Στο Μοναστήρι «Κιάτρα Ρόσια»…

on .

«Μας γέλασαν μια χαραυγή της Άνοιξης τ’ αηδόνια και βγήκαμε νύχτα στα βουνά ψηλά στα κορφοβούνια…»  λέει ένα δημοτικό τραγούδι, πλην όμως
ήταν δική μας επιλογή.
Έτσι λοιπόν, με μια φιλική παρέα, ένα θαμποχάραμα Σαββάτου όταν σφιχταγκαλιάζονται η νύχτα με τη μέρα ξεκινήσαμε να πάμε μια εκδρομή στο Μοναστήρι Ι.Μ. Ζωοδόχου Πηγής «Κιάτρα Ρόσια», που βρίσκεται στο Ανθοχώρι. Γιατί αν δεν σε βρουν χαράματα, πώς θες να ακούς τα αηδόνια;
Είναι ένα μικρό ξωκλήσι στην κορφή του βουνού, που

δεν φαίνεται από το δρόμο, αλλά ούτε και το παρεκκλήσι. της Σωτήρος, που βρίσκεται ψηλότερα, πνιγμένα κι’ αγκαλιαστά στα πεύκα, τα έλατα, τα κυπαρίσσια και τις βελανιδιές. Φτάνοντας, άρχισε να χαράζει και ο ήλιος ψηλά στο βουνό φάνταζε σαν ένα μεγάλο ηλιοτρόπιο, πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Πρόβαλλε λαμπρός - λαμπρός και τα δέντρα ανατριχιάζανε, καθώς τα διαπερνούσαν οι ηλιαχτίδες.
Όσο τράνευαν οι ηλιαχτίδες αντανακλούσαν στις δροσοσταλίδες που κρέμονταν στις φυλλωσιές των δέντρων, σαν λαμπιόνια χριστουγεννιάτικα και σπάθιζαν την πρωινή καταχνιά και την ξεδιάλυναν αντίκρια στο Περιστέρι και στον παχνιασμένο κάμπο της Χρυσοβίτσας, στο αχνό αυτό λυκαυγές του πρωινού. Παρκάραμε τα αυτοκίνητά μας για να μην εμποδίζουμε άλλους προσκυνητές -γιατί το μοναστήρι είναι επισκέψιμο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους- μπήκαμε στο προαύλιο ν’ ανάψουμε πρώτα ένα αγιοκέρι στη χάρη της Παναγίας Ζωοδόχου και να ασπαστούμε ευλαβικά τις εικόνες. Λιβάνι και θυμίαμα ανέδιδε το μικρό εκκλησάκι Ένας από εμάς γνώριζε από μικρό παιδί ακόμα να «βαράει» το σήμαντρο και αμέσως αντιλάλησε γλυκόηχα, σαν να καλημέριζε τα γύρω χωριά Ανθοχώρι – Ανήλιο - Μέτσοβο μέσα στη ρέμβη αυτής της ηρεμίας, απλώνοντας μια ατέρμονη αγαλλίαση.
Όσο προχωρούσε η μέρα και ξημέρωνε καλά από το ξαγνάντιο αγνάντευες ψηλά στο Περιστέρι και χαμηλά «κατακαμπής», ν’ ανεβαίνει με την αυγινή δροσιά μια αχλή από το άπλωμα της πάχνης σαν λευκοσταχτιά συννεφάκια, λες και θα αναληφθούν άγγελοι από μέσα τους. Το λυκαυγές αυτό με τα υπέροχα χρώματα: κόκκινα, κίτρινα, μαβιά στο πράσινο φόντο των δέντρων και το γαλάζιο τ’ ουρανού και με τα γλυκοκελαηδίσματα των πουλιών, αλλά και με το μοναστηριακό περιβάλλον μας έφερνε μια ανάταση ψυχής και καρδιάς. Έτσι μου ήρθανε στο νου δημοτικά τραγούδια, όπως:
«Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια
Τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε…»
ή όπως και το: «Βγήκα ψηλά στα διάσελα Θανάση - Βλαχοθανάση
κι’ αγνάντεψα την Πρέβεζα μωρέ βλαχοθανάση,
τριγύρω-γύρω θάλασσα και τα βουνά γαλάζια…»
Ρίχνοντας μια ματιά στον προ ολίγο έναστρο ουρανό, είδαμε να τρεμοσβήνει και ν’ αχνοφέγγει σαν νυσταγμένο φαναράκι ο Αυγερινός, στις πρώτες ηλιαχτίδες, αλλά και το φεγγάρι γελάστηκε κι αυτό κι άφησε κατά μέρος την χλωμάδα του, ζήλεψε και βγήκε ασπραδερό, προβάλλοντας στην συννεφένια αχλή τ’ ουρανού
Έκανε λίγη ψύχρα και μαζευτήκαμε όλοι γύρω απ’ την πετρόκτιστη «κρήνη του γιατρού» που την λένε, να ψήσουμε τον καφέ μας στο καμινέτο. Κι όσο διάβαινε η ώρα μας τύλιγε ένα μυροβόλημα από την αγράμπελη που αγκάλιαζε έτσι ολόλευκη τα μαύρα κυπαρίσσια, σφιχτά - σφιχτά, που βρίσκονται γύρω απ’ το μοναστήρι.
