To «Εφτάμπουλο»...

on .

Όπως μας πληροφορεί ο Γ. Βλαχλείδης, παραπλεύρως της Ζωσιμαίας Σχολής και προς τον ανατολικό τοίχο του κήπου, προεξείχε περιτείχισμα που περιέκλειε μικρόν αγρόν (12x3μ.). Το περιτείχισμα του αγρού έφερε κατά μέτωπο δύο μικρά παράθυρα με σταυροειδή κιγκλιδώματα, σαν αυτά που υπήρχαν σε όλα τα Τουρκικά νεκροταφεία των Ιωαννίνων.
Ο τόπος αυτός ήταν γνωστός με την ονομασία «Εφτάμπουλες» (στην τοπική καθομιλουμένη, με αφαίρεση του ‘’ου’’, προφερόταν ως «Εφταμπλές»)  και σωζόταν μέχρι το 1916, οπότε και καταστράφηκε στα πλαίσια της ρυμοτομικής ανανέωσης της πόλης.
Μπούλα, αποκαλούσαμε επί Τουρκοκρατίας τη μουσουλμάνα, η οποία κάλυπτε με ένα μαύρο μαντήλι όλο το πρόσωπο. Ιδιαίτερα στα Γιάννενα, Μπούλα αποκαλούσαμε και την προχωρημένης ηλικίας μουσουλμάνα, η οποία φορούσε λευκό μαντήλι τυλιγμένο γύρω από τα μαλλιά, αφήνοντας ακάλυπτα μάτια και μύτη.
Χριστιανοί και Τούρκοι βεβαίωναν ότι  στον περίκλειστο αυτόν αγρόν είχαν ταφεί επτά Χριστιανές παρθένες, που είχαν απαχθεί και βιαίως νυμφευτεί επτά Τούρκους αξιωματικούς, καθώς και οι σύζυγοι-απαγωγείς αυτών. 
Στον τόπο με το όνομα ΄΄Εφτάμπουλες’’ δεν υπήρχε ούτε ίχνος τύμβου, ούτε επιγραφή, ούτε κάποιο άλλο στοιχείο που να επιβεβαιώνει την παράδοση πως ‘’εκεί ανεπαύοντο οστά τεθνεώτων’’. Μόνο χόρτα κάλυπταν τον αγρό και ‘’δύο υπερμεγέθη δέντρα υψούντο προς τα άνω’’.
Μια ιστορία αρπαγής Χριστιανών παρθένων από τους πρώτους Τούρκους κατακτητές της πόλης, μας παραδίδεται από τον Αραβαντινό, ο οποίος καταγράφει τοπική Χριστιανική παράδοση. Στο έργο του όμως δεν αναφέρεται καθόλου στον αριθμό των απαχθέντων παρθένων, ούτε στον τόπο της ταφής τους. Ο Βλαχλείδης προτείνει ως πιθανή εξήγηση για την αποσιώπηση του γεγονότος από τον Αραβαντινό, το κλίμα εθνικού φανατισμού κατά την περίοδο που έγραψε ο Αραβαντινός, θεωρώντας πως δεν το κατέγραψε γιατί δεν αναφερόταν στην Χριστιανική παράδοση της πόλης, στην οποία και μόνο βασίσθηκε. Όμως, μας είναι γνωστή και η Τουρκογιαννιώτικη παράδοση η σχετική με την αρπαγή, σύμφωνα με την οποία οι παρθένες που απήχθησαν ήταν επτά. Απήχθησαν δε από τους επτά αξιωματικούς της πρώτης Τουρκικής δύναμης στην οποία παρεδόθησαν τα Γιάννενα. 
Η απαγωγή έγινε κατά τη διάρκεια μιας Χριστιανικής θρησκευτικής γιορτής, έξω από την εκκλησία. Οι Τούρκοι αξιωματικοί, παρακολουθώντας το εκκλησίασμα καθώς αποχωρούσε από τον ναό, εσκόπευσαν με το τόξο, μία παρθένα της αρεσκείας του ο καθένας, και ‘’περιέβαλον δια του τόξου και συνεπήγαγον βιαίως επτά, τας ωραιοτέρας και ευπορωτέρας νεανίδας, ας περικαλύψαντες συνεζεύχθησαν΄΄. Η Τουρκική παράδοση καταλήγει με την πληροφορία πως μετά θάνατον, ετάφησαν οι ΄΄επτά κατακτηταί (Φατήχ) και αι επτά βία εις γάμον απαχθείσαι Χριστιαναί εις τον γνωστόν ιδιαίτερον χώρον «Εφτάμπουλες».
