηκώθηκε απ’ το τραπέζι ο Λορέντζος Μαβίλης και πήγε για σωματική ανάγκη. 

Τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα φωτισμού, σε μια θουρίδα τοποθετούσαν μια καντήλα (λύχνο) που έκαιγε με λάδι όλη τη νύχτα για φωτισμό.

Πηγαίνοντας ο Μαβίλης έριξε στην πλάτη του μια μπέρτα κι όπως ήταν εύσωμος παρέσυρε με τον αγκώνα του το αναμμένο καντήλι και το γκρέμισε. Επιστρέφοντας μέσα, ανέφερε καταλυπημένος το συμβάν στην κυρά-Λένη Δημάκη, λέγοντας επί λέξει: 

-«Εγώ αύριο κυρία Ελένη, θα πάθω μεγάλο κακό. Θα σκοτωθώ, δεν θα γυρίσω πίσω, γιατί γκρέμισα κι έσπασα το καντήλι από μέσα. 

Και η κυρά Λένη του απάντησε:

«Τι είναι αυτά  που λέτε, κύριε Μαβίλη; Μην είστε προληπτικός. Μη δίνετε σημασία σ’ αυτά, εμείς και πάλι θα σας περιμένουμε». 

Και από το Μέτσοβο, με Μετσοβίτες οπλαρχηγούς, κρατώντας τη κεντημένη βλάχικη γκλίτσα, κάνει μια στάση στη Χρυσοβίτσα και φτάνει στο Δρίσκο στο Ραχοβούνι του χαμού του, περνώντας το ποτάμι της Μπαλντούμας δίχως άλογο. 

Πανόραμα τα Γιάννινα μπροστά του. Τα Γιάννινα στην οπτασία της Μεγάλης Ιδέας σαν αντίκρισε το Δικέφαλο στη Λίμνη των μεγάλων προσδοκιών. «Τάχα θα ζήσω για να δω τα Γιάννινα απ’ το Ντρίσκο;»

Θα παραθέσω το ποίημα που απήγγειλε προ του Μνημείου ο ποιητής Χρ. Χρηστοβασίλης:

 

ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΜΑΒΙΛΗ

«Ήρθες κι εσύ πολεμιστής τ’ αγνό παιδί της Μούσας,

εδώ στου Πίνδου τα βουνά τα πολυδοξασμένα.

Που τ΄ άγιασαν η κλεφτουριά με το σπαθί στο χέρι.

Όποιος για την Ελλάδα μας στον κόσμο αυτόν  πεθαίνει

Αθάνατος λογίζεται ποτέ του δεν πεθαίνει.

 

Κι εκεί όπου, σαν ήρωας γενναία πολεμούσες

Με τώνα χέρι το σπαθί κρατώντας και με τ’ άλλο

την λύρα την γλυκόφθογγη του ποιητή την  Λύρα

ένα μολύβι τούρκικο αρπάζει την ψυχή σου…

 

Σ’ είδαν τα μαύρα Γιάννινα ‘πο πέρα από τη λίμνη

οπού στην άγρια σκλαβιά στενάζανε του Τούρκου

Να πέφτης κάτω ηρωικά στην αγκαλιά του χάρου.

Και με το τίμιο αίμα σου το χώμα να ποτίζης

Και σώστησαν περίλυπο καθάριο μοιρολόγι

Κι η Κέρκυρα η χιλιόκαλλη του Ιονίου η Νύφη

Τα δάκρυα της σώστειλε το σώμα σου να λούσουν.

Να πας καθάριος στο ησκερό βασίλειο του θανάτου.

Όσο θα ζούνε τα βουνά κι οι κάμποι θα καρπίζουν

Όσο θα ζουν τα Γιάννινα και η αργυρή τους Λίμνη

Κι ο Πίνδος ο θεόρατος κι ο ταπεινός ο Δρίσκος

οπώκανε το αίμα σου μεταλαβιά σου άγια

Σ’ αυτά τα ταπεινά βουνά παντοτινά θα στέκη

Και θ’ αγναντεύης απ’ εδώ τα Γιάννινα, τον Πίνδο

Και την πανώρια Κέρκυρα, την λατρευτή σου μάνα

Κι όσοι απέδω θα περνούν θα δείχνουν-ο Μαβίλης!

Κι αφού για την Ελλάδα μας απέθανες, Μαβίλη

Αθάνατος λογίζεσαι, ποτέ δεν θα πεθαίνεις!

 

Χρ. Χρηστοβασίλης

(«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» Ιωαννίνων της 16ης Οκτωβρίου 1933)

 

(Μέτσοβο)