Η Μακεδονική γλώσσα…

on .

Πολύς θόρυβος γίνεται τελευταία, με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών για το Σκοπιανό. Οι συζητήσεις ανάμεσα στους υπερασπιστές και στους επικριτές της συμφωνίας, όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο, αλλά και σε φιλικό, δίνουν και παίρνουν. Επίκεντρο των συζητήσεων συχνά η «Μακεδονική Γλώσσα», όπως αποκαλείται στη συμφωνία η γλώσσα την οποία μιλούν οι Σκοπιανοί, και η οποία αναγνωρίζεται ως τέτοια, με κάποια υποσημείωση, με τη συμφωνία από τη χώρα μας.
Και το περίεργο, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ότι οι συζητήσεις αυτές, σε επίπεδο ιδιωτικό, γίνεται από ανθρώπους που έχουν άγνοια του θέματος από άποψη επιστημονική, και οι τοποθετήσεις τους γίνονται, συχνά κατά τρόπο απόλυτο, με κριτήριο τις κομματικές τους πεποιθήσεις. Επιβεβαιώνεται έτσι η άποψη ότι οι Έλληνες δεν είμαστε διατεθειμένοι να συζητάμε, και όταν συζητάμε δείχνουμε ότι δεν έχουμε μάθει να συζητάμε.
Για να συζητήσεις, με επιχειρήματα, ένα θέμα βασικό για τη ζωή του τόπου, όπως είναι το Σκοπιανό, πρέπει να γνωρίζεις τα βασικά του σημεία και να μη διατυπώνεις απόψεις γύρω από επί μέρους θέματα, όπως αυτό της «Μακεδονικής γλώσσας», που περιλαμβάνεται στη συμφωνία, αν δεν το κατέχεις σε όλες του τις διαστάσεις και δεν έχεις κατανοήσει τη σημασία του.
Αυτός νομίζω είναι ο λόγος για τον οποίο ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες επιστήμονες της Γλωσσολογίας, Καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, ο Νικόλαος Ανδαριώτης, στην πιο αξιόλογη στιγμή της Πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, το έτος 1963, με τον Πρυτανικό του Λόγο, θεώρησε σκόπιμο να μιλήσει με θέμα «Γλώσσα και Έθνος», ένα θέμα που, όπως τόνισε, «στάθηκε το μέλημα όλων των χρόνων της επιστημονικής μου ζωής ως γλωσσολόγου και το κρίνω τόσο ζωτικό για το παρόν και το μέλλον της φυλής μας, ώστε να το θεωρήσω άξιο, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, να γίνει θέμα πρυτανικού λόγου, για να υπάρχει και η δική μου ώριμη μαρτυρία. Αν η μαρτυρία μου έχει έστω και μικρή αξία, ο έχων ώτα ας την ακούσει».
Αυτά έλεγε, πριν από 55 χρόνια, ο διακεκριμένος αυτός επιστήμονας. Και αυτά κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω, ιδιαίτερα για κείνους, που ενώ δεν γνωρίζουν τίποτε για το θέμα είναι πρόθυμοι να διατυπώσουν απόψεις που δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα.
Τι έλεγε όμως για τη σχέση της γλώσσας και του Έθνους και τι για το συγκεκριμένο επί μέρους θέμα της «Μακεδονικής Γλώσσας»; «Η γλώσσα -είπε- που κάθε λαός έχει διαμορφώσει ήταν πάντα και είναι ο άξονας που γύρω του στρέφεται ο εθνικός βίος. Ολόκληρη η ελληνική ιστορία είναι πορεία ενός ομόγλωσσου συνόλου μέσα στο χρόνο.
Η κοινή γλώσσα και όχι το κοινό πολίτευμα ή ο κοινός τρόπος ζωής συνέδεε τους αρχαίους Μακεδόνες με το νοτιότερο ελληνισμό και τους έκανε να αισθάνονται τον εαυτό τους ως φυσικό πρόμαχο των άλλων Ελλήνων απέναντι των αλλόγλωσσων Θρακοϊλλυριών. Η ομογλωσσία με τους άλλους Έλληνες οδήγησε τους βασιλείς της Μακεδονίας να κηρύξουν επίσημη γλώσσα του Κράτους των την αττική διάλεκτο, να αναλάβουν κατόπιν την πολιτική ηγεσία των ελληνικών πόλεων και να οδηγήσουν τους Πανέλληνες -έστω και πλην Λακεδαιμονίων- στην πανελλήνια εκστρατεία, την -κατά τον Καβάφη- «νικηφόρα, την περίλαμπρη, την περιλάλητη, τη δοξασμένη», από την οποία δημιουργήθηκε:
«ελληνικός καινούριος κόσμος μέγας...
