H Ελληνική συνείδηση των Βορειοηπειρωτών

on .

Μετά την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων να υπαχθούν τα βορειοηπειρωτικά εδάφη στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, οι βορειοηπειρώτες προετοιμάζονταν να αγωνιστούν για την ελευθερία τους. Στις αρχές του Δεκεβρίου του 1913 Έλληνες φοιτητές καλούσαν τους συναδέλφους τους της Ευρώπης και της Αμερικής να διακυρήξουν «εν ονόματι της διεθνούς φοιτητικής αδελφότητας τα προς το δίκαιον και την ελευθερίαν των άλλων καθήκοντα των λαών των». Διετράνωσαν την απόφασή τους να υπερασπιστούν «βήμα προς βήμα το έδαφος, όπερ δια ποταμού αιμάτων επί έτος όλον μαχόμενοι ανεκτήσαμεν». Οι φοιτητές σχημάτισαν φάλαγγα που έφτασε στην Ήπειρο για να υπερασπιστούν το Δίκαιο. Πριν αναχωρήσουν από την Αθήνα εξέδωσαν προκήρυξη που κατέληγε ως εξής: «Λαός ελευθερωθείς δια του ξίφους δεν δουλούται δια του καλάμου». (Παπαθεοδώρου Απόστολος Π, Η συμβολή της σπουδαζούσης νεολαίας κατά τον Αυτονομικόν Αγώνα της Βορείου Ηπείρου 1914, εκδόσεις ΕΦΕΒΑ, Ιωάννινα 1985, σ. 12-13).
Στις 10 Ιανουαρίου ο Μητροπολίτης Αργυροκάστρου Βασίλειος συγκάλεσε Πανηπειρωτικό Συνέδριο στο Αργυρόκαστρο για τις 30 Ιανουαρίου. Η Συνέλευση του Συνεδρίου αποφάσισε την ανάληψη ένοπλου αγώνα. Συγκροτήθηκε «Οργανωτική Επιτροπή» από τους Μητροπολίτες, Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα και Κοριτσάς Γερμανό. Σε ειδική συνεδρίαση της Πανηπειρωτικής αποφασίστηκε η ανακύρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου, στην οποία αναγράφονται και τα εξής: «... Αποφασίζεται παμψηφεί η ανακήρυξη (εν ζητωκραυγές) εις ανεξάρτητον αυτονομίαν της Ηπείρου εν ονόματι της Πανηπειρωτικής Συνελεύσεως υπό της Οργανωτικής Επιτροπής». (Μουσείο Μπενάκη), Φ 3/α, αριθ. Εγγράφου 59/961). Η διεξαγωγή του αγώνα αποφασίστηκε για τις 10 Φεβρουαρίου 1914 από την «Οργανωτική Επιτροπή» και ανακήρυξε τη Βόρειο Ήπειρο «Αυτόνομη Πολιτεία».
Ο Γεώργιος Χρηστάκης Ζωγράφος όταν έφτασε στις 15 Φεβρουαρίου στο Αργυρόκαστρο σχημάτισε υπό την προεδρία του προσωρινή κυβέρνηση. Την ίδια μέρα κυκλοφόρησε προς τον ηπειρωτικό λαό η πρώτη προκύρηξη της Προσωρινής κυβέρνησης μέλης της οποίας ήταν το πρώτο μέλη της Οργανωτικής Επιτροπής. Στις 17 Φεβρουαρίου ανακηρύχτηκε επίσημα με πανηγυρικό χαρακτήρα η αναξαρτησία της Βορείου Ηπείρου.
Εντωμεταξύ, η ελληνική κυβέρνηση έδωσε εντολή στις αρχές της Βορείου να περεμποδίζουν τις εκδηλώσεις. Ο λαός, όμως συγκεντρώθηκε στις όχθες του Δρίνου ποταμού και στις 3 η ώρα μ.μ. άρχισε ο αγιασμός. Παρόντες ήταν εφτά χιλιάδες ένοπλοι. Ρίγη συγκίνησης διεπέρασαν τους αυτονομιστές όταν υψώθηκε η σημαία της «Αυτονόμου» και έγινε η υποστολή της γαλανόλευκης. Η σημαία της «Αυτονόμου Πολιτείας» της Βορείου Ηπείρου είναι όμοια με την ελληνική, με τον βυζαντινό δικέφαλο αετό μέσον του λευκού σταυρού. Μετά την τελετή το πλήθος κατευθύνθηκε στο Αργυρόκαστρο και ύψωσε τη σημαία της Αυτονόμου Ηπείρου στο Διοικητήριο.
Η Χιμάρα είχε ανακηρύξει την Αυτονομία στις 10 Φεβρουαρίου, οι Αγίοι Σαράντα και το Δέλβινο στις 16 Φεβρουαρίου, το Λεσκοβίκι στις 20 και η Πρεμετή στις 23 Φεβρουαρίου. (Παπαθεοδώρου Απόστολος, «θέλει αρετήν και τόλμην»..., έκδοση ΕΦΕΒΑ, Δεκέμβριος 1993, σ. 18).
