Ο Λόρδος Βύρων στην Ήπειρο...

on .

Ο μεγάλος φιλέλληνας (και ίσως ο μεγαλύτερος όλων) Λόρδος Βύρων το 1809 επισκέφτηκε την Ήπειρο. Επιβάλλεται, λοιπόν, να παρακολουθήσουμε την πορεία του, την παραμονή του στην Ήπειρο και τις εντυπώσεις του από όσα είδε την εποχή που κυριαρχούσε ο αιμοσταγής τύραννος Αλή Πασάς.
Τα περισσότερα τα πληροφορούμαστε από την επιστολή που έστειλε στη μητέρα του από την Πρέβεζα. Επομένως έχουμε περιγραφή και εντυπώσεις από γραπτή μαρτυρία του ίδιου του Μπάιρον.
Την Άνοιξη του 1809 ο Μπάιρον αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αγγλία και να ξεκινήσει για τον πατροπαράδοτο μεγάλο γύρο. Σύντροφοί του ήταν ο φίλος του από το Καίμπριτζ Καμπχάουζ, ο νεαρός υπηρέτης του Ρόμπερτ Ράσον και Φλέτσερ. Η συντροφιά ξεκίνησε από το Φάλμουθ στις 2 Ιουλίου 1809 και ταξίδεψε μέσω Πορτογαλίας, Ισπανίας, Γιβλαρτάρ, Σαρδινίας και Μάλτας για την Ελλάδα.
Αφού περιόδευσε όλη την Ήπειρο και άλλα μέρη αρχές Νοεμβρίου επέστρεψε στην Πρέβεζα. Από εκεί έστειλε το τόσο ενδιαφέρον για τις πληροφορίες του γράμμα στη μητέρα του, το οποίο έχει ως εξής:
Πρέβεζα 12 Νοεμβρίου 1809
Αγαπημένη μου μητέρα,
Είναι αρκετός καιρός τώρα, που βρίσκομαι στην Τουρκία. Η πόλις στην οποία μένω είναι παραθαλάσσια, αλλά έχω διασχίσει το εσωτερικό της επαρχίας της Αλβανίας, πηγαίνοντας να επισκεφθώ τον πασά. Έφυγα από τη Μάλτα με το «Σπάιντερ», ένα πολεμικό μπρίκι, στις 21 του Σεπτεμβρίου και έφθασα στην Πρέβεζα σε οχτώ ημέρες. Από τότε έχω κάνει περίπου 160 μίλια ως το παλάτι της υψηλότητός του στο Τεπελένι, όπου έμεινα τρεις ημέρες.
Το όνομα του Πασά είναι Αλής και θεωρείται άνθρωπος με μεγάλες ικανότητες: Κυβερνά ολόκληρη την Αλβανία (το αρχαίο Ιλλυρικόν), την Ήπειρον ένα τμήμα της Μακεδονίας. Ο γιος του Βελή Πασάς, για τον οποίο μου έδωσε επιστολές, διοικεί τον Μορέα και έχει μεγάλη επιρροή στην Αίγυπτο. Με λίγα λόγια, είναι ένας από τους πιο ισχυρούς άνδρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Όταν έφθασα στα Γιάννινα, την πρωτεύουσα, ύστερα από ταξίδι τριών ημερών επάνω στα βουνά, μέσα από μια περιοχή απαράμιλλης ομορφιάς και γραφικότητας, έμαθα ότι ο Αλής ήταν με το στρατό του στο Ιλλυρικό (Τεπελένι) και πολιορκούσε τον Ιμπραήμ πασά στο κάστρο του Βερατίου. Είχε ακούσει ότι κάποιος Άγγλος ευγενής βρίσκονταν στην επικράτειά του και είχε αφήσει διαταγή στα Γιάννινα να μου παραχωρήσουν ένα σπίτι και ό,τι άλλο χρειαζόμουν, εντελώς δωρεάν (στη σημερινή οδό Λόρδου Βύρωνος). Και μ’ όλο που είχα την άδεια να κάνω δώρα στους σκλάβους κλπ. δεν μου επετρέπετο να κάνω το παραμικρό έξοδο για το νοικοκυριό μου.
