Θεοτόκος, η μεσίτρια του ανθρωπίνου γένους...

on .

-  Του ΜΙΧΑΗΛ  Γ. ΤΡΙΤΟΥ, Καθηγητή Α.Π.Θ.

 

Πριν τολμήσει να γράψει κανείς για το σεπτό και πανακήρατο πρόσωπο της Κυράς των Αγγέλων, του Γένους και της Ρωμιοσύνης, θα πρέπει να προσευχηθεί στον Δομήτορα της Εκκλησίας Κύριο και να του πει με το στόμα του υμνογράφου της γιορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου: «Τείχισόν μου τας φρένας, Σωτήρ μου. το γάρ τείχος του κόσμου ανυμνήσαι τολμώ, την Άχραντον Μητέρα Σου». Γιατί ό,τι και να γράψει κανείς γι’ Αυτήν δεν μπορεί ούτε στο ελάχιστο να εκφράσει το μεγαλείο της, αφού «άπας ύμνος ηττάται, συνεκτείνεσθαι σπεύδων τω πλήθει των απείρων χαρίτων της». Για να συνεχίσει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγοντας: «Τίς σου το θεαυγές κάλλος υπογράψοι, Θεομήτωρ Παρθένε, λόγος; Ού γάρ έστι τά σά λογισμοίς και λόγοις ορίζειν. πάντα γάρ υπερβαίνει καί νούν καί λόγον». Εντυπωσιακή είναι η άποψη του Νικολάου Καβάσιλα, ότι η αιώνιος ευδαιμονία και μακαριότητα των σωζομένων κατά ένα μέρος θα συνίσταται στην κατανόηση και έκφραση των περί την Θεοτόκον μυστηρίων.

