Το Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς και η σχέση με τους σπουδαστές του...

on .

Το Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς ιδρύθηκε το 1911 από τον αείμνηστο Σπυρίδωνα Βλάχο, τότε Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης, μετέπειτα Ιωαννίνων και τελικά Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Η ίδρυση και μόνο της σχολής αποτελεί μεγάλο επίτευγμα αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι το 1911 η γεωγραφική περιοχή των Ιωαννίνων διοικητικά ήταν ακόμη τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνεπώς κάθε άδεια λειτουργίας νέας σχολής απαιτούσε την έγκριση της “Υψηλής Πύλης”. Η έγκριση αυτή έπρεπε μάλιστα να δοθεί σε μια εποχή που οι διαθέσεις της Οθωμανικής Διοίκησης, έναντι των δραστηριοτήτων των υπόδουλων πληθυσμών, ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικές, λόγω της αστάθειας που επικρατούσε στις υπόδουλες βαλκανικές επαρχίες, λίγο πριν την επερχόμενη έναρξη των βαλκανικών πολέμων και την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, που προδιέγραφαν την απόσπαση τμημάτων της αυτοκρατορίας και την απόδοση αυτών στα εθνικά κράτη της Βαλκανικής, τα οποία είχαν ήδη δημιουργηθεί, υπό μορφή μινιατούρας,  κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, του 19ου αιώνα.
Τα Γιάννενα, το πνευματικό κέντρο της περιοχής, παρόλο που παραδοσιακά διέθετε φημισμένα σχολεία, στα οποία είχαν διδάξει αξιόλογοι δάσκαλοι του διαφωτισμού, (στον βαθμό βέβαια που η διδασκαλία των δεν δημιουργούσε αντιδράσεις εκ μέρους των κατακτητών), δεν διέθεταν κάποια σχολή η οποία θα μπορούσε να έχει σχέση ισοδυναμίας με επίπεδο ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης. Με την Ίδρυση του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς, σχεδιασμένου όχι μόνο να παρέχει εγκύκλιες γνώσεις αλλά να προσφέρει εξειδικευμένες παιδαγωγικές και θεολογικο-ιερατικές σπουδές ακαδημαϊκού επιπέδου, μπορούμε να πούμε ότι η Ήπειρος απέκτησε την πρώτη Ανώτερη Σχολή στην εκπαιδευτική της ιστορία.
Η στοχοθεσία της σχολής ήταν σαφής και δισυπόστατη. Να αποδώσει στην κοινωνία της Ηπείρου και της Βορείου Ηπείρου εξειδικευμένους πτυχιούχους Δασκάλους αλλά και Ιερείς, ικανούς να διδάξουν την ελληνική γλώσσα, και τα έτερα συναφή με την γενική μόρφωση γνωστικά αντικείμενα και ταυτόχρονα να εμφυσήσουν και να εμπεδώσουν στους νέους τις αξίες της ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης.
Στην αρχή του 20ου αιώνα, τόσο πριν την απελευθέρωση των Ιωαννίνων όσο και πολλές δεκαετίες μετά την απελευθέρωση, για να καταστεί κάποιος νέος της περιοχής μας επιστήμονας π.χ ιατρός, νομικός, μηχανικός, γεωπόνος ή οτιδήποτε άλλο που προϋπέθετε πανεπιστημιακού επιπέδου εκπαίδευση, έπρεπε να περάσει στο ελεύθερο ελληνικό κράτος ή, μετά την απελευθέρωση, να μεταβεί υποχρεωτικά στην Αθήνα, ή εναλλακτικά να ταξιδέψει στο εξωτερικό και να εγγραφεί σε πανεπιστημιακά ιδρύματα της εποχής ώστε να λάβει τον αντίστοιχο ακαδημαϊκό τίτλο. Όπως είναι αυτονόητο, η δυνατότητα αυτή δίνονταν σε πολύ περιορισμένο αριθμό οικονομικά προνομιούχων νέων Ηπειρωτών, καθόσον το μέσο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού ήταν πολύ χαμηλό, το οικονομικό κόστος απρόσιτο, και ταυτόχρονα το όλο πλαίσιο των προϋποθέσεων, μέσω των οποίων γινόταν τότε δεκτοί οι νέοι στα πανεπιστήμια, ήταν ασαφές, μη αντικειμενικό, εν πολλοίς μεροληπτικό και από πολλές άλλες απόψεις απαγορευτικό για τα παιδιά των μέσων και κατώτερων οικονομικών στρωμάτων. 