Έκανα περιπάτους καβάλα στα άλογα του Βεζύρη και είδα τα παλάτια του και τα παλάτια των γιων του. Ήταν εκπληκτικά, αλλά παραφορτωμένα με χρυσάφι και ασήμι. Ύστερα ανέβηκα στα βουνά μέσα από τη Ζίτσα, ένα χωριό με ελληνικό μοναστήρι (όπου κοιμήθηκα στο γυρισμό), στην πιο όμορφη τοποθεσία, που έχω ιδεί ποτέ (εκτός από τη Σίντρα στην Πορτογαλία). Σε εννιά μέρες έφθασα στο Τεπελένι, Το ταξίδι μου είχε παραταθεί εξ αιτίας των χειμάρρων που έπεφταν από τα βουνά και είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μοναδική σκηνή της εισόδου μου στο Τεπελένι, στις πέντε το απόγευμα καθώς ο ήλιος πήγαινε στη δύση. Έφερε στο μυαλό μου (με μία διαφορά ως προς τα κοστούμια, ωστόσο) την περιγραφή του κάστρου του Μπράνκσαμ από τον Σκοτ στην «Ωδή» του, και το φεουδαρχικό σύστημα…
Οι Αλβανοί με τα κοστούμια τους (τα πιο όμορφα του κόσμου, αποτελούμενα από μία μακρυά λευκή φουστανέλλα, χρυσοκέντητο μανδύα, βυσσινιά βελούδινη ζακέττα με χρυσά σειρήτια, ασημένια πιστόλια και μαχαίρια) οι Τάταροι με τους υψηλούς τους σκούφους, οι Τούρκοι με τα φαρδιά τους επανωφόρια και τα σαρίκια τους, οι στρατιώτες και οι μαύροι σκλάβοι με τα άλογα, οι πρώτοι σε ομάδες μέσα σε μια τεράστια ανοικτή αυλή μπροστά στο παλάτι, οι τελευταίοι σε ένα είδος στοάς από κάτω, διακόσιοι κέλητες έτοιμοι να ξεκινήσουν κάθε στιγμή ταχυδρόμοι, που έρχονταν και έφευγαν με μηνύματα, τουμπελέκια που χτυπούσαν αγόρια που φώναζαν τις ώρες από τους μιναρέδες του τζαμιού, όλα αυτά μαζί με την μοναδική εμφάνιση του ίδιου του κτιρίου, σχηματίζονταν ένα εντελώς νέο και ελκυστικό θέαμα για έναν ξένο. Με οδήγησαν σε ένα ωραιότατο διαμέρισμα και ερωτήθηκα για την υγεία μου από τον γραμματέα του βεζύρη.
Την επομένη ημέρα με οδήγησαν στον Αλή Πασά. Φορούσα πλήρη στολή επιτελικού με ένα υπέροχο ξίφος, κλπ. Ο Βεζύρης με δέχτηκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο με μαρμάρινο δάπεδο. Μια μικρή κρήνη κελάριζε στο κέντρο. Με δέχτηκε όρθιος, μεγάλη φιλοφρόνηση εκ μέρους ενός Μουσουλμάνου, και με έβαλε να καθήσω στα δεξιά του. Είχα πάντα μαζί μου έναν Έλληνα μεταφραστή, αλλά κάποιος γιατρός του Αλή με το όνομα Φεμλάριος, που καταλάβαινε τα λατινικά ανέλαβε να με εξυπηρετήσει σ’ αυτή την περίπτωση. Η πρώτη του ερώτηση ήταν, γιατί σε τόσο νεαρή ηλικία, είχα αφήσει την πατρίδα μου; (Οι Τούρκοι δεν μπορούν να καταλάβουν τα ταξίδια αναψυχής).
Έπειτα πρόσθεσε ότι ο Άγγλος πρεσβευτής Ληκ του είχε πει ότι καταγόμουν από μεγάλη οικογένεια και επιθυμούσε να διαβιβάσει το σεβασμό του στη μητέρα μου, πράγμα το οποίον κάνω τώρα εγώ στο όνομα του Αλή πασά. Είπε ότι ήταν βέβαιος ότι καταγόμουν από ευγενική γενιά, γιατί είχα μικρά αυτιά, σγουρά μαλλιά και μικρά άσπρα χέρια και εξέφρασε την ευχαρίστησή του για την εμφάνισή μου και την ενδυμασία μου. Μου είπε να τον θεωρώ σαν πατέρα μου, ενόσω θα βρισκόμουν στην Τουρκία και ότι εκείνος θα με φρόντιζε σαν να ήμουν γιος του.
