Άγιος Κοσμάς, ο Απόστολος του Σκλαβωμένου Γένους…

on .

- Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

 Ο μεγάλος Διδάσκαλος του Γένους, ο Απόστολος του Σκλαβωμένου Γένους των Ελλήνων Κοσμάς ο Αιτωλός ήλθε στην κατάλληλη στιγμή σαν εθναπόστολος και σωτήρας του σκλαβωμένου ελληνισμού.
Την ώρα εκείνη ο σκλαβωμένος λαός χρειαζότανε το φωτισμό, τη χάρη, την ελευθερία του Πνεύματος. Να νιώσει τι είχε, τι έχασε, τι του πρέπει, για να μπορέσει όχι μόνο να αποκτήσει λευτεριά, αλλά και να την διατηρήσεικαι να την αξιοποιήσει.
Ο Άγιος Κοσμάς κατάλαβε καλά τι λείπει από αυτό το Γένος, που ήταν ταγμένο για μια μεγάλη αποστολή στον κόσμο. Γι’ αυτό δεν σκέφτηκε επανάσταση και Φιλική Εταιρεία, αλλά πώς να το βοηθήσει να αναγεννηθεί πνευματικά, να ελευθερωθεί από την ηθική, κοινωνική και πνευματική σκλαβιά του, να βρει την ανθρωπιά και τον Θεό και ύστερα σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα αποκτούσε και τη λεβεντιά του και την εθνική λευτεριά. Από αυτήν την άποψη ήταν πράγματι και ένας μεγάλος εθναπόστολος.
Πρώτα απ’ όλα, όμως, ο Άγιος Κοσμάς υπήρξε φλογερός απόστολος του Χριστού και ακάματος κατηχητής του λαού σε χρόνια σκοτεινά. Αυτός που τον βλέπει μόνο σαν ένα φωτισμένο πνεύμα ή μια δυναμική μορφή, όσο και αν τον εγκωμιάζει, τον αδικεί. Διότι δεν μπορείς να μετρήσεις το πνευματικό ανάστημα του Κοσμά χρησιμοποιώντας γήινα μέτρα. Το ύψος του το χρωστά στην πίστη, που φλόγιζε την καρδιά του και έδινε φτερά στα πόδια του για την πραγματοποίηση του μεγάλου σκοπού, για του Χριστού τη δόξα. Μέσα σ’ αυτή την πίστη, σαν μέσα σε καμίνι, πυρώθηκαν και έλαμψαν και χαλυβδώθηκαν όλες οι ικανότητες και οι δεξιότητες της προσωπικότητάς του και έδωσαν στην Εκκλησία τον Άγιο Κοσμά.
Στα χρόνια του Κοσμά του Αιτωλού η παιδεία στην ύπαιθρο βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Εκεί το Γένος «ήτο βυθισμένον εις απόλυτον αγραμματείαν» (Κων. Κούμας). Ιδιαίτερα οι απομονωμένες περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας είχαν πολλά και σοβαρά προβλήματα. Οι εξισλαμισμοί, οι ληστείες, οι βαρειές και άγριες φορολογίες είχαν επιφέρει μία συνεχή αιμορραγία σε έμψυχες και υλικές δυνάμεις. Η απαιδευσία και η ηθική εξαθλίωση συντηρούσαν ένα πολύ χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο στο λαό.
Ο Κοσμάς ο Αιτωλός σε μια φράση της Γ’ Διδαχής του περιγράφει παραστατικά την τραγικότητα της κατάστασης: «Δεν βλέπετε, έλεγε, πώς αγρίεψε το γένος μας από την αμάθειαν και εγινίκαμεν ωσάν τα θηρία»; Γι’ αυτό ο Κοσμάς ο Αιτωλός, βλέποντας ότι η έλλειψη οργανωμένης παιδείας είχε συντελέσει στη γενικότερη κατάπτωση του πολιτιστικού και ηθικού επιπέδου, δίνει προτεραιότητα στο θέμα της παιδείας (Μ. Τρίτος).
