Η Καλούτσιανη…

on .

Η Καλούτσια ή Καλούτσιανη είναι μία από τις παλιές συνοικίες της πόλης μας, η οποία έχει να επιδείξει μιά ξεχωριστή ιστορία στο πέρασμα των χρόνων. Η φήμη της, νομίζω, ό,τι προήλθε πρώτον από το περίφημο «Τζαμί της Καλούτσιανης» που βρίσκεται επί της οδού ΚΑ Φεβρουαρίου, στην Πλατεία Τζαβέλλα ή Τζαμί του Χατζή Αχμέτ Πασά, γιού του Ασλάν Πασά.
Το όνομά της το πήρε από την φράση «Κανλέ-Τσεσμέ» που σημαίνει «βρύση αίματος» κι ανάφερεται πιθανόν, στις αιματηρές διώξεις των Χριστιανών κατά τη διάρκεια του αποτυχημένου κινήματος του Διονυσίου του Φιλοσόφου το 1611, του επονομαζόμενου από τους Τούρκους ως «Σκυλοσόφου».
Η περιοχή της Καλούτσιας – Καλούτσιανης κατοικήθηκε πρώτα από τσιγγάνους - γύφτους κι έπειτα από Τούρκους. Εκεί λοιπόν, που χτίστηκε το Τζαμί, υπήρχε ένα πλατάνι και μιά βρύση με δροσερό νερό και πήρε το όνομα «Καλού – Τσεσμέ» βρύση του αίματος όπως προανέφερα.
Επίσης η Καλούτσιανη ήταν, εκείνα τα χρόνια, περιοχή συνάθροισης όλων των καμποχωρίων, αλλά και των κατοίκων από τα Τζουμέρκα και τα Κατσανοχώρια. Ο δρόμος της ήταν είσοδος προς την πόλη και έξοδος προς Άρτα – Πρέβεζα – Αθήνα πλούσια σε κίνηση από τροχοφόρα, υποζύγια, κόσμο, χωρικούς, στρατιώτες κ.λ.π. Όπως φαίνεται, οι Τούρκοι αφομοιώθηκαν με τους ντόπιους γύφτους και μη και συνυπήρχαν ειρηνικά τα τελευταία χρόνια.
Όπως αναφέρει η Κα Μπακόλα – Μαρκοπούλου, το 1954 για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε ψυχαγωγική και κατατοπιστική εκδρομή από Γιαννιώτες στην Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα στις επισκέψεις τους, σε Αγία Σοφία, Βόσπορο, Χάλκη, Πριγκηποννήσια, κλπ. ήταν και το Πεντίχ (Παντίχ). Εκεί είχαν εγκατασταθεί από την Τουρκική κυβέρνηση Γιαννιώτες Οθωμανοί με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922. Τους είχαν τοποθετήσει στο καλύτερο εδαφικά μέρος ξεμοναχιασμένους, γιατί δεν μιλούσαν Τούρκικα και τους αποκαλούσαν Τουρκογιαννιώτες. Χαρακτηριστικό είναι το εξής περιστατικό, της αγαστής συμβίωσης Τούρκων – Ελλήνων (Γιαννιωτών): Ένας παλιός Τουρκο­γιαννιώτης, κλαίγοντας τους είπε: Χρωστάω στον μπάρμπα Γιαμαρέλο 22 γρόσια. Τα έχω πάρει δανεικά και θέλω να τα δώκω. Μένει στην «Καλούτσια» κοντά στο Τζαμί, από την πάνω μεριά! «Πως να μην σου έρθει κατά νου το τραγούδι: «Εσύ Χριστό και εγώ Αλάχ, όμως οι δυό μας Αχ και βαχ!..
Τα σπίτια της Καλούτσιανης λοιπόν, άρχιζαν από τα Πλατανάκια, που ήταν μιά μικρή πλατειούλα με τα πλατάνια δεξιά κι αριστερά του δρόμου, κολλητά το ένα στο άλλο. Προχωρώντας προς το Τζαμί, δεξιά του δρόμου εκτεινόταν τα μποστάνια μέχρι τη λίμνη. Εκείνα τα χρόνια η Καλούτσιανη διακρινόταν για τα πολλά «Χάνια» και τα διάφορα εργαστήρια.
Τα Χάνια, όσοι παλιότεροι τα θυμούνται, ήταν χτισμένα ψηλά με μαντρότοιχους με αποθήκες, πηγάδια, παχνιά για τα ζώα, δωμάτια διανυκτέρευσης, πανδοχείο, όπως στην ελληνική ταινία «Βαβυλωνία» και απαραίτητα το μαγειρείο. Αναφέρω μερικά Χάνια της εποχής: Το χάνι του Ντανάκα, Τσινάβου, Μούλια, Χολέβα, Λύτρα, Αγ. Παρασκευής, Γοργόλη, Κιτσαρά, Κάλλου. Άλλα τόσα και τα μαγειρεία, πέρα από τα Χάνια, με την φασολάδα σε πρώτη ζήτηση, από κει βγήκε και το «Αντράλα στο Χάνι, νερό στα φασούλια». Τώρα όμως «σκούζουν τα Χάνια γι’ άλογα και τα Τζαμιά για Αγάδες».
