Η επανάσταση του Ίλιντεν…

on .

Η κανονική γραφή είναι Ηλί-Ντεν. Η λέξη είναι βουλγαρική και σημαίνει προφήτης Ηλίας. Στις 20 Ιουλίου 1903, ημέρα της γιορτής του προφήτη Ηλία (εξού και Ηλί-Ντεν ημέρα του Ηλία) στην περιοχή Μοναστηρίου Αχρίδας, Κλεισούρας και Καστοριάς, εκδηλώθηκαν επαναστατικές ενέργειες από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Το 1877 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Οι πανσλαβιστές της ρωσικής διπλωματίας συνέλαβαν το σχέδιο της σλαβικής ηγεμονίας που να επεκτείνεται «με ακαθόριστα όρια προς νότον». Η νικηφόρα έκβαση του πολέμου για τους Ρώσους ήταν η αιτία να δουν οι Ρώσοι να υλοποιούνται και τα πλέον τολμηρά όνειρα του Μεγάλου Πέτρου.
Ο Ρωσικός Στρατός έφθασε στα πρόθυρα της Κων/πολης, στην κωμόπολη του Αγίου Στεφάνου. Εκεί υπογράφηκε το Μάρτιο 1878 η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Οι Ρώσοι επέβαλαν στο Σουλτάνο τους όρους που είχε ετοιμάσει ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κων/πολη κόμης Ιγνάτιεφ. Ιδρύονταν η Μεγάλη Βουλγαρία. Μία Βουλγαρία – μαμούθ, αφού εκτός από την «κυρίως Βουλγαρία» (που είχε φορμαριστεί με ρωσικές πιέσεις) θα περιελάμβανε την Ανατολική Ρωμυλία, καθώς επίσης και το μεγαλύτερο μέρος του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας. Δηλαδή, τη Βορειοδυτική Θράκη, την Αχρίδα, τις περιοχές ως μέσα στο Μοναστήρι και τα Σκόπια, πέρα ως τη Φλώρινα και την Καστοριά, τις Σέρρες, την Καβάλα, κλπ. Μόλις και μετά βίας, δηλαδή, έμεναν έξω η Θεσσαλονίκη και η Αλβανία…
Ο Ιγνάτιεφ «βάφτισε» Μακεδόνες όλους τους εκτός Βουλγάρων κατοίκους του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας. Το μόνο πράγμα που ήξεραν οι άνθρωποι αυτοί ήταν το ότι ήταν χριστιανοί. Μιλούσαν δε το τοπικό σλαβικό ιδίωμα. Αγνόησε την εθνική τους συνείδηση, η οποία είχε τις ρίζες της στην απλή ελληνορθόδοξη παράδοση. Στην ύπαιθρο η μακροχρόνια δουλεία συνέβαλε στη λησμονιά της γλώσσας. Αν δεν υπήρχε η Εκκλησία η ελληνική γλώσσα θα είχε πεθάνει. Όταν τους έβαζαν το μαχαίρι στο λαιμό για να πουν ότι δεν είναι Έλληνες, εκείνοι απαντούσαν στα «μακεδονικά»: «Γκρηκ σουμ» (Είμαι Έλληνας).
Οι άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις είδαν αμέσως τι κρύβεται πίσω από τη «Μεγάλη Βουλγαρία» και μέσα στον ίδιο χρόνο, τον Ιούνιο του 1878 έγινε το Συνέδριο του Βερολίνου υπό την προεδρία του Βίσμαρκ (την Ελλάδα εκπροσώπησε ο Θ. Δεληγιάννης). Οι εργασίες έληξαν 18 Ιουλίου 1878. Περιόρισαν τη Βουλγαρία ανάμεσα στο Δούναβη και τον Αίμο. Ονομάστηκε ηγεμονία υποτελής στο Σουλτάνο. Κήρυξαν τη Ρωμυλία αυτόνομη επαρχία με χριστιανό διοικητή και άφησαν τη Μακεδονία στην απόλυτη κυριαρχία της Τουρκίας.
Όμως, ο Ιγνάτιεφ και οι Βούλγαροι δεν μπορούσαν να ξεχάσουν ένα τόσο μεγάλο όνειρο που παραλίγο να γίνει πραγματικότητα. Και πήραν τη μεγάλη απόφαση: «Να βοηθήσουν το λαό της Μακεδονίας να ξεσηκωθεί από μόνος του». Δύο Οργανώσεις με βασικό στόχο «την απελευθέρωση της Μακεδονίας» ιδρύθηκαν αμέσως στη Σόφια. Και τα μέλη τους, κυρίως αξιωματικοί, ξεχύθηκαν με ορμή σε όλη τη Μακεδονία. Κηρύττοντας, τάζοντας, απειλώντας και σφάζοντας προσπαθούσαν να «πείσουν» όλον εκείνον τον ποικιλόχρωμο πληθυσμό, πρώτον ότι είναι «Μακεδόνες» και δεύτερον ότι από μόνοι τους πρέπει να αδράξουν τα όπλα και να πολεμήσουν για τη λευτεριά τους.