Στην περίπτωση του Αγίου Κοσμά ο ταλαίπωρος και πονεμένος κόσμος είναι το αγαπημένο του Γένος, τα σκλαβωμένα αδέλφια του, που αγαπά. Και γι’ αυτό με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθεί την κατάστασή τους. Και οι πληροφορίες που έφθαναν τότε στα αυτιά του Κοσμά του μοναχού από τον κόσμο ήταν θλιβερές.
Φρικτή ήταν η ζωή των υποδούλων ραγιάδων. Στα μεγάλα κέντρα υπέφεραν από τους πασάδες. Στα μικρότερα από τους μπέηδες και τους αγάδες.
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να επισημάνουμε κάποια πράγματα. Είναι γνωστό ότι κάποιοι κινούμενοι από κομματικές ιδεοληψίες αρνούνται την ύπαρξη του κρυφού σχολείου στα χρόνια της δουλείας. Προβάλλουν δε ως επιχείρημα, ότι δεν υπήρχε νόμος της Οθωμανικής Αρχής που να απαγορεύει την σύσταση και λειτουργία σχολείων των Ελλήνων.
Αγνοούν, βέβαια, ότι οι Οθωμανοί δεν είχαν κράτος στηριζόμενοι σε αξίες και αρχές, όπως εννοούμε τα σημερινά κράτη. Είχαν στήσει μία αυτοκρατορία αυθαιρεσίας, όπου ο κάθε τοπικός άρχοντας, κάθε πασάς, κάθε μπέης και κάθε αγάς είχε το δικαίωμα να αδειάζει όλη την κακότητα της ψυχής του πάνω στους Γραικούς. Ο τοπικός άρχοντας έκανε ό,τι ήθελε στην περιοχή του.
Επομένως, η διδασκαλία ήταν κρυφή από τον τοπικό Τούρκο δυνάστη, όχι όμως παράνομη. Δεν ήταν ο νόμος αυτό που έκανε το Σχολείο κρυφό, αλλά ήταν ο φόβος του τυραννισμένου ραγιά μπροστά στην αυθαιρεσία και τη μοχθηρία του τοπικού τυράννου.
Το σοβαρότερο από όλα ήταν την εποχή του Κοσμά οι ομαδικοί εξισλαμισμοί, που γίνονταν σε διάφορα μέρη της Ορθοδόξου επικράτειας και ιδιαίτερα στα βορειότερα. Άλλοτε με τη βία και συχνότερα με τη θέληση των κατοίκων, οι ραγιάδες αλλαξοπιστούσαν κατά χιλιάδες. Χωρίς να έχουν κάποιον να τους στηρίξει στην πίστη και να τους ενισχύσει στο φρόνημα, καταπιεσμένοι από τη βαριά φορολογία και τη βάρβαρη μεταχείριση, άλλαζαν την πίστη τους, για να διατηρήσουν την τιμή τους, να σώσουν τη ζωή τους, να διαφυλάξουν την περιουσία τους ή ακόμη για να καλυτερεύσουν τη «μοίρα» τους και μερικοί να πετύχουν σπουδαίες και κερδοφόρες θέσεις.
Τα μέτρα που λαμβάνονταν εις βάρος τους ήταν αφόρητα. Οι Τούρκοι άρπαζαν κάθε παραγωγή των φτωχών χωρικών και με την απάνθρωπη συμπεριφορά θόλωνε ο νους των ραγιάδων.
Με πόνο έβλεπε η Εκκλησία το ποίμνιό της να χάνεται, αλλά δεν είχε τη δύναμη ούτε να κατηχήσει ούτε να το υπερασπιστεί. Τα χέρια της ήταν δεμένα από τον Οθωμανό. Τόσο είχε εξασθενήσει το θρησκευτικό και πατριωτικό αίσθημα, ώστε και ιερείς ακόμη αλλαξοπιστούσαν. Ένας περιηγητής γράφει ότι κάθε μέρα βλέπει κανείς εξισλαμισμούς στην Κόρινθο και οι κάτοικοι της πόλεως, ή αν θέλετε του χωριού, είναι σήμερα οι μισοί Οθωμανοί. Μας διηγήθηκαν ακόμη, πως τρεις παπάδες τον περασμένο χρόνο τούρκεψαν. Ένας άλλος περιηγητής ο Ιταλός Montealvano, που περιόδευσε στην Ήπειρο και την Αλβανία, στα 1625, εκφράζει το φόβο ότι μέσα σε δέκα χρόνια όλοι οι Χριστιανοί της Αλβανίας θα γίνονταν Τούρκοι.
