Ο Γεώργιος Παπανδρέου ως πνευματικός άνθρωπος…

on .

Συμπληρώνονται σήμερα, 1η Νοεμβρίου πενήντα χρόνια από το θάνατο -την 1η Νοεμβρίου 1968- του Γεώργιου Παπανδρέου. Δεν πρόκειται, βέβαια, να ασχοληθώ σήμερα με τον πολιτικό Γ. Παπανδρέου. Έχουν γραφεί άλλωστε από ειδικούς αναλυτές των πολιτικών προσωπικοτήτων του τόπου μας αναρίθμητα άρθρα τα οποία παρουσιάζουν τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία της πολιτικής του σταδιοδρομίας.
Αν αναφέρομαι στον πνευματικό άνθρωπο, αυτό το κάνω διότι σ’ αυτόν τον τομέα η πολιτική ζωή του τόπου μας βρίσκεται -για να χρησιμοποιήσω τους στίχους από τις «Εστιάδες» του Γρυπάρη- «σε βαθιά άκραχτα μεσάνυχτα μέσα στην Πολιτεία την κοιμισμένη». Εκείνο που λείπει από τους πολιτικούς μας, μετά το Γ. Παπανδρέου, είναι η πνευματικότητα, στοιχείο που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους εκείνους που έχουν αποκτήσει, με τον απαιτούμενο μόχθο, ουσιαστική μόρφωση και βαθιά καλλιέργεια.
Αυτό ακριβώς το στοιχείο αποτελούσε το χαρακτηριστικό γνώρισμα της προσωπικότητας του Γ. Παπανδρέου και εκδηλωνόταν σε κάθε περίπτωση με την αγάπη του για την Παιδεία. Αγαπούσε την Παιδεία γιατί πίστευε πως χωρίς Παιδεία δεν υπάρχει Δημοκρατία.
«Η Δημοκρατία -είπε σε αγόρευσή του μέσα στη Βουλή, το 1957- τότε μόνο θα γίνει πραγματική Δημοκρατία, όταν η Παιδεία είναι κτήμα του Λαού και όχι προνόμιο του πλούτου. Τότε υπάρχει αληθής δικαίωσις της Δημοκρατίας, όταν δια της αναδείξεως των αρίστων εκ των κόλπων της, γίνη αληθής Αριστοκρατία. Μόνον τότε η Δημοκρατία ευρίσκει δικαίωσιν, όταν καταστή εις την πράξιν Αριστοκρατία: Όταν οι άριστοι ηγούνται του Λαού. Αλλά τούτο καθίσταται δυνατόν μόνον όταν όλα τα τάλαντα της Φυλής, βοηθούμενα οικονομικώς από το σύνολον, κατορθώσουν να σταδιοδρομήσουν και να λάβουν την θέσιν, η οποία τους ανήκει, από το «χάρισμα της δωρεάς» με το οποίον ήλθαν εις τον κόσμον».
Λόγια που δείχνουν τη βαθιά πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου, καλλιέργεια που βασίζεται στην πλούσια κλασική του παιδεία. Διαβάζεις αυτές τις απόψεις του για τη Δημοκρατία και την Παιδεία και νομίζεις πως έχεις μπροστά σου τον Επιτάφιο του Θουκυδίδη που παρουσιάζει τον Περικλή να πλέκει το εγκώμιο της Αθηναϊκής Πολιτείας στην οποία «ουδείς αξιώματος αφανία (εξ αιτίας ταπεινής καταγωγής) κεκώλυται» και συνοψίζει αυτό το εγκώμιο με τη φράση: «Ξυνελών τε λέγω την τε πάσαν πόλιν παιδευσιν κοινήν της Ελλάδος είναι». Πολιτεία όμως «πεπαιδευμένη» δημιουργείται μονάχα εκεί όπου υπάρχουν πεπαιδευμένοι άνθρωποι. Αυτό δεν κατανοήσαμε οι Νεοέλληνες και στη θέση των πεπαιδευμένων έχουμε τους κάθε λογής «επιτήδειους».
Αυτή τη βαθιά πίστη του για την Παιδεία, την αξιοκρατία και τη Δημοκρατία ο Γ. Παπανδρέου την έκανε πράξη. Έτσι, ως Υπουργός Παιδείας το 1950, εισηγήθηκε τον ιδρυτικό νόμο του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, για να μπορούν να σπουδάζουν και να ανέρχονται στην Κοινωνία άτομα τα οποία έχουν «τη σφραγίδα της δωρεάς», όπως έλεγε, αλλά δεν έχουν την απαραίτητη οικονομική δυνατότητα. Αργότερα δε καθιέρωσε, ως Πρωθυπουργός, τη δωρεάν Παιδεία σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης και επέλεξε ό,τι πιο εκλεκτό διέθετε ο τόπος και του ανέθεσε να ρυθμίσει τα θέματα της δημόσιας εκπαίδευσης.
Έτσι ως πολιτικό δρων πρόσωπο, συμπαραστάθηκε σε κάθε πνευματική προσωπικότητα αυτού του τόπου που πίστευε πως η ελευθερία της σκέψης και η ελεύθερη επιστημονική έρευνα αποτελούν βασικά δικαιώματα του ανθρώπου, προάγουν την επιστήμη και εδραιώνουν τη Δημοκρατία. Χαρακτηριστική η περίπτωση της συμπαράστασής του στην πειθαρχική δίωξη του Καθηγητή Ιωάννη Κακριδή, γνωστή ως «Δίκη των τόνων», διότι «αι ιδέαι του ήσαν άκρως αντίθετοι προς την διδασκαλίαν τριών άλλων καθηγητών της ιδίας έδρας», σύμφωνα με το κατηγορητήριο.
Εξόχως ενδιαφέρουσα η συμπαράσταση του Γ. Παπανδρέου: «Εάν ο καθηγητής -έλεγε στην έγγραφη μαρτυρία του προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο- δεν δικαιούται εις ελευθερίαν γνώμης, τότε το Πανεπιστήμιον δεν έχει λόγον υπάρξεως. Θα ηδύνατο να είναι μία πρακτική επαγγελματική σχολή, αλλά δεν θα εδικαιούτο να κατάγεται από τας Αθήνας, την κλασικήν γην της ελευθερίας του πνεύματος και δεν θα εδικαιούτο να διδάσκει την επιστήμην. Και είναι βαθύτατα θλιβερόν, ότι η στοιχειώδης αυτή αλήθεια παραγνωρίζεται από καθηγητάς Πανεπιστημίου και μάλιστα της Φιλοσοφικής Σχολής, όπου κατ’ εξοχήν έπρεπε να καλλιεργήται «η φιλία της Σοφίας», η αναζήτησης, η ελευθερία της επιστημονικής σκέψεως».
Και κατέληγε: «Κατ’ επίφασιν μόνον κρίνεται σήμερον, ενώπιον Υμών, ο καθηγητής Κακριδής. Κατ’ ουσίαν κρίνεται ο πνευματικός πολιτισμός της Ελλάδος».
Και αυτά τα έλεγε πριν από 76 χρόνια. Και να λάβετε υπόψη ότι 40 χρόνια μετά τη δίωξη του Καθηγητή Ιωάννη Κακριδή από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Πανεπιστημίου, οι απόψεις του για την απλοποίηση των τόνων δικαιώθηκαν πλήρως από την επίσημη Πολιτεία η οποία θεσμοθέτησε το μονοτονικό σύστημα και έλυσε ένα θέμα σοβαρό του γλωσσικού μας προβλήματος που τόσο ταλαιπώρησε το Έθνος μας.
ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