Θυμάμαι και κάτι ευτράπελα περιστατικά από τα μαγειρία: Κάποιος από χωριό που μετακόμισε στα Γιάννινα, αλλά ήταν «μπεκιάρης» (ανύπαντρος) πήρε τη μάνα του και πήγαν στο μαγειρείο να φάνε. Παρήγγειλαν μακαρονάδα. Η καημένη η γριά δεν μπορούσε να τη φάει με το πηρούνι, γιατί τα μακαρόνια ήταν ολόκληρα. Οπότε τα έριξε στην ποδιά και τα έφαγε με τα χέρια.
Άλλο ένα περιστατικό: Μία γυναίκα πήγε να φάει κι άκουσε δίπλα να παραγγέλνουν «τας κεμπάπ». Αυτή η καημένη δεν ήξερε τι είναι, όμως ήθελε να δοκιμάσει αλλά να έχει και κρέας, γιατί στο χωριό μόνο Πάσχα, Χριστούγεννα και Δεκαπενταύγουστο θα έτρωγε. Λέει στο σερβιτόρο: ένα «τας κεμπάπ» με κρέας...
Επίσης εκείνη τον εποχή πολλά παιδιά νοίκιαζαν στην Καλούτσιανη που φοιτούσαν στο Γυμνάσιο. Τότε διδασκόταν την καθαρεύουσα, οπότε ένα από την παρέα, για να εντυπωσιάσει λέει στον σερβιτόρο: μισή μερίδα φασόλια. 10 ψωμάκια (για να χορτάσει) και δύο ύδωρα.
Ένας άλλος πάλι, παρήγγειλε «ιμάμ» και του σερβίρανε τη μελιτζάνα. Μόλις την είδε φωνάζει στο σερβιτόρο: «Εγώ σου παρήγγειλα ιμάμ κι όχι πατριτζάνα, τέτοιες έχουμε και στο χωριό και δεν τις πλησιάζω»... Ωραίες ιστορίες.
Μαγειρεία ήταν του Πάνου Παππά, Αθανασίου Λύτρα, Χολέβα. Επίσης άλλα εργαστήρια ήταν τα σιδεράδικα με τη φυσούνα – πεταλωτήρια Σωτήρη Τέλη, Σαμαράδικα Γοργόλη, Μπολονέζου, το τσαρουχάδικο του Κοπελιάρη, φούρνοι του Αλέξη Πλιάκου και του Γιωτόπουλου, παντοπωλεία του Μ. Παπαδόπουλου, του Γρ. Τζήμα, Αλ. Σπύρου, ουζερί Γ. Μπακόλα. Κάτω από τον πλάτανο δυό λουστραδόροι λούστριζαν τα παπούτσια τις Κυριακές στους κυρίους να πάνε στην εκκλησία, στην Αγία Μαρίνα, το φαρμακείο Ζαγκλή, τον εφημεριδοπώλη Αλέξη Μούλια με την βροντερή φωνή και την εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ». «Ξυπνάτε όρνια...», έλεγε όταν εύρισκε παρέες με αριστερά φρονήματα, «ξυπνάτε μπούφοι...» όταν πλησίαζε παρέες με δεξιά φρονήματα.
Στην γωνία Α. Κύργιου και κοντά στο κρεοπωλείο του Σκανδάλη στηνόταν μικρή «Λαϊκή» με ζαρζαβατικά από τις Κλαζιάδες, Μουρκίους, Μπρακμάδ, Αδρομίστα. Στο Τζαμί στεγαζόταν το καφενείο του Καλαντζή με την επωνυμία «ΤΟ ΤΖΑΜΙ», παλιά «Μικρό Ζάππειο» και δίπλα το ζαχαροπλαστείο «ΑΣΤΗΡ», δίπλα στο περίπτερο του Μάντζιου.
Παρ’ όλη την κίνηση, η Καλούτσιανη ήταν παρακατιανή για τους υπόλοιπους Γιαννιώτες. Που μένεις; Σε ρωτούσαν «Στην Καλούτσιανη». Ά, με τους γύφτους..., έλεγαν. Αλλά, δυστυχώς και σήμερα η Καλούτσιανη μαραζώνει και πάλι. Όμως εκείνο που με κάνει αισιόδοξο είναι ό,τι στο «τιμόνι» του Δήμου βρίσκεται ο Μωϋσής Ελισάφ, άνθρωπος με ευαισθησίες και με περισσή αγάπη για την πόλη που μεγάλωσε.
Πιστεύω ότι στη διάρκεια της θητείας του, και είμαι σίγουρος γι’ αυτό, θα φροντίσει να δώσει ζωντάνια σε υποβαθμισμένες συνοικίες, όπως η Καλούτσιανη «DUM SPIRO SPER».
(ΜΕΤΣΟΒΟ)