Φρίκη προκαλεί το γεγονός ότι συχνά και κυρίως στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας οι εξισλαμισμοί είχαν καταντήσει ομαδικοί και γίνονταν με τη θέληση των κατοίκων. Ο Σάθας γράφει: «Ικαναί οικογένειαι ελλείψει διδασκαλίας απηρνούντο το πατρώον θρήσκευμα και το ολέθριον αυτών παράδειγμα εμιμούντο τυφλώς οι οικείοι αυτών και φίλοι. Ο χείμαρρος της εξωμόσεως ηπείλει να κατακλύσει ολόκληρον την Ήπειρον».
Σε πολλά μέρη οι ιερείς, ακόμη και οι μητροπολίτες, με όλο το ποίμνιο ασπάζονταν τη θρησκεία του Μωάμεθ. Μάλιστα, οι πριν ιερείς γίνονταν χοτζάδες και οι μητροπολίτες μουφτήδες. Και αυτοί ακόμη οι μοναχοί γινόταν δερβίσηδες…
Ο Άγιος Κοσμάς, λοιπόν, ερχόταν να αντιμετωπίσει μια τέτοια κατάσταση. Αυτό που συνέβει στη Μ. Ασία θα συνέβαινε και στον ελλαδικό χώρο, αν ο ίδιος δεν έκανε το μεγάλο άλμα.
Έτσι, μια μέρα πήρε τη μεγάλη απόφαση. Έκανε την προσευχή του, πήρε την ευχή του πνευματικού του και τη συμβουλή άλλων πνευματικών πατέρων και πήγε στην Κων/πολη, στο κέντρο του Γένους μας, της Ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας.
Τους μύχιους πόθους του για την αναζωπύρωση του εκκλησιαστικού και ηθικού φρονήματος του σκλαβωμένοι Γένους τους ανακοίνωσε ο πάτερ – Κοσμάς στο πατριαρχείο. Εκεί έκριναν θεάρεστη την επιθυμία του και τον εφοδίασαν με γραπτή άδεια.
Ξεκινώντας για την ιεραποστολή του προσευχήθηκε: «Τον Χριστό μας παρακαλώ να με καθαρίσει από κάθε αμαρτία ψυχική και σωματική. Να νικήσω τους τρεις εχθρούς: Την σάρκα, τον κόσμο και τον διάβολο. Να με αξιώσει να χύσω και εγώ το αίμα μου για την αγάπη του, όπως Εκείνος το έχυσε για την αγάπη μου». Από τη στιγμή εκείνη ο Άγιος Κοσμάς ήταν νεκρός.
Επί είκοσι ολόκληρα χρόνια (1760-1779) με τέσσερις περιοδείες όργωσε κυριολεκτικά τη Βόρειο Ελλάδα, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, τα νησιά, ιδιαίτερα δε τη Δυτική Μακεδονία, τη Ν. Σερβία, την Ήπειρο και έσπειρε σε μυριάδες ψυχές το ζωογόνο και νεκρεγέρτη λόγο του Ευαγγελίου.
Φυσικά, κύριος στόχος του ήταν η αντιμετώπιση του εξισλαμισμού και η λειτουργία σχολείων. Στις ομιλίες του υπενθύμιζε στους ραγιάδες την μεγάλη αξία της χριστιανικής διδασκαλίας και τους παρακινούσε και τους συμβούλευε να φροντίσουν να βρουν δάσκαλο να διδάξει στα παιδιά τους το μεγαλείο της Ορθοδοξίας.
Παράλληλα, όμως, είναι ανυπολόγιστη και η προσφορά του στην ελληνική γλώσσα. Την πραγματική προσφορά του Πατροκοσμά στο θέμα της παιδείας δεν είναι εύκολο να την μετρήσουμε και ούτε υπολογίζεται με τα σχολεία που ίδρυσε. Μπορούμε μόνον να εικάσουμε, αν σκεφθούμε ποια ήταν η θλιβερή κατάσταση της παιδείας τότε και από τι σώθηκε.