Ρεμβάζοντας και πίνοντας τον καφέ, το μάτι μας έπεφτε στο απέραντο γαλάζιο τα’ ουρανού και αυτό το πράσινο των δέντρων και των ξέφωτων, που ανάμεσά τους προβάλλουν λευκόδεντρα σαν κεντίδια σε αργαλειό κάποιας υφάντρας. Ο ήλιος ακούραστος στο ταξίδι του ανεβαίνει σαν ένα μεγάλο χρυσάνθεμο που ρίχνει τα σαρκωμένα του φύλλα πάνω απ’ τα χωριά και μας ζεσταίνει.
Ξάφνου φτάνουν στα αυτιά μας γιουχαΐσματα τσοπάνηδων, γαυγίσματα σκυλιών, κουδουνίσματα από τα τροκάνια, βελάσματα ζωντανών-είναι η ώρα που τα βγάζουν να βοσκήσουν. Σε λίγο προβάλλουν αντίκρια μας, μπροστά πήγαινε ο τράγος με το μεγάλο κυπρί καμαρωτός. Λέει ένας απ’ την παρέα μας: ξέρετε το ανέκδοτο με τον τράγο απ’ την άνοιξη και το φθινόπωρο, που όταν τον ρωτούσαν την άνοιξη τίνος είναι τα γίδια, έλεγε «δικά μου είναι», ενώ όταν τον ρωτούσαν το φθινόπωρο που κατέβαιναν τα γίδια από το βουνό, απαντούσε δεν ξέρω, όποιου θέλει ας είναι, πάντως δικά μου δεν είναι. Γέλια και χαχανητά για το υπονοούμενο. Ένας άλλος από μας θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια, όταν βοσκούσε κι αυτός πρόβατα, τον βλέπουμε ν’ αλαργεύει μ’ ένα δοχείο στο χέρι και σε λίγο να επιστρέφει γελαστός με ένα τεράστιο χαμόγελο και φωτισμένο το πρόσωπό του. Πήγε στο κοπάδι και ζήτησε ν’ αρμέξει και μας έφερε φρέσκο γάλα. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται Ήρθε το μεσημέρι και απλώσαμε τα χράμια στο σιάδι κι άνοιξαν οι γυναίκες τα φαγητά (τυρί – ντομάτα – αβγά - κεφτεδάκια) κι εμείς τσίπουρο και κρασί και ήρθε το απομεσήμερο και φύγαμε με γεμάτες τις μπαταρίες, που λένε, δίνοντας υπόσχεση να ξανακάνουμε τέτοιες αποδράσεις.
Εδώ, βέβαια, δεν θα παραλείψω να αναφερθώ στο Μοναστήρι. Οι πληροφορίες μου είναι από τον κ. Τσιάμη Αθανάσιο, πρώην Πρόεδρο Ανθοχωρίου, η ψυχή της Μονής, ο οποίος αφιλοκερδώς καθημερινά μεταβαίνει και φροντίζει το Μοναστήρι: «Σ’ ένα μαγευτικό ασκητικό τοπίο στους πρόποδες του Περιστερίου, ανατολικά του Ανθοχωρίου βρίσκεται, σαν φύλακας της Ελληνορθοδόξου παραδόσεως το ιστορικό Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, που φέρει έντονα τα σημάδια από ένα μοναδικό Βυζαντινό μνημείο της περιοχής. Στην κορυφή του μικρού λόφου βρίσκεται ο ιερός ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Ανατολικά του Μοναστηριού βρίσκεται βράχος με κόκκινα πετρώματα το «Ασκηταριό» της Μονής, όπου κατά την παράδοση υπάρχει «ακοίμητη» καντήλα, (στα Βλάχικα «Κιάτρα Ρόσια» θα πει κόκκινο λιθάρι και έτσι την ονομάζουν τοπικά). Πολύ πιθανόν να είναι κτίσμα του 17ου αιώνα του 1732. Το 1765 αγιογραφήθηκε το Άγιο Βήμα. Έχουν μονάσει πολλοί ιερομόναχοι και πολλές ιερομόναχες. Ο τελευταίος «κοιμήθηκε» το 1927 και έκτοτε το Μοναστήρι εγκαταλείφθηκε. Πριν λίγα χρόνια έγινε ανακαίνιση του ναού και συγχρόνως τα κελιά και ο ξενώνας του Μοναστηριού με πρωτοβουλία του Περιφερειάρχη κ. Αλέξανδρου Καχριμάνη και έτσι κατέστη επισκέψιμο στο κοινό.
***
Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε στο υλικό που έχει αναρτήσει στο διαδίκτυο η Περιφέρεια Ηπείρου.