Η ως άνω περιγραφόμενη κατάσταση άλλαζε σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του 30, με την έναρξη λειτουργίας της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων, και η αλλαγή έβαινε επιταχυνόμενη από τα μέσα της δεκαετίας του 60 και μετά, όταν ιδρύθηκαν οι πρώτες σχολές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, μέχρι και την δεκαετία του 80, όταν το Πανεπιστήμιο της πόλης μας εμπλουτίζονταν με νέες Σχολές και παράλληλα οι παιδαγωγικές Ακαδημίες έδιναν την θέση τους στα Παιδαγωγικά Πανεπιστημιακά Τμήματα, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την συνέχιση της λειτουργίας Σχολών τύπου Ιεροδιδασκαλείου, με αποτέλεσμα, όπως ήδη ανεφέρθη, το 1989 να αποτελεί την χρονιά κατά την οποία απεφοίτησε η τελευταία σειρά Ιεροδιδασκάλων.
Με την ίδρυση του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς δόθηκε η αντικειμενική δυνατότητα σε φιλομαθείς νέους των μέσων και κατώτερων κυρίως κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων να εισέλθουν σε μία εγγυημένη και προστατευμένη εκπαιδευτική διαδικασία, το τελικό αποτέλεσμα της οποίας ήταν οι απόφοιτοι να περάσουν επαγγελματικά από τον κλάδο της πρωτογενούς παραγωγής (γεωργίας-κτηνοτροφίας), τον οποίο υπό δυσμενείς συνθήκες και με περιορισμένες δυνατότητες υπηρετούσαν οι γονείς της πλειονότητας αυτών, στον πιο ευνοημένο κλάδο των υπηρεσιών, ως δάσκαλοι ή ιερείς. Η μετάταξη αυτή δεν θα ήταν εφικτή υπό άλλες συνθήκες. Μπορούμε επομένως να ισχυρισθούμε ότι αυτή η Σχολή διαδραμάτισε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο τόσο στην κοινωνική και οικονομική ανέλιξη οικονομικά μη προνομιούχων νέων όσο και γενικότερα στην κοινωνική πλαστικότητα και κινητικότητα αλλά και στην κοινωνική συνοχή της περιοχής συνολικά.
Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις πως εκείνο που καθόρισε τον χαρακτήρα της Σχολής, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ήταν η μέσω των αδιάβλητων εισαγωγικών εξετάσεων κατοχύρωση αξιοθαύμαστης αξιοκρατίας στην επιλογή των σπουδαστών της. Με δεδομένη την ως άνω αναφερθείσα στενότητα εναλλακτικών επιλογών, για τους νέους της περιοχής, η ζήτηση για την εισαγωγή στην Σχολή, μέχρι και την αρχή της δεκαετίας του 80, ήταν πολύ μεγάλη ενώ η προσφορά θέσεων, αναλογικά, πολύ περιορισμένη. Κατά πάγιο τρόπο εισάγονταν κατ’ έτος τριάντα νέοι μαθητές, οι συμμετέχοντες όμως στις εξετάσεις ήταν της τάξεως του δεκαπλάσιου και πλέον. Υπήρξαν σχολικά έτη που ο αριθμός των υποψηφίων ξεπερνούσε σε απόλυτο αριθμό τους πεντακόσιους και η ανταγωνιστική σχέση σπάνια ήταν κάτω του ενός εισακτέου προς δέκα συνυποψήφιους. Η σχέση αυτή (ένα προς δέκα) είναι στοιχείο που και σήμερα διακρίνει τις εξετάσεις υψηλής από αυτές της χαμηλής δυσκολίας. Η εισαγωγή σε πανεπιστημιακές σχολές υψηλής ζήτησης και σήμερα διέπεται από την ως άνω ανταγωνιστική σχέση. Μπορούμε με ευκολία να δεχθούμε πως οι νεοεισερχόμενοι στο Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς είχαν, από το ξεκίνημα, προδιαγραφές μαθητών, μετέπειτα σπουδαστών, με ιδιαίτερη έφεση προς μάθηση και με ικανότητα επίτευξης υψηλών πνευματικών στοχεύσεων με την ευρεία έννοια. Τα ανωτέρω δεδομένα έμελλαν, κατά την γνώμη του ομιλούντα, να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο η σχολή εξελίχθηκε, και στην θέση που αυτή κατοχύρωσε στον εκπαιδευτικό χάρτη της Ηπείρου αλλά και της χώρας ολόκληρης.
