Κεντρική εξουσία και Τοπική Αυτοδιοίκηση…

on .

Τρεις είναι οι στύλοι επί των οποίων στηρίζεται το οικοδόμημα μιας Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας: Το Κοινοβούλιο, ο Συνδικαλισμός και η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Από την ποιότητα των τριών αυτών στύλων εξαρτάται βασικά και η ποιότητα της Δημοκρατίας.

Αυτό γίνεται εμφανέστατο όλα αυτά τα χρόνια της λεγόμενης μεταπολίτευσης -για να μείνουμε σ’ αυτά- κατά τα οποία συχνά διαμαρτυρόμαστε για την ποιότητα της Κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας καιγια τον τρόπο με τον οποίο αυτή λειτουργεί, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και στα άλλα μέρη στα οποία αυτή έχει καθιερωθεί.

Όταν στην περίπτωση του Κοινοβουλίου ισχύει κατά τρόπο που δεν επιδέχεται νόθευση η γνωστή από τον Αριστοτέλη διάκριση των εξουσιών που του επιτρέπει, χωρίς καμιά παρέμβαση, με βάση τη λαϊκή ετυμηγορία, να θεσπίζει νόμους χρηστούς και να φροντίζει αυτοί να εφαρμόζονται από την εκτελεστική εξουσία και να εξυπηρετούν το καλώς εννοούμενο συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και όταν η σύνθεσή του δεν νοθεύει τη λαϊκή ετυμηγορία, με τους διάφορους καλπονοθευτικούς νόμους, τότε αποβαίνει ο κύριος και βασικός στύλος μιας υγιούς Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.

Σε ό,τι τώρα αφορά το Συνδικαλισμό, αυτός εξυπηρετεί το σκοπό για τον οποίο έχει θεσπιστεί, αν βέβαια είναι ακηδεμόνευτος και ανεξάρτητος, αν εξυπηρετεί τα πραγματικά συμφέροντα των εργαζόμενων -στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα-και όχι των συνδικαλιστών εργατοπατέρων οι οποίοι τον χρησιμοποιούν ως εφαλτήριο για την προσωπική τους εξυπηρέτηση και σταδιοδρομία.

Στο χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης συγκρούονται, όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, δύο θεμελιακά αντίθετες αντιλήψεις και επιλογές: Η πρώτη επιλογή θεωρεί την Τοπική Αυτοδιοίκηση ως προέκταση της Κεντρικής Εξουσίας, άμεσο εξάρτημα της κομματικής παντοδυναμίας, ένα απλό μηχανισμό που ασκεί την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τους νόμους διοίκηση κατά παραχώρηση κομματική.

Γίνεται τότε η Τοπική Αυτοδιοίκηση ένας θεσμός τυπικός χωρίς κανένα περιεχόμενο, χωρίς δυνατότητα για αυτενεργό δράση και πρωτοβουλία. Η δεύτερη επιλογή θεωρεί την Τοπική Αυτοδιοίκηση ως γνήσια και αποκεντρωμένη δημοκρατική εξουσία που κατοχυρώνει την πλατιά συμμετοχή των πολιτών σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής της περιοχής την οποία καλείται να υπηρετήσει. Μια τέτοια εξουσία πηγάζει άμεσα από τους ίδιους τους πολίτες, αντλεί τις αρμοδιότητές της από το Σύνταγμα και τους νόμους, λογοδοτεί στους πολίτες οι οποίοι τη στηρίζουν ή την απορρίπτουν, ανάλογα με τον τρόπο που, κάθε φορά, ασκείται. Έχω μια δωδεκάχρονη εμπειρία, από τη θητεία μου στο Δήμο Ιωαννιτών, με την ιδιότητα του αντιδημάρχου και του δημοτικού συμβούλου.

