Εκκλησίες και Μοναστήρια της Βορείου Ηπείρου

on .

Εκτός από τις βυζαντινές εκκλησίες, που σώθηκαν στο βόρειο τμήμα της Ηπείρου υπάρχουν και πάρα πολλά ιερά ιδρύματα, που χτίστηκαν ή ανακαινίστηκαν μετά την Άλωση. Οι αιώνες που ακολούθησαν την υποδούλωση θεωρούνται αιώνες οικονομικής ακμής του ελληνοχριστιανικού στοιχείου της Β. Ηπείρου και κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, παρατηρείται ιδιαίτερα ζήλος για ίδρυση ιερών κτισμάτων και ανακαίνιση παλαιότερων. Για ένα όμως σχεδόν αιώνα, από τα μέσα του 16ου μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα, δεν γίνεται μνεία σε ενθυμήσεις για ανακαίνιση ή ανέγερση νέων ναών. Είναι η θλιβερή περίοδος του βίαιου εξισλαμισμού κατά την οποία ο χριστιανικός πληθυσμός της περιοχής άρχισε να μειώνεται επικίνδυνα και να αλλοιώνεται ο ελληνισμός.

Μετά τους διωγμούς των πρώτων αιώνων και τους αναγκαστικούς εκμουσουλμανισμούς, η κατάσταση ηρεμεί κάπως και παρατηρείται έντονη θρησκευτική κίνηση. Οι χριστιανοί αρχίζουν να ανοικοδομούν τα γκρεμισμένα μοναστήρια και τις εκκλησίες τους, να τις διακοσμούν με αγιογραφίες και να προμηθεύονται ιερά σκεύη και άμφια.

Μεγάλη κίνηση παρατηρήθηκε μετά την εμφάνιση του Κοσμά του Αιτωλού (μέσα 17ου αι.)

Η δράση του ήταν δράση κοινωνική και εθνική. Μιλούσε στα κηρύγματά του για το «ποθούμενο» και θερμά συνιστούσε την ίδρυση σχολείων. Αυτό ανησύχησε τους Τούρκους και διέταξαν τη θανάτωσή του (1779).

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι τα ιερά αυτά ηπειρωτικά ιδρύματα τόνωσαν το θρησκευτικό συναίσθημα, στήριξαν την ελληνική παιδεία και κράτησαν όρθιο το ελληνικό φρόνημα και ακμαία την εθνική συνείδηση των πληθυσμών της Β. Ηπείρου, σε χρόνια δύσκολα και καιρούς χαλεπούς.

Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια που αναφέρονται χρονολογούνται από τον 16ο , 17ο και 18ο αιώνα.

Εδώ γίνεται μια απλή καταγραφή των ονομάτων και του τόπου που βρίσκονται οι εκκλησίες και τα μοναστήρια. Προσδοκούμε από νεότερους ερευνητές να καταγίνουν με τη μελέτη τους και να παρουσιάσουν την ιστορική και αρχαιολογική τους αξία.

Πιστεύουμε, ότι τα μνημεία αυτά αποτελούν ανεκτίμητα κειμήλια της εθνικής μας κληρονομιάς και η διατήρησή τους στη μνήμη των νεότερων θα βοηθήσει στη σωτηρία τους.

Στην περιφέρεια Αργυροκάστρου, με τον γνήσιο ελληνισμό, κάθε χωριό έχει και το δικό του μοναστήρι. Μνημονεύαμε τα κυριότερα από αυτά:

Κοντά στο χωριό Κατούνα, είναι το μοναστήρι των Ζωναριών ή Κακιωμένου και στην Πέπελη της Αγίας Τριάδας.

Το μοναστήρι αυτό ανακαινίστηκε τον 18ο αι. και κάθε Μάη γινόταν εμποροπανήγυρη, που συγκέντρωνε πλήθος κόσμου από την Δερόπολη, το Δέλβινο και το Πωγώνι.

Ανάμεσα στα χωριά Δρόβιανη, Μουζίνα, Γεωργουτσάτες, Ζερβάτες και Μπουλιαράτες, στην κορυφή της βουνοσειράς των Κεραυνίων, βρίσκεται το παλιό ιστορικό μοναστήρι του «Δρυάνου», προς τιμή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Το όνομά του είναι παρμένο από τη λέξη Δρυς, που αφθονούσαν στον τόπο.