Όπως μαρτυρούν οι ιστορικοί για εκείνη την εποχή, όχι μόνον μόρφωση δεν υπήρχε, αλλά κινδύνευε να πάψει και αυτή η ελληνική γλώσσα. Ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές τα βλάχικα και τα αρβανίτικα είχαν σχεδόν αντικαταστήσει με το φτωχό τους λεξιλόγιο τα ωραία ελληνικά. Και το κακό καιροφυλακτούσε. Όσοι Έλληνες έχαναν τη γλώσσα τους εύκολα μπορούσαν να χάσουν και την πίστη τους και την ελληνικότητά τους. Αν μιλούσαν αρβανίτικα, δεν θα δυσκολεύονταν να ασπασθούν τον μωαμεθανισμό, να θελήσουν να εξισλαμισθούν και να τουρκέψουν. Οπωσδήποτε δε, όσοι ξεχνούσαν τα ελληνικά, δεν καταλάβαιναν το Ευαγγέλιο ούτε τις ευχές και τα τροπάρια της Εκκλησίας και επομένως δεν μπορούσαν να διδαχθούν από αυτά ούτε να καλλιεργηθούν πνευματικά. Για την αποτροπή αυτού του κακού ο μεγάλος διδάχος οργώνει τα βλαχοχώρια της περιοχής Γρεβενών, Σαμαρίνα, Περιβόλι, Σμίξι, Αβδέλα και παρακινεί τους κατοίκους να ιδρύσουν ελληνικά σχολεία. Αλλά και μέσα στην πόλη των Γρεβενών, στη συνοικία Βαρόσι, όπου βρισκόταν τότε η Μητρόπολη συνέστησε Ελληνική Σχολή.
Ο Άγιος Κοσμάς έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου: «Δεν βλέπετε ότι αγρίωσε το Γένος μας από την αμάθειαν και εγίναμεν ωσάν θηρία; Διά τούτο σας συμβουλεύω να κάμετε σχολείον. Διά να εννοήτε το άγιον Ευαγγέλιον και τα λοιπά βιβλία». Αυτή ήταν η επιχειρηματολογία του, ότι «η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν γλώσσαν» και γι’ αυτό πρέπει όλοι και προ πάντων τα παιδιά να μαθαίνουν γράμματα και εξόχως ελληνικά. «Το σχολείον φωτίζει τους ανθρώπους. Ανοίγουν τα ομμάτια των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών να μανθάνουν τα μυστήρια». Πραγματικά ο Πατροκοσμάς υπήρξε ο μεγαλύτερος παιδαγωγός του εκβαρβαρωμένου από τη σκλαβιά και τις καταπιέσεις λαού της Δυτικής Ελ­λά­δας.
Εύστοχα γράφει ο Κ. Σαρδελής ότι «δεν υπήρξε γλωσσικό πρόβλημα γι’ αυτόν… Ο Άγιος Κοσμάς μιλούσε τη γλώσσα του λαού και ο λαός τη γλώσσα του Αγίου Κοσμά. Εξάλλου ακολούθησε και αυτός ως γνήσιος απόστολος το παράδειγμα των πρώτων αποστόλων του Χριστού, που ευαγγελίσθηκαν τον κόσμο με την κοινή καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής, εφόσον εκείνο που ενδιέφερε έναν ευαγγελιστή είναι να συλλάβει και να νιώσει ο ακροατής το μήνυμά του.
Με αυτόν τον τρόπο ο ιερός διδάσκαλος πρόσφερε και μία επί πλέον προσφορά στο Γένος: την καλλιέργεια της νεοελληνικής δημοτικής γλώσσας. Ο καθηγητής Δημαράς αναγνωρίζει τη συμβολή του Αγίου στον τομέα αυτόν επισημαίνοντας ότι ο Κοσμάς «μιλούσε τη γλώσσα του λαού και εξέφραζε απλές έννοιες με όλη τη δύναμη την οποία μπορεί να έχει η ανεπιτήδευτη διατύπωση του πάθους».