Ένα τόσο καλά επιλεγμένο μαθητικό και σπουδαστικό δυναμικό, υπό συνθήκες απερίσπαστης καθημερινής εκπαιδευτικής τριβής, σε ένα κλίμα εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενης αδιάκοπης και μακροχρόνιας ευγενούς άμιλλας, ήταν αναμενόμενο να αποφέρει εξαιρετικό τελικό εκπαιδευτικό αποτέλεσμα. Οι απόφοιτοι, στην συντριπτική των πλειονότητα, στο τέλος της εξάχρονης εκπαιδευτικής των θητείας, πέραν του γεγονότος ότι έχουν κατοχυρώσει αξιοζήλευτο επίπεδο γνώσεων σε ένα ευρύ φάσμα γνωστικών αντικειμένων, την ίδια στιγμή έχουν εξοπλισθεί με την σταθερή βούληση για διαρκή αναβάθμιση του πνευματικού των ορίζοντα, έχουν αντιληφθεί την ανάγκη της διά βίου μάθησης, έχουν αποκτήσει επίγνωση των ιδιαίτερων κλίσεων αλλά και των προσωπικών αδυναμιών και πάνω από όλα έχουν εξοικειωθεί με τον ακάματο πνευματικό μόχθο, που ανέκαθεν αποτελούσε την μοναδική οδό κατάκτησης της γνώσης και αναβάθμισης της πνευματικής συγκρότησης ενός ατόμου.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναφερθούμε σε ένα από τα λίγα μειονεκτικά γνωρίσματα της σχολής, το οποίο βεβαίως αντισταθμίζονταν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από την συνολική δυναμική της και από την πλειάδα των πλεονεκτημάτων που αυτή προσέφερε. Θα μπορούσε η συζήτηση και μόνο περί του ζητήματος αυτού να θεωρηθεί πλεονασμός και πολυτέλεια διότι, ως γνωστόν, αναφερόμαστε σε μία εποχή που οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες σε όλη την χώρα ούτως ή άλλως ήταν άκρως προβληματικές και ανεπαρκείς από πολλές απόψεις. Το θέμα συναρτάται με το γεγονός ότι η ηλικία εισαγωγής των μαθητών στην σχολή, (14ο έτος της ηλικίας), ήταν αρκετά πρόωρη και αντικειμενικά απρόσφορη αναφορικά με την ικανότητα αυτών να επιλέξουν, οικειοθελώς και αυτόνομα, την εκπαιδευτική ή επαγγελματική κατεύθυνση που όφειλαν να χαράξουν στη ζωή τους. Δεν τους είχε δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος για να αναδείξουν τις ιδιαίτερες κλίσεις, τα ατομικά ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις των σχετικά με τον γνωστικό τομέα που έπρεπε να ακολουθήσουν, προκειμένου να αποδειχθούν πλέον αποδοτικοί και προσωπικά πλέον ικανοποιημένοι στην επαγγελματική και την εν γένει σταδιοδρομία των. 
Στερήθηκαν εν ολίγοις αυτό που αποκαλείται επαγγελματικός προσανατολισμός των νέων και που ευρέως αναγνωρίζεται σήμερα ως ιδιαίτερης σημασίας. Η επιλογή να γίνουν δάσκαλοι ή ιερείς δεν ήταν των ιδίων. Ουσιαστικά ικανοποιούσαν σε εκείνη την αρχική συγκυρία την βούληση των γονέων των, η επιλογή των οποίων επίσης επιβάλλονταν από εξωτερικούς, κυρίως οικονομικούς παράγοντες. Εισερχόμενοι στην σχολή την ίδια στιγμή εισέρχονταν σε μία ετεροκαθοριζόμενη διαδικασία, το τελικό αποτέλεσμα της οποίας αναμένονταν να είναι επίσης ο επαγγελματικός έτερο-καθορισμός των. Αν στην διάρκεια των σπουδών, εντός της σχολής, γίνονταν εμφανής μια ιδιαίτερη κλίση ή ξυπνούσε μια επιθυμία να στραφούν προς κάτι διαφορετικό, έπρεπε μετά την αποφοίτηση να αποδυθούν σε νέα προσπάθεια προκειμένου να ακολουθήσουν τον δρόμο που ανταποκρίνονταν καλύτερα στις ιδιαίτερες ικανότητες και στις ενδότερες επιθυμίες των, να πραγματώσουν δηλαδή αυτό που, στην πορεία της ωρίμανσης, μπόρεσαν να οραματισθούν και να θέσουν ως στόχο ζωής. 
Μία συνοπτική στατιστική ανάλυση της διαδρομής των αποφοίτων της σχολής αποκαλύπτει πως οι 70 περίπου τοις εκατό εξ αυτών τελικά ακολούθησαν τον δρόμο του διορισμού ως δάσκαλοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, δημόσιας ή ιδιωτικής, και μέσα σε αυτό το ποσοστό συγκαταλέγονται και λίγοι στον αριθμό οι οποίοι χειροτονήθηκαν και ιερείς, καθώς και ελάχιστοι που ακολούθησαν τον μοναχικό βίο. Από τους περίπου 30 τοις εκατό υπόλοιπους, αρκετοί απορροφήθηκαν ως υπάλληλοι σε διάφορους επαγγελματικούς κλάδους, προφανώς της αρεσκείας των, με το προσόν βεβαίως της κατοχής πτυχίου ανώτερης σχολής. Κάποιοι έγιναν, χωρίς άλλη εκπαίδευση, ελεύθεροι επαγγελματίες (πχ έμποροι) και ικανός αριθμός, από το υποσύνολο των 30 τοις εκατό, συνέχισε πανεπιστημιακή εκπαίδευση αφού έλαβε μέρος και πέτυχε στις αντίστοιχες εισαγωγικές εξετάσεις των ανωτάτων σχολών. 