Το όλο σκηνικό της απαγωγής επιβεβαιώνεται και από το Τουρκογιαννιώτικο έθιμο του γάμου, σύμφωνα με το οποίο, μετά τη σύναψη του γαμηλίου συμβολαίου (Νιγκιάχ), ένας από τους κοντινότερους συγγενείς του γαμβρού, με τη χρήση ενός τόξου, περιέβαλε τη νύφη και την οδηγούσε από το δωμάτιό της στο κεντρικό δωμάτιο του πατρικού της, παραδίδοντάς την στο σύζυγό της. Το τόξο αυτό ήταν μεσαιωνικό, ιδιοκτησία της Τουρκογιαννιώτικης κοινότητας και το δανειζόταν ο κάθε Τουρκογιαννιώτης που σκόπευε να παντρευτεί. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, η Τουρκογιαννιώτικη κοινότητα το μετέφερε στην Τουρκία, ως πολύτιμο κειμήλιο.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι βέβαια πολλά, αλλά εμείς θα σταθούμε μόνο σε ένα.  Αλλαξοπίστησαν ή όχι οι Εφτάμπουλες; Το ερώτημα έχει ιδιαίτερη σημασία, μιας και η Τουρκογιαννιώτικη παράδοση δεν ασχολείται με το θέμα. Γιατί σιωπά η παράδοση; Μήπως οι πιθανότητες να αλλαξοπίστησαν ήταν μηδαμινές; Ή μήπως θεωρείται δεδομένο ότι αλλαξοπίστησαν;  Καταρχήν η ταφή σε ιδιαίτερο χώρο και όχι σε μουσουλμανικό νεκροταφείο, εγείρει απορίες. Θα μπορούσε βέβαια κάτι τέτοιο να συμβεί, καθώς οι μουσουλμάνοι πιθανόν να τις ενταφίασαν σε ξεχωριστό χώρο ‘’χάριν διακρίσεως και τιμής’’. Αλλά τότε, πώς να εξηγηθεί το γεγονός της απουσίας οποιουδήποτε σημείου τιμής στον χώρο, όπως τύμβος, πλάκα-επιγραφή ή κτίσμα; Πώς να εξηγηθεί και αυτή ακόμη η ονομασία του τόπου ταφής (Εφτάμπουλες), η οποία παραπέμπει απλώς σε συνήθεια κάλυψης προσώπου; Δεν θα διέκριναν σε αυτές, τουλάχιστον οι Χριστιανοί, το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της θρησκευτικής διαφοράς, ώστε να ονομάσουν τον τόπο ‘’Εφτάτουρκες’’; Πώς να εξηγηθεί το γεγονός πώς, σύμφωνα με την παράδοση, οι γονείς των παρθένων τις προίκισαν κιόλας;
 Με δεδομένο πως σε περίπτωση Τουρκέματος θα θεωρούνταν ‘’ωσεί νεκρές’’ και από τους γονείς και από την κοινότητα, είναι δυνατόν να τις προίκισαν μόνο και μόνο από το φόβο του κατακτητή; Ο επίμονος αναζητητής της αλήθειας θα μπορούσε βέβαια να αναρωτηθεί, γιατί δεν ετάφησαν σε Χριστιανικό νεκροταφείο σε περίπτωση που πράγματι παρέμειναν Χριστιανές; Η απάντηση στο ερώτημα είναι εύκολη, εάν αναλογιστούμε τη σημασία της θρησκευτικής ετερότητας την εποχή εκείνη. Είναι ζήτημα εάν οι Χριστιανοί συμπατριώτες μας της εποχής εκείνης, θα μπορούσαν να δεχτούν στο ναό και στο νεκροταφείο ‘’νεκρούς γυναικών μιανθεισών υπό μουσουλμάνων’’ κατακτητών. Μήπως είναι απλό πράγμα η διατήρηση της ταυτότητας; 
Έχοντας υπόψη του ο Βλαχλείδης όλα τα παραπάνω, στο καταπληκτικό του πόνημα για τις Εφτάμπουλες, καταλήγει: “Η θέσις Εφτάμπουλες, ο δυσοίωνος αυτός προάγγελος δεινών δια τόσας γενεάς, διετηρήθη δια μέσου των αιώνων μέχρι του 1916 και ως ο αψευδής πένθιμος μάρτυς των από του κατακτητού συμφορών της Ηπείρου, ων ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΕΣ υπήρξαν αι «Επτά Μπούλες»”.
Για τις οποίες Εφτά Μπούλες, πήρε εκδίκηση 400 χρόνια μετά ο Κολοκοτρώνης, χωρίς βέβαια να τις ξέρει προσωπικά, όχι με την κατάληψη της Τριπολιτσάς ή με τη μάχη στα Δερβενάκια, αλλά με το πικρό Ρωμαίικο χιούμορ, έκφραση μιας υψιπετούς, πηγαίας και βιωματικής Θεολογίας. Όταν ο φίλος του Τουρκαλβανός γαιοκτήμονας Αλή Φαρμάκης του πρότεινε να εξισλαμισθεί, ώστε και αυτός να απολαύσει τα καλά της έγγειας ιδιοκτησίας, ο Κολοκοτρώνης τον ρώτησε εάν πρέπει και να περιτμηθεί. Καλά, δεν το είπε ακριβώς έτσι, ρώτησε εάν θα πρέπει να κάνει και σουνούτεμα. Στην καταφατική απάντηση του Αλή Φαρμάκη, ο Γέρος του Μοριά απάντησε:  «Να σου πω γιατί δε γίνεται. Όταν βαφτιζόμαστε εμείς οι Χριστιανοί, ο παπάς κόβει λίγο μαλλί απ’ το κεφάλι μας και το βάζει πίσω από το εικόνισμα του Χριστού, σημάδι ότι είμαστε δικοί του. Αν κάνω λοιπόν σουνούτεμα και γίνω μουσουλμάνος, θα έχει κι ο Μουχαμέτης το… αυτό, και όταν πεθάνω θα με θέλει να πάω στο δικό του παράδεισο. Για σκέψου λοιπόν, να με τραβάει ο ένας από το μαλλί κι ο άλλος από την ψωλή! Να βάλω σε αμάχη, για το χατίρι μου, τέτοιους μεγάλους προφητάδες; Θα βρω το μπελά μου… Άσ’ το, καλύτερα!...».
Αυτό το Κολοκοτρωνέικο «Ασ’ το καλύτερα», το λέγανε καθημερινά, γενιές γενεών, με τον δικό τους τρόπο, επί 4 με 5 αιώνες και είναι το μόνο κοινό που μοιραζόμαστε εμείς σήμερα μεταξύ μας, έτσι ώστε να μπορούμε να πλακωνόμαστε Ελληνιστί για τα ΄΄καλά΄΄ της Τουρκοκρατίας και του ΄΄πολυπολιτισμού΄΄.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΪΝΗΣ