Ο πολιτικός λόγος…

on .

- Γράφει ο ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ, Φιλόλογος - Συγγραφέας

Ζούμε, εδώ και πολλά χρόνια, μια βαθιά και πολύπλευρη κρίση. Αυτή την κρίση τα τελευταία οχτώ - δέκα χρόνια την έχουμε εντοπίσει βασικά στον οικονομικό τομέα, γιατί αυτός επηρέασε, κατά τρόπο που πολλοί δεν τον περίμεναν, σε βαθμό μάλιστα καταλυτικό, τη ζωή μας.

Όμως η κρίση υπήρχε, εδώ και πολλά χρόνια, αλλά είχε εκδηλωθεί σε άλλον τομέα, για τον οποίο εμείς, δε δείχναμε το ανάλογο ενδιαφέρον, αφού έτσι μας είχαν συνηθίσει. Θεωρούσαμε πως η Δημοκρατία που είχε «αποκατασταθεί», το 1974 μας προσφέρθηκε ως «μια εφ’ άπαξ χαριζόμενη υπόθεση», ενώ αυτή είναιμόνιμη και ανένδοτη διεκδίκηση.
«Οι φωνές των πλησιαζόντων γεγονότων» υπήρχαν και μάλιστα ηχηρές, εμείς όμως κάναμε πως δεν τις ακούγαμε. Ήδη από το 1983 ο γνωστός Ακαδημαϊκός Δάσκαλος και διακεκριμένος συνταγματολόγος Δημήτρης Τσάτσος μας προειδοποιούσε: «Ζούμε μια απροσδόκητη άπνοια, μια κοινωνική αποτελμάτωση, λες και τα μέλη αυτής της κοινωνίας, που είναι και θα είναι τα θύματα της μεγάλης κρίσης, παραμένουν θεατές ξένου προβλήματος».
Το πρόβλημα όμως δεν είναι «ξένο», είναι κοινό και μας αφορά όλους γιατί είναι πρόβλημα πολιτικό. Αν η πολιτική είναι κάθε ενέργεια ατομική ή συλλογική που συνκαθορίζει τη ζωή της Πολιτείας, τότε ισχύει η άποψη του Αριστοτέλη, σύμφωνα με την οποία «ουδέν ο μη πολιτικόν εστί». Και όταν αυτό δεν ισχύει, τότε εκδηλώνεται «η μεγάλη κρίση, θύματα της οποίας είμαστε εμείς οι πολίτες». Μια τέτοια κρίση εμφανίζεται σε όλες τις βασικές μορφές της Πολιτείας: στην παιδεία, στη δικαιοσύνη, στη διοίκηση, στην κομματική και την κοινοβουλευτική ζωή, στην οικονομία και στην εξωτερική πολιτική. Ιδιαίτερα όμως γίνεται αισθητή στον τομέα εκείνον της Πολιτείας στον οποίο παράγεται ο λόγος σε πολιτικό επίπεδο και συνδέεται με τη λειτουργία του πολιτεύματος, με την άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής, τις στρατηγικές που οι πολιτικοί χρησιμοποιούν προ- κειμένου να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν την εξουσία και να διαμορφώσουν τις σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες και την Πολιτεία.
Αυτός ο τομέας, σε γενικές γραμμές, συνιστά και εμπεριέχεται σε ό,τι στην πολιτική ζωή ενός τόπου ονομάζεται Πολιτικός Λόγος. Υπάρχει ασφαλώς, υπό προϋποθέσεις, Πολιτικός Λόγος φωτισμένος, κριτικός και εποικοδομητικός. Αυτός εκπορεύεται από φωτισμένους ηγέτες με βαθιά καλλιέργεια και πολιτική συνείδηση που βλέπουν την πολιτική όχι ως επάγγελμα αλλά ως λειτούργημα, που προσπαθούν να πείσουν με επιχειρήματα και όχι με συνθήματα και απευθύνεται σε πολίτες με σκέψη πολιτική, καλλιεργημένη ύστερα από συστηματική παιδεία και διακρίνονται για την ενεργό συμμετοχή τους στα κοινά, γιατί ξέρουν πως ο αδιάφορος πολίτης δεν είναι πολίτης φιλήσυχος, αλλά, κατά τον Θουκυδίδειο χαρακτηρισμό, πολίτης, «αχρείος».
Υπήρχαν, κατά τη μεταπολίτευση, τέτοιες προϋποθέσεις; Προσωπικά πιστεύω πως όχι. Και να γιατί:
Το 1974, εκτός από την Ανώτατη Εκπαίδευση, δεν έγινε η απαραίτητη αποχουντοποίηση. Εμείς εδώ στα Γιάννινα το ζούμε ακόμα και σήμερα στον τομέα των Παλαιών Κληροδοτημάτων που διαχειρίζεται η Μητρόπολη με διατάγματα των τριών φασιστικών καθεστώτων και όπως ήταν αναμενόμενο, αυτά οδηγήθηκαν, με ευθύνη όλων μας, σε χρεοκοπία.