Μας είχε καλέσει, θυμάμαι, το έτος 1982, μερικούς συμπολίτες ο αείμνηστος Σπύρος Κατσαδήμας και μας ανακοίνωσε ότι τον παρακάλεσε ο τότε υπουργός Εσωτερικών Γιώργος Γεννηματάς να ηγηθεί μιας ευρύτατης παράταξης για τις επικείμενες δημοτικές εκλογές, που θα περιλάμβανε υποψήφιους που θα ξεκινούσαν από το χώρο του Κέντρου και θα έφταναν μέχρι το χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς. Μας δήλωσε δε ότι δεν πρόκειται να αναλάβει μια τέτοια πρωτοβουλία, αν αυτοί που είχαμε προσκληθεί δεν θα δεχτούμε να είμαστε υποψήφιοι. Οι περισσότεροι δεχτήκαμε την πρόσκληση με πολλές επιφυλάξεις, γιατί όπως του επισημάναμε, από επαγγελματικής πλευράς, «είχαμε πολύ τραχανά απλωμένο». Συμφωνήσαμε να έχουμε μια νέα συνάντηση, αφού πρώτα εκτιμήσουμε ο καθένας τις υποχρεώσεις που είχαμε.

Τελικά, συνεπικουρούσης και της γενικότερης πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε από το 1981, με το σύνθημα της «ΑΛΛΑΓΗΣ», δεχτήκαμε να συμμετάσχουμε σε μια τέτοια προσπάθεια με τους όρους ότι ο συνδυασμός θα φέρει τον τίτλο «Δημοτική Αλλαγή», ότι θα συνταχθεί ένα πρόγραμμα το οποίο προεκλογικά θα διανεμηθεί στους πολίτες, ότι στις υποθέσεις που αφορούν την πόλη και την περιοχή δεν θα υπάρξει καμιά «άνωθεν» ή «έξωθεν» παρέμβαση και ότι η Κεντρική εξουσία δεν θα μένει αδιάφορη ή αντίθετη στην επίλυση βασικών προβλημάτων που απασχολούσαν το Δήμο και τη γύρω περιοχή.

Με βάση, λοιπόν, το Πρόγραμμά μας, που συντάχθηκε ύστερα από αλλεπάλληλες συσκέψεις στις οποίες συζητήθηκαν όλα τα βασικά θέματα που μας απασχολούσαν, αναλάβαμε τη διακυβέρνηση του Δήμου. Κατα τη διάρκεια της θητείας μας διαπιστώσαμε ότι: σε ό,τι αφορούσε την Κεντρική Εξουσία υπήρχαν άνθρωποι που συμμερίζονταν την άποψη για το αυτεξούσιο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και συμπαραστάθηκαν πρόθυμα στην επίλυση των προβλημάτων που τους θέταμε υπόψη. Υπήρχαν όμως και άλλοι οι οποίοι δεν είχαν απαλλαγεί από την καθιερωμένη αντίληψη του ισχυρού κρατικού κατεστημένου που μας ταλαιπωρούσε επί χρόνια και δεν άφηνε τίποτε να προχωρήσει σε τούτο τον έρμο τον τόπο. Εκδήλωναν το δισταγμό τους στην επίλυση των προβλημάτων της πόλης, γιατί όχι και την πλήρη αντίθεσή τους. Αναπολώ, με θαυμασμό τα ονόματα μερικών από τους υπουργούς και λοιπούς αξιωματούχους της εποχής εκείνης, όπως ήταν ο υπουργός Οικονομικών Κουλουριάνος, ο υπουργός Υγείας Αυγερινός, ο υπουργός Χωροταξίας και Περιβάλλοντος Τρίτσης, ο Γενικός Γραμματέας Τουρισμού Σκουλάς και Πολιτισμού Δωρής.