Για πολλά χρόνια η μονή Δρυάνου ήταν «Το κρυφό Σχολειό» της δουλωμένης περιοχής. Πλούσιο μοναστήρι από δωρεές και κτήματα στη βλαχιά. Τα κτίρια του μοναστηριού είναι χτισμένα σε σχήμα τετράγωνο και στο εσωτερικό του τετραγώνου είναι χτισμένος ο ναός σε σχήμα σταυρού. Κατά τους Δ. Ευαγγελίδη και Π. Πουλίτσα είναι έργο του 11ου αιώνα. Άλλα μοναστήρια στην περιφέρεια της Δερόπολης είναι του Προφήτη Ηλιού, πάνω από τους Γεωργουτσάτες, της Φραστανής, της Δούβιανης της Ευαγγελιστρίας στη Βάνιστα και το σπουδαιότερο το μοναστήρι Ραβενίων της Καλογοραντζής. Ο ναός είναι αγιορειτικού τύπου, με τρούλο, που στηρίζεται σε ψηλό πολυγωνικό τύμπανο.

Στην επαρχία Κορυτσάς, πριν από τον εξισλαμισμό, σώζονταν πολλά μοναστήρια, σήμερα σώζονται τα μοναστήρια της Θεοτόκου και του Αγίου Νικολάου, κοντά στο χωριό Βαβοστίτσα, του Προφήτη Ηλία στο χωριό Χότσιστα, του Προφήτη Προδρόμου, κοντά στη Μοσχόπολη και των Αγίων Αποστόλων, στο χωριό Βιθκούκι.

Στην περιοχή Δελβίνου βρίσκονται τα μοναστήρια της Κρεμεσόβας, κοντά στο Πικέρνι, του Αγίου Βασιλείου στο ομώνυμο χωριό, της Ακρορίζης στη Νίβιτσα, του Δέματος νοτιοδυτικά των Αγίων Σαράντα, της Θεοτόκου στο χωριό Κώσταρι, του Αγίου Νικολάου της Δίβρης και τα μοναστήρια του Αγέλαστου και του Γερμανού, κοντά στη Λεσνίτσα.

Το σημαντικότερο μοναστήρι της Επαρχίας Δελβίνου είναι το μοναστήρι της Κάμενας ή του Καμίνου, όπως αναγράφεται σε κατάστιχο, που δημοσιεύτηκε από τον Σ. Λάμπρου (Ν. Ελληνομνήμων (1914), σελ. 44): «1032 από Χριστού πατριαρχεύοντος εν Κωνσταντινουπόλει Αλεξίου Σταυδίτου βασιλεύοντος δε Ρωμανού Αργυροπούλου, τω αυτώ έτει εν μηνί Μαΐω 10 ετέθη θεμέλιον της ιεράς και θαυματουργού ταύτης σταυροπηγιακής Μονής Καμίνου σεμνυνομένης επ’ ονόματι της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου δι’ εξόδων Καμηνιτζιώτου τινός ευκαταστάτου και εναρέτου ανδρός (και τη συνδρομή των φιλοχρίστων χριστιανών), όστις επροίκισεν αυτήν μετά πολλών κτημάτων εκ πολιτείαν Καμενίτσης Φοινικίου, Λυκουρσίων και αλλαχού».

Αρκετά μοναστήρια ιδρύονται στην περιφέρεια της Χειμάρας, όπως του Ιωάννη Βαπτιστή, των Δρυμάδων, της Υπαπαντής του Βούνου, των Ταξιαρχών και άλλες.

Άφθονα επίσης είναι τα μοναστήρια στην επαρχία Λιούντζης και Ρίζας Τεπελενιού. Αναφέρουμε το αρχαιότερο μοναστήρι της Υψηλής Πέτρας (Τσέπου), στο όνομα του Αγίου Νικολάου, που χτίστηκε το 1799.

Προσπάθησα, πολύ σύντομα, να καταγράψω τα εναπομείναντα βυζαντινά λείψανα στις περιφέρειες της Βορείου Ηπείρου, οι κάτοικοι της οποίας παρόλους τους κατατρεγμούς, τους διωγμούς, τις ανέχειες και τις αρρώστιες, κρατήθηκαν Έλληνες και με υπερηφάνεια ομολογούν την καταγωγή τους.