Το 1981 έγινε μια, κατ’αρχήν, αξιόλογη πολιτική μεταβολή, με συνθήματα ελκυστικά, όπως αυτό πως «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», στο οποίο ανταποκρίθηκε, όπως γίνεται συνήθως, «ένα λεφούσι των εκτός Κινήματος τυχοδιωκτών, που εν μια νυκτί έπαψαν να φωνάζουν κάτω και φώναζαν ζήτω το ΠΑΣΟΚ», με την ελπίδα, που σε ορισμένες περιπτώσεις έγινε πραγματικότητα, να απολαύσουν και αυτοί το μερίδιο της εξουσίας και έτσι -νομοτελειακά- «Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΝΩΡΙΣ».
Από εκεί και ύστερα «δεν είχαμε άλλο σκαλί να κατρακυλήσουμε πιο βαθιά στου κακού τη σκάλα» και πιάσαμε πάτο. Και όταν βρεθήκαμε μπροστά στην αναπόφευκτη κρίση, ξαφνιαστήκαμε και αρχίσαμε να τα βάζουμε με όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό μας. Απλώς όμως ξαφνιαστήκαμε, αλλά δε συνετιστήκαμε, δε συνήλθαμε. Απλώς περιμέναμε ένα νέο σύνθημα που θα μας έβγαζε από το αδιέξοδο. Και από συνθήματα άλλο τίποτε. Ήρθε πρώτα το «λεφτά υπάρχουν» και τρέξαμε να τα αρπάξουμε. Και όταν πέρασε αυτή η αυταπάτη, ήρθαν τα εξίσου ελπιδοφόρα «ΖΑΠΠΕΙΑ 1 και 2», με το ίδιο αποτέλεσμα.
Έτσι, απογοητευμένοι και οργισμένοι με το παλιό, αναζητήσαμε το νέο, με το εύηχο σύνθημα: «τέρμα στο παλιό, ήρθε το νέο». Ήταν όμως κι αυτό ένα απλό σύνθημα, με συνέπεια, αντί «εμείς να χτυπάμε τα νταούλια και να χορεύουν οι αγορές», μέχρι στιγμής τουλάχιστον, να συμβαίνει το εντελώς αντίθετο.
Όμως, όπως κι αν έχουν τα πράγματα, να είστε βέβαιοι πως τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Και αυτό για δυο βασικά λόγους: Πρώτα γιατί δεν έχουμε συνειδητοποιήσει το μέγεθος της κρίσης στην οποία βρισκόμαστε ως Λαός. Έπειτα γιατί ο Πολιτικός Λόγος, όπως τον «απολαμβάνετε» από τις συζητήσεις στη Βουλή και από τον τρόπο που οι πολιτικοί μας αντιμετωπίζουν -για τον εαυτό τους- το πρόβλημα της εξουσίας, όχι μόνο δεν έχει στοιχειωδώς βελτιωθεί, αλλά έχει καταντήσει ρηχός, στείρος και αποκρουστικός, ώστε τα μηνύματα που εκπέμπει να αποπνέουν «άπνοια, κοινωνική και πνευματική αποτελμάτωση, με θύματα εμάς τα μέλη της κοινωνίας, που είμαστε και «τα θύματα της μεγάλης κρίσης» που περνάει και -ποιος ξέρει ακόμα πόσο- θα περνάει η χώρα μας. Είμαι βέβαιος πως αν ζούσε σήμερα ο Δημήτρης Τσάτσος και διάβαζε δηλώσεις τύπου Σγουρίδη για θερμό επεισόδιο που θα απέτρεπε τη συμφωνία των Πρεσπών, ή τύπου Μαλέλη περί μελλοντικών συνεργασιών μετά τις εκλογές, δε θα μιλούσε πλέον για «κρίση του πολιτικού λόγου», όπως έκανε το 1983 και το 2006, αλλά θα έκανε λόγο για γελοιοποίηση του πολιτικού λόγου.
Παρ’ όλα αυτά, καθώς μπήκαμε ήδη στον καινούριο χρόνο, ας κλείσουμε με ένα παλιό, που ίσως αποδειχθεί και σωτήριο, μήνυμα πως «η χώρα αυτή αντέχεται, θα έλεγα και αγαπιέται, μόνο σε συνάρτηση με την προσδοκία της μεγάλης οργής, αυτής που ίσως φέρει τη μεγάλη ανατροπή», ώστε να ξεπεράσουμε τη βαθιά κρίση που διέρχεται -και εξαιτίας μας- ο Πολιτικός Λόγος.
Χρειάζεται ασφαλώς να ελπίζουμε και να ευχόμαστε ο χρόνος που άρχισε να είναι καλύτερος από αυτόν που έφυγε, χωρίς όμως να ξεχνάμε την παρακαταθήκη των προγόνων μας, σύμφωνα με την οποία «ελπίδες των μεν ευ φρονούντων εφικταί, των δε αξυνέτων αδύνατοι».