Η θέληση και η αποφασιστικότητα των κατοίκων όλων των περιοχών της Βορείου Ηπείρου ήταν κοινό στοιχείο να πολεμήσουν για τη σωτηρία τους. Ο αγώνας των Βορειοηπειρωτών στέφθηκε με επιτυχία στα πεδία των μαχών. Μετά τις νίκες των αυτονομιακών οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν από την προσωρινή κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου διαπραγματεύσεις. «Σκοπός της προσωρινής κυβέρνησης ήταν να επιτύχη χάριν των Βορειοηπειρωτών προνόμια ισοδυναμούντα προς αυτονομίαν. (Καραντής Αντώνιος, υπ. π. σελ. 766).
Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν κατέληξαν στην υπογραφή του «Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας» (Μάιος 1914). Με το Πρωτόκολλο «αναγνωρίστηκε ο ελληνικός χαρακτήρας της Βορείου Ηπείρου και στις περιοχές Αργυροκάστρου και Κοριτσάς δόθηκαν «εκτεταμένα προνόμια διοικητικά, εκκλησιαστικά, σχολικά, γλωσσικά ισοδυναμούντα προς πραγματικήν αυτονομίαν». (Σκενδέρης Κων/νος, οπ. π. σελ. 132. 137 και Καραντής Αντώνιος, οπ. π. σελ. 137 – 140).
Στο Δέλβινο που συνήλθε το Πανηπειρωτικό Συνέδριο στις 23 Ιουνίου ενέκρινε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, όπως επίσης και οι Μεγάλες Δυνάμεις και η Αλβανία, η οποία το δέχτηκε και το υπέγραψε άνευ όρων στις 12 Ιουνίου 1914.
Με το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας η Ελλάδα είχε κατακτήσει τον πρώτο επίσημο τίτλο επί της Βορείου Ηπείρου.
Η δυσπιστία, όμως μεταξύ των αντιμαχομένων αυτονομιακών και Αλβανών οήγησε σε νέες συγκρούσεις. Οι συγκρούσεις αυτές αποτελούν τη Β’ φάση του αυτονομιακού αγώνα. Οι αυτονομιακές στρατιωτικές δυνάμεις όχι μόνο απώθησαν τους επιτεθέμενους Αλβανούς, αλλά προχώρησαν και πιο πέρα από την οροθετική γραμμή Τεπελενίου – Κλεισούρας μέχρι το Μπεράτι. (Παπαθεοδώρου Απόστολος, οπ.π.σελ.50). Εντωμεταξύ η πολιτική κατάσταση στην Αλβανία χειροτέρευε. Επικρατούσε αβεβαιότητα και αναρχία.
Οι Μεγ. Δυνάμεις στις 14 Οκτωβρίου 1914 ζήτησαν από την Ελλάδα να ανακαταλάβει τη Βόρειο Ήπειρο, για να επιβάλλει την τάξη και την ασφάλεια στο αναρχοκρατούμενο κράτος της Αλβανίας. Όπως δήλωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος η πρόσκληση αυτή αποτελούσε «την επισημοτέρον διεθνή αναγνώρισιν του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος το οποίον έχει και δικαιούται να έχει η Ελλάς δια τους ομοεθνείς πληθυσμούς της Περιφέρειας ταύτης». (Πατσέλης Νικόλαος. Η δπλωματική εξέλιξις του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος (1913 – 1926), Ηπειρ. Εστία, τομ. 16 (1967), σ. 474.
Με την ανακατάληψη της Βορείου Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό έληξε η Α’ φάση του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα για την ανεξαρτησία της Βορείου Ηπείρου. Η παράδοση της Βορείου Ηπείρου στον ελληνικό στρατό παραγματοποιήθηκε μέσα σε γιορταστική ατμόσφαιρα. Μετά την παράδοση στην Ελλάδα, η κυβέρνηση της Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου παραιτήθηκε. Με την παραίτηση εξέδωσε εγκώμιο, στην οποία μεταξύ των άλλων έγραφε: «... καταθέτοντας την εξουσίαν δεόμεθα τω Υψίστω όστις ηυλόγησε τον αγώνα ημών να τηρήση υπό την Αγίαν του σκέπην την Ήπειρόν μας, την προφιλή εν τοις κόλποις της Ελλάδος, της Μητρός μας Ελλάδος...» (Δρίνος Γ.Α., οπ. π. σελ 177).
Ο Αγώνας των Βορειοηπειρωτών δικαιώθηκε. Οι Βορειοηπειρώτες εκπροσωπήθηκαν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο με δεκαέξι βουλευτές. Όμως, ο καταραμένος διχασμός, η έλλειψη εθνικής ομοψυχίας στην Ελλάδα, βοήθησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες διαφορετικά είχαν χαράξει τη μοίρα του τόπου.
Απο τότε το βορειοηπειρωτικό ζήτημα πέρασε ποικίλα στάδια, χωρίς όμως να υπάρξει ακόμη δίκαιη λύση.