Και ενώ γιορτάζουμε την Κοίμηση και θα έπρεπε να θεωρείται ως πένθιμο γεγονός, ο τόνος της υμνωδίας είναι γιορταστικός και η γιορτή παίρνει τον χαρακτήρα μεγάλης πανηγύρεως. Γιατί πίστη και πεποίθηση της Εκκλησίας είναι ότι η Παναγία και μετά την κοίμησή της δεν εγκατέλειψε τον κόσμο. «Εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν μήτηρ υπάρχουσα της ζωής».
Η Κοίμηση της Θεοτόκου δεν είναι η κοίμηση ενός κοινού θνητού, γιατί Εκείνη είναι που γέννησε τον Αρχηγό της ζωής. Και επομένως είναι πολύ φυσικό ότι Αυτήν «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν, ως γαρ ζωής Μητέρα προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».
Η Υπεραγία Θεοτόκος, «η αγίων αγιωτέρα και ιερών ιερωτέρα και οσίων οσιωτέρα», της οποίας την Σεπτή Κοίμηση γιορτάζουμε, έχει καθιερωθεί στη συνείδηση και την πίστη της Εκκλησίας ως μεσίτρια του ανθρωπίνου Γένους. «Και σε μεσίτριαν έχω προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, μη μου ελέγξει τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων» ψέλνουμε στον παρακλητικό της κανόνα. Λόγω της οντολογικής σχέσεώς της με το Θεό, ως μητέρας του Λόγου του Θεού, είναι το «δεκτόν της πρεσβείας θυμίαμα» και «των θνητόν προς Θεόν παρρησία» κατά τις προσφιλείς εκφράσεις του ακαθίστου ύμνου. Ακούει τις προσευχές των πιστών και γίνεται το «πυρίμορφον όχημα» για να φθάσουν οι προσευχές μας στο Θρόνο του Θεού.
Κανένα πλάσμα του Θεού δεν έχει την παρρησία της Θεοτόκου, γιατί κανένας δίκαιος και άγιος δεν είναι τόσο κοντά στο Θεό, όσο αυτή. Και τούτο λόγω του μοναδικού ρόλου που έπαιξε στο άρρητο μυστήριο της θείας του Σωτήρος ενανθρωπίσεως. Ο άγιος Βασίλειος Σελευκείας, απευθυνόμενος στη Θεοτόκο, τονίζει: «Χαίρε Κεχαριτωμένη, μεσιτεύουσα Θεώ και ανθρώποις, ίνα το μεσότοιχον αναιρεθή της έχθρας και τοις επουρανίοις ενωθή τα επίγεια». Η Θεοτόκος για τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, είναι «τοις λυπουμένοις ευμενές παραμύθιον, πάσι τοις αιτούσι ετοίμη βοήθεια». Αυτή «δέεται και πρεσβεύει υπέρ ημών» κατά των ορατών και αοράτων εχθρών που συνθλίβουν το ανθρώπινο Γένος.
Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας μόνον ο Ιησούς Χριστός είναι ο «εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων» (Α’ Τιμ. 2,5), γιατί η μεσιτεία του είναι φυσική, αφού Αυτός είναι Θεός και Άνθρωπος. «Ο αυτός Θεάνθρωπος μεσιτεύει εις εαυτόν ως άνθρωπος και σώζει αφ’ εαυτού ως Θεός τους ανθρώπους». Αντίθετα, η μεσιτεία της Θεοτόκου προς τον Θεό γίνεται «χάριτι και ευδοκία». Το μεσιτευτικό όμως έργο της Θεοτόκου διαφέρει και υπερέχει της μεσιτευτικής δυνάμεως κάθε αγίου της Εκκλησίας μας, διότι ως Μητέρα του Θεού έχει άπειρον την «προς Θεόν παρρησίαν».
Η Ορθόδοξος Εκκλησία, προκειμένου να εκφράσει το μεσιτευτικό έργο της Θεοτόκου, την τοποθέτησε στην κόγχη του Ιερού ως πλατυτέρα, για να δείξει, όπως γράφει ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι είναι «το μεθόριον μεταξύ της κτιστής και ακτίστου φύσεως». Σε κάθε θεία λειτουργία ψέλνουμε: «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς». Αυτό εκφράζει η Εκκλησία μας , όταν ψάλλει στην εορτή της Κοιμήσεώς της. «Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον και προστασίαις αμετάθετον ελπίδα». Ο Ηλίας Μηνιάτης, γεμάτος ευγνωμοσύνη για τη μεσιτεία της Θεοτόκου, αναφωνεί: «Δεν ηξεύρετε, Χριστιανοί, ποια είναι των απηλπισμένων η ελπίς; Ποία είναι των αμαρτωλών η καταφυγή; Ποία είναι των Χριστιανών η Μητέρα; Μαρία η Πάναγνος Δέσποινα». Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει ότι ο ανθρώπινος βίος θα ήταν αβίωτος, εάν οι πιστοί δεν είχαν την Θεοτόκο «συνόμιλόν τους και μόνην επί γης καταλελειμμένην παρηγορίαν».
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι η τιμή στο πρόσωπο της Θεοτόκου δεν είναι απόλυτη, αλλά όσον αφορά το Θεό, σχετική. Και τούτο, γιατί η Θεοτόκος παρέμεινε στα όρια του δημιουργήματος, αφού δεν μπορεί να σώσει αφ’ εαυτής τους ανθρώπους, αλλά δια των πρεσβειών της. ο Επιφάνιος Κύπρου τονίζει χαρακτηριστικά: «Ούτε γαρ Θεός η Μαρία, ούτε απ’ ουρανού έχουσα το σώμα». Και ναι μεν η Ορθόδοξος Εκκλησία έδωσε στη Θεοτόκο την πρώτη θέση μετά τη λατρεία του Τριαδικού Θεού, πλην όμως ποτέ δεν απολυτοποίησε την τιμή στο πρόσωπό της, αφού, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η Θεοτόκος απαλλάχτηκε του προπατορικού αμαρτήματος και κάθε προσωπικής αμαρτίας από τη στιγμή που συνέλαβε τον Ιησού. Μόνο το πρόσωπο του Χριστού έχει απόλυτη αναμαρτησία, ενώ η Θεοτόκος σχετική. Ό,τι έγινε η Μαρία, έγινε με τη χάρη του Θεού, διότι «εύρεν χάριν παρά τω Θεώ» (Λουκ. 1,30).
Σε αντίθεση με τις ακρότητες των δύο άλλων χριστιανικών ομολογιών, η Ορθόδοξος Εκκλησία κράτησε τη σωστή θέση απέναντι στη Θεοτόκο. Η Παπική Εκκλησία με το δόγμα της ασπίλου συλλήψεως οδηγεί στη Μαριολατρεία και καταργεί κάθε φυσική απόσταση μεταξύ Χριστού και Παναγίας. Υποτιμά το σωτηριολογικό έργο του Χριστού και δέχεται και άλλους τρόπους σωτηρίας. Και γεννιέται το ερώτημα: Πώς σώθηκε η Θεοτόκος, ενώ δεν είχε αρχίσει το έργο του ευαγγελισμού του κόσμου, αφού δεν είχε σαρκωθεί ο Λόγος; Σε αντίθεση προς τους ρωμαιοκαθολικούς, οι προτεστάντες φθάνουν στο άλλο άκρο, ασεβώντας προς το πρόσωπο της Θεοτόκου, αφού απαγορεύουν κάθε τιμή προς Αυτήν με το επιχείρημα ότι υποβιβάζεται το απολυτρωτικό έργο του Χριστού. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, τιμώντας τη Θεοτόκο, λατρεύει Εκείνον, ο οποίος κατέστησε τη Θεοτόκο δοχείο καθαρό και άξιο για να δεχθεί τον Σωτήρα του κόσμου. Γι’ αυτό και η βοήθεια της Θεοτόκου προς τους πιστούς δεν προέρχεται αφ’ εαυτής, αλλά από το Θεό δια των πρεσβειών αυτής.

***
Στις δυσκολίες των καιρών, ατομικές, οικογενειακές, εθνικές, ας προστρέχουμε στη μεσιτεία της, αφού «άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν εν κινδύνοις και θλίψεσιν». Και να είμαστε βέβαιοι ότι η Υπεραγία Θεοτόκος, ως μητέρα του Θεού, μητέρα του κόσμου και κυρίας της ρωμιοσύνης, θα πράξει αυτό που κάνει δύο χιλιάδες χρόνια τώρα. Γιατί «ουδείς προστρέχων προς Αυτήν κατησχυμένος απ’ αυτής εκπορεύεται. αλλ’ αιτείται την χάριν και λαμβάνει το δώρημα προς το συμφέρον της αιτήσεως».