Πράγματι, μου φέρθηκε σαν να ήμουν παιδί, στέλνοντάς μου αμύγδαλα, ζαχαρωμένο σερμπέτι, φρούτα και γλυκά δώδεκα φορές την ημέρα. Με παρακάλεσε να τον επισκέπτομαι συχνά και μάλιστα τη νύχτα που ήταν ελεύθερος. Μετά τον καφέ και τον ναργιλέ, αποσύρθηκα για πρώτη φορά. Τον ξαναείδα άλλες τρεις φορές. Είναι περίεργο πώς οι Τούρκοι, που δεν έχουν κληρονομικά αξιώματα και πολλές μεγάλες οικογένειες, εκτός από τους σουλτάνους, σέβονται τόσο πολύ την καταγωγή. Είδα ότι λογάριαζαν περισσότερο το γενεαλογικό μου δέντρο από τον τίτλο μου.
Σήμερα είδα τα λείψανα της πόλεως του Ακτίου, που κοντά εκεί ο Αντώνιος έχασε τον κόσμο μέσα σε ένα μικρό κόλπο, όπου δύο φρεγάτες θα μπορούσαν δύσκολα να ελιχθούν. Δεν απομένει παρά ένας ερειπωμένος τοίχος. Στην άλλη πλευρά του κόλπου στέκονται τα ερείπια της Νικοπόλεως, που έκτισε ο Αύγουστος σε ανάμνηση της νίκης του. Χθες το βράδυ βρέθηκα σε ένα ελληνικό γάμο στην Πρέβεζα. Όμως, το γεγονός αυτό, όπως και χίλια άλλα πράγματα, δεν έχω τον καιρό ούτε τον χώρο να τα περιγράψω. Φεύγω αύριο, μαζί με μία φρουρά πενήντα ανδρών, για την Πάτρα, στον Μορέα, Έπειτα θα πάω στην Αθήνα, όπου θα περάσω τον χειμώνα.
Στη συνέχεια ο Μπάυρον αναφέρει μία περιπέτεια στη θάλασσα.«Με ένα τουρκικό καράβι ξεκίνησε όλη η συνοδεία για μία εκδρομή στην Κέρκυρα.
Έπιασε όμως μία θαλασσοταραχή και εκινδυνέψαμαν. Ο άνεμος παρέσυρε το καράβι σε κάποια παραλία κοντά στην Πάργα. Από εκεί διά ξηράς με τη βοήθεια των ντόπιων, επιστρέψαμε στην Πρέβεζα. Μετά από αυτό αποφασίσαμε να πάμε στην Πάτρα διά ξηράς από το Μεσολόγγι. Δεν πρόκειται να εμπιστευθώ ξανά Τούρκους ναυτικούς. Από το Μεσολόγγι δεν θα έχω να περάσω παρά ένα μικρό στενό για να φθάσω στην Πάτρα». Πήγε στην Πάτρα και μετά από λίγες ημέρες πήγε και στους Δελφούς, όπου αυτός και ο Καμπχάουζ χάραξαν τα αρχικά τους επάνω σε έναν κίονα του ναού, που υπάρχουν μέχρι σήμερα. Κατόπιν ξεκίνησε για την Αθήνα και στις 24 Δεκεμβρίου 1809, μετά από ταξίδι μιας ημέρας ανάμεσα σε πεύκα και ελαιώνες, ένας από τους οδηγούς του φώναξε ξαφνικά –Σερ, το χωριό!..
Ήταν η Αθήνα. Την εποχή εκείνη δεν ήταν μεγαλύτερη από ένα κεφαλοχώρι, εντελώς παραμελημένη από τους Τούρκους.
Ο Μπάυρον στην Αθήνα
Ο ριζοσπαστικός Μπάυρον συγκλονίστηκε από το θέαμα της υποδουλώσεως των Ελλήνων στους Τούρκους. Και η οργή του ανέβηκε κατακόρυφα, όταν αντίκρισε τον Παρθενώνα που είχε μετατραπεί σε τέμενος και ολόγυρα, σε μικρά οικήματα γύρω, στρατοπέδευε τουρκική φρουρά.
Τον πρώτο νεαρό Αθηναίο που συνάντησε, τον επέπληξε για την τόσο αγόγγυστη υποταγή του στον τουρκικό ζυγό. Όταν αυτός του είπε: «Τι μπορώ να κάνω;», ο Μπάυρον του απάντησε θυμωμένος: «Σκλάβε! Δεν είσαι άξιος να φέρεις το όνομα του Έλληνος. Τι μπορείς να κάμεις; Μπορείς να πάρεις την εκδίκησή σου!». Και επειδή διαπίστωσε ότι στους Έλληνες επικρατούσε η ιδέα ότι κάποια χριστιανική χώρα της Δυτικής Ευρώπης θα τους βοηθήσει να ελευθερωθούν, αυτός πρώτος μήνυσε στους Έλληνες με έμφαση και έξαρση το περίφημο εκείνο: «Απ’ τους άπιστους Φράγκους, λευτεριά μη ζητάτε! Με δικό σας τουφέκι και σπαθί πολεμάτε…». Αργότερα, μετά την επίσκεψή του στα νησιά του Αιγαίου, εξέφρασε την ίδια ιδέα με περίτεχνο τρόπο στο θαυμάσιο ποίημά του: «Τα νησιά της Ελλάδος».