Όσον αφορά τους Βελλαϊτες, οι οποίοι υπηρέτησαν ως λειτουργοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, αυτοί διακρίθηκαν για την παιδαγωγική και διδακτική των επάρκεια, για το ήθος και την ευρύτητα του πνεύματος, χαρακτηριστικά τα οποία αναγνωρίζονταν ανεπιφύλακτα από τους μαθητές και τους γονείς των μαθητών, από τους συναδέλφους των και από το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας. Είτε από την θέση του δασκάλου της τάξης, είτε από αυτήν της υπηρεσίας σε διοικητικές θέσεις των περιφερειακών ή κεντρικών Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, είτε ως επιθεωρητές παλαιότερα ή σύμβουλοι εκπαίδευσης εσχάτως άφησαν αξιοζήλευτο έργο, απέσπασαν την εκτίμηση του χώρου και αποτέλεσαν παράδειγμα προς μίμηση σε πανελλήνια κλίμακα.
Όσον αφορά τους αποφοίτους οι οποίοι, ως ανεφέρθη, τελικά στράφηκαν σε άλλους τομείς δραστηριοτήτων δεν υπάρχει ίσως επαγγελματικός κλάδος του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα που να μη περιλαμβάνει στις τάξεις του ένα τουλάχιστον Βελλαϊτη. Περιφερειακές ή κεντρικές Υπηρεσίες υπουργείων, Νομαρχίες, Περιφέρειες, όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (όπως πχ ασφαλιστικά Ταμεία), όλες οι παλαιές ΔΕΚΟ (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΛΤΑ κτλ.), το Τραπεζικό σύστημα, και ούτω καθ’ εξής, ωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με το να συμπεριλαμβάνουν στην υπαλληλική των δύναμη αποφοίτους του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει επιστημονικός τομέας, τον οποίο οι Βελλαϊτες δεν λάμπρυναν και στον οποίο δεν έκαναν αισθητή την παρουσία των. Βελλαϊτες καθηγητές μέσης εκπαίδευσης όλων των ειδικοτήτων, Νομικοί του δικαστικού κλάδου, Δικηγόροι, Ιατροί, Κτηνίατροι, Μηχανικοί, Αγρονόμοι, Δασολόγοι, Γεωπόνοι, Οικονομολόγοι και, ων ουκ έστιν αριθμός άλλων επιστημόνων, υπηρέτησαν και πολλοί υπηρετούν ακόμη τους αντίστοιχους επιστημονικούς κλάδους, είτε στον ιδιωτικό είτε στον δημόσιο τομέα, με πανθομολογούμενη επάρκεια και ξεχωριστή επιτυχία. 
Ο χώρος της πολιτικής βεβαίως δεν μπορούσε να εξαιρεθεί, ούτε αυτός του στοχασμού και της συγγραφής λογοτεχνικών, λαογραφικών, ιστορικών ή άλλων επιστημονικών πονημάτων, αλλά ούτε και εκείνος των εικαστικών τεχνών και της μουσικής. Βελλαϊτες πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σε ελληνικά πανεπιστήμια αλλά και σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, κόσμησαν και κοσμούν την ακαδημαϊκή κοινότητα και απέδειξαν πως  η εμβέλεια αυτής της Σχολής πήγαινε από την αρχή πολύ μακριά. Σε οποιαδήποτε θέση και αν υπηρέτησαν οι Βελλαϊτες διέπρεψαν και άφησαν το αποτύπωμά των. Και αυτή η ευρεία επαγγελματική διασπορά, μαζί με την εντυπωσιακή επιτυχία σε κάθε τομέα απασχόλησης, δεν μπορεί παρά να τεκμηριώνει του λόγου το αληθές, πως τόσο οι υπηρετούντες στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση όσο και οι ασκούντες τις ποικίλες άλλες επαγγελματικές και κοινωνικές δραστηριότητες, στο τέλος της ημέρας, έκαναν στην ζωή τους (και γι’ αυτό το έκαναν καλά) εκείνο που αποτέλεσε την ώριμη, αυτόνομη και καθαρά προσωπική επιλογή των ιδίων. 
(αύριο το δεύτερο μέρος)