με εκτεταμένες επικράτειες...
με την κοινήν ελληνική λαλιά
ως μέσα στη Βακτριανή... ώς τους Ινδούς....»
Και καταλήγει ο Νικόλαος Ανδριώτης: «Η σημερινή Ελλάδα υπάρχει ως Έθνος και ως Κράτος χάρη στο γεγονός ότι ο λαός της μιλά ελληνικά». Και συνεπώς, κατά τον Ανδριώτη, αλλά και κατά την επιστήμη της Γλωσσολογίας, όπως τη διδαχτήκαμε στο Πανεπιστήμιο, αυτή είναι η αξία της γλώσσας για ένα Έθνος, και αυτή είναι για το Ελληνικό Έθνος η Μακεδονική Γλώσσα. Αυτά μας διδάσκει η επιστήμη.
Τώρα θα μου πείτε άλλο πράγμα είναι η επιστήμη και άλλο η πολιτική. Μας το είπε, άλλωστε και ο Μax Weber που δεν ήταν μόνον άνθρωπος της επιστήμης, αλλά ήταν και πολιτικός. Η ανυπέρβλητη ευρυμάθειά του και η μοναδική πνευματική του οξύτητα τον έπεισαν να υποστηρίξει ότι «η πολιτική πρέπει να είναι χωρισμένη από την επιστήμη, γιατί η επιστήμη πρέπει να είναι ανεξάρτητη από τις προτιμήσεις μας και από κάθε αξιολογική κρίση».
Ο ίδιος όμως ο Max Weber υποστήριξε πως «πρέπει να είναι και ενωμένη με την επιστήμη, γιατί η επιστήμη, τότε μόνον έχει νόημα, όταν είναι χρήσιμη και απαραίτητη στην πράξη. Και η πολιτική πρωτ’ απ’ όλα είναι πράξη».
Ήξερε όμως ότι η πολιτική συνήθως έχει ως στόχο τη σκοπιμότητα που αποβλέπει στην εξουσία, ενώ η επιστήμη βασίζεται στη γνώση που αποβλέπει στην αλήθεια. Γι’ αυτό, όπως υποστηρίζει και ο Μπέρτολτ Μπρέχτ στα «Πολιτικά Κείμενα», υπάρχουν πέντε δυσκολίες για να πει κανείς την αλήθεια: «Πρέπει να έχει το θάρρος να πει την αλήθεια, την εξυπνάδα να την αναγνωρίσει, την τέχνη να την κάνει ευκολομεταχείριστη, την κρίση να διαλέξει εκείνους στα χέρια των οποίων η αλήθεια θα αποκτήσει δύναμη, και την πονηριά να τη δια δώσει ανάμεσά τους».
Αυτές τις δυσκολίες συναντάνε συχνά οι πολιτικοί, όταν «αντιμετωπίζουν την πολιτική ως επάγγελμα και ζουν από την πολιτική, αλλά και για την πολιτική». Τις συναντάνε επίσης, κατά τον Μπρεχτ και οι άνθρωποι της γνώσης όταν θέτουν τη γνώση τους στη διάθεση των αφεντάδων για να τη μεταχειριστούν όπως αυτοί θέλουν και σε βάρος της ανθρωπότητας. Έτσι, επηρεασμένος από τη στάση των Γερμανών επιστημόνων απέναντι στο Χίτλερ, ο Μπρέχτ, παρουσιάζει στο έργο του «Βίος του Γαλιλαίου» το μεγάλο αυτό επιστήμονα να ομολογεί ότι δεν μπόρεσε να σηκώσει το κοινωνικό βάρος της επιστήμης του και να διακηρύξει: «Εγώ παράδωσα τη γνώση μου στους αφεντάδες για να τη μεταχειριστούν ανάλογα με το συμφέρον τους. Ένας άνθρωπος που κάνει αυτό που έκανα εγώ, δεν έχει πια θέση ανάμεσα στους επιστήμονες».