Το ποίημα αυτό έπαιξε τέτοιο ρόλο στην εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης, όσο πολύ λίγα ποιήματα, σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο: «Τα βουνά τα μεγάλα Μαραθώνα θωράνε κι η αθάνατη βλέπει τα πέλαγα κοιλάδα. Εδώ πέρα μονάχος συλλογιόμουν πώς νάναι θα μπορούσε και πάλι μια ελεύθερη Ελλάδα! Γιατί πώς να κοιτάξω το περσιάνικο, μνήμα και να λέω πως είμαι της σκλαβιάς κι εγώ θύμα», κλπ…
Μετά από 15 χρόνια επρόκειτο να ξανάρθει στην Ελλάδα, ως εκπρόσωπος του Αγγλικού Φιλελληνικού Κομιτάτου, για να αφήσει την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι στις 19 Απριλίου 1824 σε ηλικία 36 ετών. Όταν ξεκινούσε από τη Γένουα στις 22 Αυγούστου 1823 έλαβε επιστολή του Μάρκου Μπότσαρη, που την έγραψε μία ημέρα πριν από τον ηρωικό του θάνατο που συνέβη στις 9 Αυγούστου. Όταν ο Μπάυρον διάβαζε την επιστολή, δεν εγνώριζε ότι ο Μάρκος ήταν νεκρός.
Ανάμεσα στα άλλα, έγραφε: «…το γράμμα σας, καθώς και του σεβασμιωτάτου κ. Ιγνατίου (πρόκειται για τον Ουγκροβλαχίας Ιγνάτιο, πρώην Άρτης), με ενέπλησαν χαράς. Η εξοχότης σας είναι ακριβώς ο άνθρωπος όπου μας χρειάζεται. Κανένα εμπόδιον ας μη σταματήσει τον ερχομόν σας εις το μέρος τούτο της Ελλάδος. Πολυάριθμος στρατός εχθρικός μας απειλεί, αλλά με τη βοήθεια του Θεού και της εξοχότητάς σας, θα εύρει εδώ την πρέπουσαν απάντησιν. Απόψε σκοπεύω κάτι να επιχειρήσω εναντίον ενός σώματος Αλβανών από έξι έως επτά χιλιάδων στρατοπεδευμένων σιμά εις το μέρος αυτό.
Μεθαύριον θ’ αναχωρήσω μαζί με μερικούς εκλεκτούς άνδρας μου, διά να έλθω προς υπάντησιν της Εξοχότητός Σας. Μη βραδύνετε πολύ να έλθετε. Σας ευχαριστώ διά την αγαθήν γνώμην όπου έχετε διά τους συμπατριώτας μου ελπίζω δε ότι δεν θα την εύρητε αδικαιολόγητον. Σας ευχαριστώ και πάλιν διά την φροντίδα όπου ελάβετε τόσον γενναίως υπέρ αυτών.
Σας παρακαλώ να με θεωρείτε κλπ».
Μάρκος Μπότσαρης
Όπως αναφέραμε και στην αρχή, όταν ο Βύρων διάβαζε την επιστολή, ο Μάρκος είχε φύγει ενδόξως από τη ζωή πριν από 13 ημέρες. Μετά από οχτώ μήνες θα άφηνε και ο Βύρων την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, αφού επισκέφτηκε τον τάφο του Μάρκου. Το πιθανότερο είναι ότι, αν επιζούσε ο Μπάυρον, θα αποτρέπονταν η μετέπειτα επέκταση του εμφυλίου πολέμου. Ο θάνατος του Μπάυρον συγκλόνισε όχι μόνο την μαχόμενη τον υπέρτατο αγώνα Ελλάδα, αλλά και την συνείδηση όλου του πολιτισμένου κόσμου. Συντέλεσε όσο τίποτε άλλο στην τόνωση και επαύξηση του φιλελληνικού ρεύματος. Άγγλος ιστορικός υποστηρίζει ότι χωρίς τη θυσία του Βύρωνος στο Μεσολόγγι το 1824, δεν θα επακολουθούσε το Ναυαρίνο το 1827.