Ο Γ. Μόδης γράφει: «Δούλεψαν οι Βούλγαροι, πρέπει να ομολογηθεί, με πίστη, μεθοδικότητα, επιμονή και υπομονή αξιοθαύμαστη. Ένα αριστοτεχνικό δίκτυο απλώθηκε σαν τεράστιος πολύποδας σ’ όλη τη χώρα. Άξιοι και αξιοθαύμαστοι επίσης ήταν και οι πρώτοι αρχηγοί συμμοριών, αξιωματικοί κατά το πλείστον του Βουλγαρικού στρατού. Σατανικότατα πήραν το Σταυρό και το Ευαγγέλιο στο χέρι, φόρεσαν μια μεγάλη μάσκα στο πρόσωπο. Άρπαξαν το απελευθερωτικό μονοπώλιο. Φόρεσαν και το μανδύα του σταυροφόρου και του ιεραποστόλου.
Οι πράκτορες του Κομιτάτου, όπως οι απόστολοι του Χριστού, καλούσαν στην Ανάσταση όλα τα έθνη. Και δεν έμειναν μόνον στον θεωρητικό τομέα. Προχωρούσαν τις επαγγελίες τους και στον πρακτικό. «Όταν με το όνομα του Χριστού και της Παναγίας (έλεγαν οι άνθρωποι των Κομιτάτων) όλοι οι Τούρκοι ήθελαν ξεπατωθεί χωρίς να μείνει ρουθούνι, μαζί με τη λευτεριά όλα θα γίνουν δικά μας. Τα χωράφια που από πάππο προς πάππο τα ποτίζουμε με ιδρώτα, θα γίνουν καταδικά μας. Τα παιδιά μας θα μπορούν να γίνουν αξιωματικοί, βαλήδες, χωροφύλακες και ό,τι θέλουν. Θα ζούμε όπως θέλουμε. Εμείς θα είμαστε αφεντικά στον τόπο μας».
Ποιος ραγιάς μπορούσε να μη συγκινηθεί μπροστά σε τέτοια οράματα; Ποιος ραγιάς δεν ήθελε να ξεπατωθεί ο Τούρκος που εδώ και 500 χρόνια τώρα του απομυζούσε το αίμα και τον ιδρώτα, τον βασάνιζε, τον ρήμαζε, τον ατίμαζε και τον έσφαζε;
Και όμως! Υπήρξαν πολλοί. Ήταν αυτοί που πίσω απ’ όλες αυτές τις επαγγελίες έβλεπαν την πραγματικότητα και που δεν ήταν άλλη, από το όταν θα έδιωχναν τον Τούρκο κατακτητή, θα είχαν στο σβέρκο τους έναν άλλο δυνάστη. Αλλά και αυτούς είχαν τρόπο να τους αντιμετωπίσουν οι «ιεραπόστολοι της λευτεριάς». Με το… μαχαίρι.
Εκατοντάδες θύματα. Παπάδες, δάσκαλοι, πρόκριτοι, απλοί χωριάτες. Φταίξιμό τους ένα: Δεν μπορούσαν να παζαρέψουν τη συνείδησή τους. Προτιμούσαν τον θάνατο από «απελευθερωτικό» χέρι. Και φωνάζοντας στον εκτελεστή τους: «Γκρηκ σουμ…».
Μαέστροι της προπαγάνδας, όμως, οι άνθρωποι των Κομιτάτων, έβρισκαν αμέσως τον τρόπο να βγαίνουν λάδι. Κόλλαγαν στο θύμα τους τη ρετσινιά του «Τουρκολάτρη» και τελείωναν.
Σχεδόν ανύπαρκτη η παρουσία της Ελλάδας, της επίσημης Ελλάδας, στο χώρο της Μακεδονίας στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Λαβωμένη από την ήττα του 1897, προσπαθούσε να κρατάει διακριτική στάση για τα όσα συνέβαιναν στη Μακεδονία, ακόμα και όταν η αδικία που γινόταν σε βάρος του ελληνικού στοιχείου, ήταν κατάφωρη. Σχεδόν μόνος ο μητροπολίτης Καστοριάς, ο αξέχαστος Καραβαγγέλης και οι δύο – τρεις οπλαρχηγοί, σήκωσαν το δυσβάστακτο βάρος αυτών των χρόνων.