Με αυτούς λύσαμε άμεσα χρονίζοντα προβλήματα, όπως ήταν η ψήφιση του νόμου για τα Παλαιά Κληροδοτήματα Ιωαννίνων, η νέα πτέρυγα του Νοσοκομείου Χατζηκώστα, οι δυο παραλίμνιοι δρόμοι (Γ. Παπανδρέου και Μακαρίου), η παραχώρηση στο Δήμο του Ξενοδοχείου «Ξενία», το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου και ό,τι άλλο υπάρχει μέχρι σήμερα στην πόλη και είναι δημιούργημα εκείνης της εποχής, κατά την οποία, όπως ειπώθηκε από επίσημα χείλη, «ο Δήμος είχε μετατραπεί σε κυψέλη δημιουργίας». Σ’ αυτή τη δημιουργική προσπάθεια συμμέτοχο, είναι αλήθεια, υπήρξε ολόκληρο το Δημοτικό Συμβούλιο, όπως αποδεικνύεται από τις αποφάσεις του της περιόδου 1983 - 1986, που ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία γύρω από τα βασικά θέματα της πόλης ομόφωνες.

Παράλληλα ενεργοποιήσαμε τα Συνοικιακά Συμβούλια που ήταν βασικός κοινοτικός θεσμός και καλέσαμε όλους τους πολίτες, καθένας στο είδος του, να συμπαρασταθεί στην κοινή προσπάθεια για την αντιμετώπιση προβλημάτων που αφορούσαν τους ίδιους. Από το άλλο όμως μέρος θυμάμαι με θλίψη αρκετούς από τους υπουργούς και λοιπούς κρατικούς αξιωματούχους -δεν χρειάζεται να αναφέρω τα ονόματά τους- για τους οποίους ισχύει ο αφορισμός του συμπαθέστατου Κατσιφάρα πως «αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ, θα ήταν άγνωστοι και στους θυρωρούς της πολυκατοικίας τους».

Αυτοί,της τελευταίας κατηγορίας κατέκλυσαν τον πολιτικό ορίζοντα ιδιαίτερα μετά τις εκλογές του 1985, οπότε το ΠΑΣΟΚ άρχισε να μετατρέπεται αργά αλλά σταθερά από Κίνημα Αλλαγής σε κόμμα εξουσίας. Χρειάστηκε να κάνουμε σκληρό αγώνα για να κάμψουμε την αδιαφορία και την παλαιοκομματική τους νοοτροπία που εκφράζεται με τη γνωστή λαϊκή ρήση «μη θίγετε τα κακώς έχοντα» για να δώσουμε λύση στα προβλήματα που μας απασχολούσαν. Κάθε χρόνο καλούσαμε τους πολίτες σε Γενική Συνέλευση και τους ενημερώναμε για τα «Πεπραγμένα της Δημοτικής Αρχής», εκδίδαμε μάλιστα και σχετικό βιβλιαράκι το οποίο, μέσω των Συνοικιακών Συμβουλίων που είχαμε δημιουργήσει, το μοιράζαμε στους πολίτες.

Την ίδια -και χειρότερη ακόμα- νοοτροπία με πολλούς άσχετους και αδιάφορους κυβερνητικούς αξιωματούχους ακολούθησαν -και ακολουθούν και μέχρι σήμερα- οι επόμενες κυβερνήσεις, χωρίς καμιά εξαίρεση, στα πλαίσια της διαπλοκής και της εξάρτησης από τους ποικιλώνυμους εξωθεσμικούς παράγοντες του δημόσιου βίου της χώρας, που ευθύνονται για την «εγκληματική» και καταστροφική συμπεριφορά τους σε ό,τι αφορά τα Παλαιά Κληροδοτήματα Ιωαννίνων, τα οποία η Μητρόπολη και οι περί αυτήν οδήγησαν σε χρεοκοπία, με την ευθύνη και συνενοχή αρκετών από τις δημοτικές διοικήσεις που μας διαδέχτηκαν στο Δήμο Ιωαννιτών.

Όσα ακολούθησαν στη συνέχεια και μέχρι σήμερα, τα ζήσαμε και τα ζούμε και μάλιστα σε βασικούς τομείς του δημόσιου βίου της χώρας μας. Σ’ αυτά, όχι χωρίς και τη δική μας ευθύνη και συνενοχή, οφείλεται η βαθιά κρίση που μαστίζει τη χώρα μας και θα καταδυναστεύει και τις επόμενες γενεές της πατρίδας μας.