Μπαίνοντας, όμως, το 1903 (και αφού χύθηκε πολύ αίμα) η ελληνική παρουσία άρχισε να γίνεται αισθητή. Ανάσαναν οι εγκαταλελειμένοι. Στο «επιχείρημα» του κομιτατζή είχαν το θάρρος τώρα να απαντήσουν με δικά τους επιχειρήματα. Και κυρίως ότι μπορούσαν να απαντήσουν με μαχαίρι, στο μαχαίρι.
Θορυβήθηκαν τα Κομιτάτα. Κάπου κατάλαβαν ότι ο χρόνος άρχισε να δουλεύει σε βάρος τους. Πώς θα μπορούσαν να ελέγχουν και να καθοδηγούν ολόκληρες περιοχές, όταν αυτές θα γεμίσουν με αντάρτικα ελληνικά σώματα; Έπρεπε συνεπώς να προλάβουν τα γεγονότα. Και έριξαν τον κύβο: ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ.
Και στις 20 Ιουλίου, ημέρα Κυριάκη, ημέρα του Προφήτη Ηλία (Ηλί-Ντεν), εκεί ψηλά στο Κρούσοβο, σήκωσαν το μπαϊράκι τους. Σύνθημα ένα: «Εμπρός για τη λευτεριά, φωτιά στον Τούρκο δυνάστη».
Εννιά μέρες κράτησε η «Επανάσταση του Ίλιντεν». Όσες χρειάστηκαν για να συνειδητοποιήσουν την κατάσταση τα δυσκίνητα τουρκικά ασκέρια. Στις 30 Ιουλίου που πρόλαβαν τα τάγματα του Μπαχτιάρ πασά, η «Πρώτη λεύτερη Μακεδονική Δημοκρατία» διαλύθηκε όπως ο καπνός των κάμπων, που καίγονταν στο διάστημα της «επικράτησής» της.
Σαν σίφουνας έπεσαν πάνω στα χωριά τα τούρκικα φουσάτα. Εκατοντάδες τα θύματα. Θρήνος και οδυρμός πάνω στα ερείπια. Άφαντοι οι «υπερασπιστές της λευτεριάς». Αποτραβήχτηκαν έντεχνα στα απρόσιτα λιμέρια τους, για να λογαριάσουν τα… κέρδη τους.
Ο Γεωρ. Μόδης γράφει: «Οι Βούλγαροι δεν πήγαιναν για νίκες. Πρακτικοί άνθρωποι επιδίωξαν με το κίνημα και πρακτικούς σκοπούς: την εξέγερση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας Κοινής Γνώμης (πράγμα που πέτυχαν). Αν κάηκαν χωριά και εδεινοπάθησαν πληθυσμοί λίγο τους ένοιαζε. Όσο περισσότερα ήταν τα θύματα τόσο το καλύτερο. Έκαμαν θαυμάσια τη δουλειά τους και μάλιστα με δικά μας κόλλυβα. Ελληνόφωνα χωριά ερήμαζαν οι τούρκοι. Με ένα σμπάρο πέτυχαν δύο τριγόνια: Την ελληνική καταστροφή και τη Βουλγαρική εκμετάλλευση».
Και η Ιστορία τράβηξε το δρόμο της. Και πρέπει να πούμε ότι η «Επανάσταση του Ίλιντεν» είχε και μία ευεργετική επίδραση: Ταρακούνησε ολόκληρη την Ελλάδα. Και αμέσως σχεδόν γέμισε η Μακεδονία με αντάρτικα ελληνικά σώματα. Ο Παύλος Μελάς που έπεσε στη Σιάτιστα έγινε φωτεινός οδηγός για πολλούς αξιωματικούς. Με αγώνα σκληρό κατάφεραν να κρατήσουν τη Μακεδονία στους κληρονόμους του Φιλίππου.

***
Σήμερα παρουσιάζονται ως διεκδικητές οι Γιουγκοσλάβοι – Σκοπιανοί. Από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας ανασύρθηκε πάλι στις ημέρες μας το θέμα. Αλλά μήπως θα πρέπει να θυμούμαστε και τα λόγια του Πολύβιου που γράφει: «Από την ιστορία μαθαίνουμε ότι τίποτα δεν γίνεται τυχαία, αλλά όλα έχουν τις αιτίες τους».
Ποιος ξέρει ποια είναι τα βαθύτερα αίτια της ανακίνησής του…