Κωνσταντίνου και Μπέτυς το ανάγνωσμα...

on .

Ανήμερα της μεγάλης γιορτής της Χριστιανοσύνης, Κωνσταντίνου και Ελένης, ο φίλος μας ο Μπά­μπης εμφανίστηκε στο τσιπουράδικο του «Μπε­λαμή», εμφανώς εκνευρισμένος. Παρότι στην αρχή ήταν ανένδοτος, όταν πείστηκε πως με δυο ποτηράκια τσίπουρο και μια … εξομολόγηση σε φίλους θα εύρισκε την ηρεμία του, μας διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:
Η θεία μου η Μπέτυ, ξεκίνησε να λέει ο Μπάμπης, ποτέ δεν είχε κρύψει τις φιλοδοξίες της! Ο καημός της ο μεγάλος, ήταν να φτάσει πολύ ψηλά! Και τα κατάφερε! Το είχε προβλέψει άλλωστε αυτό και το… φλιτζάνι: «Αυτή η κοπέλα, μεγάλη πόρτα θα διαβεί... Μια μέρα θα γίνει μεγάλη και τρανή... Θα πίνει τον καφέ της στα μεγάλα τα σαλόνια...»!
 Όλα τα «μεγάλα» τα είχε μαντέψει το φλιτζάνι, εκτός από την ηλικία του άντρα που θα έπαιρνε! Πράγματι, ο θείος Κώστας που ήταν ένας απλός υπάλληλος της ΔΕΗ, μόνο στην ηλικία ήτανε μεγάλος όταν τον παντρεύτηκε η Μπέτυ, αφού ούτε λίγο ούτε πολύ, της έριχνε είκοσι δύο χρόνια!
«Τι αμερικάνικο όνειρο και κουραφέξαλα μου λέτε;», έλεγε πάντα χαμογελαστή και αισιόδοξη η Μπέτυ, «Η χώρα των μεγάλων ευκαιριών είναι η Ελλάδα μας, αρκεί να πιάσεις τον σφυγμό της»! Και δώσ’ του μπάρμπεκιου στους προϊστάμενους του Κώστα, με κρέας πάπιας και αγριογούρουνου που υποτίθεται πως είχε κυνηγήσει ο θείος. Δώσ’ του τραπεζώματα στους πολιτευτές με φρέσκο ψάρι του Αργοσαρωνικού. Δώσ’ του δωράκια στους πολιτικούς προστάτες του λαού και στους κομματικούς εγκάθετους. Τον έπιασε για τα καλά τον… σφυγμό και έφτασε τον θείο μέσα σε μια τετραετία, Διευθυντή στο Υπουργείο Συγκοινωνιών!
Η αλήθεια είναι, συνέχισε ο Μπάμπης, πως ο θείος Κώστας ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Να σκεφτείτε, όταν κάποτε βρέθηκα σε δύσκολη κατάσταση, ήταν ο μόνος από όλους τους συγγενείς που μου συμπαραστάθηκε. Και μάλιστα, χωρίς καν να του το ζητήσω. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε εγώ και η γυναίκα μου, να τον επισκεφτούμε στη γιορτή του για τις σχετικές ευχές. Τότε όμως ήταν που έκανα το μοιραίο λάθος. Ανέθεσα το δώρο που θα πηγαίναμε στον θείο, να το διαλέξει η γυναίκα μου!  
-  Τι πήρες για τον θείο; Τη ρώτησα!
- Ένα καταπληκτικό λικέρ «Μπατίντα ντε Κόκο», μου απάντησε!
-  Γιατί δεν έπαιρνες ένα ακριβό ουίσκυ σαν αυτό που πήραμε τις προάλλες στον δικό σου τον θείο τον Γιώργο; της είπα! Θα γίνουμε ρεζίλι!
-  Το λικέρ αυτό, που έχει γίνει και τραγούδι με την Αρλέτα, είναι το καλύτερο, μου αποκρίθηκε. Είμαι σίγουρη πως η θεία Μπέτυ που ξέρει από αυτά, θα το εκτιμήσει ιδιαίτερα! Εξάλλου, το είχε προσφορά το σούπερ μάρκετ, το τύλιξα και σε ένα ωραίο χαρτί περιτυλίγματος και είναι μούρλια. Να με εμπιστεύεσαι σ’ αυτά!
Δεν είπα τίποτε γιατί τα… αυτά, συνέβησαν στο παραπέντε!
Σαν φτάσαμε στην έπαυλη του θείου που γινόταν η γιορτή, πέσαμε πάνω σε καμιά διακοσαριά – τρακοσαριά νοματαίους, που είχαν ήδη θρονιαστεί στο σαλόνι και στον κήπο του σπιτιού, γύρω από την φωταγωγημένη πισίνα! Η θεία Μπέτυ άρπαξε από τα χέρια μου το μπουκάλι με το ποτό, έβγαλε βιαστικά το περιτύλιγμα, κοίταξε ανέκφραστα την ετικέτα και χωρίς να πει κουβέντα, μας γύρισε την πλάτη και χάθηκε ανάμεσα στους καλεσμένους της!
-  Σα να μου φάνηκε πως θύμωσε η θεία, είπα τότε στη γυναίκα μου.
-  Τι λες καλέ, μου αποκρίθηκε εκείνη. Εγώ την βρήκα μια χαρά. Παρατήρησες αλήθεια με πόσο θαυμασμό κοίταγε το φόρεμά μου;
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα τον θείο μου! Ωστόσο κάθε χρόνο στη γιορτή του τον παίρνω τηλέφωνο για τις ευχές. Το ίδιο έγινε και σήμερα.
-  Τι έχεις θείε, του λέω, δεν σε ακούω και τόσο χαρούμενο.
-  Τι να έχω, μου απάντησε αυτός, κάποτε που είχα εξουσία, το σπίτι ήταν γεμάτο με κόσμο που παριστάνανε τους φίλους και τώρα με ξεχάσαμε όλοι. Από το πρωί είσαι ο μοναδικός που τηλεφώνησε. Όσο για επισκέψεις; Ούτε ένας!
-  Κι αυτές οι φωνές που ακούω στο δωμάτιο τι είναι;
-  Είναι τα εγγονάκια μου που παίζουν.
-  Και γιατί δεν παίρνεις να εγγόνια σου  να τα πας μια βόλτα με το αυτοκίνητο, του λέω. Να ξεσκάσεις!
Δεν πέρασαν ούτε δυο ώρες και χτυπάει το τηλέφωνό. Ήταν ο θείος.
-  Μπάμπη, μου λέει. Θα ήθελα παιδί μου να σε ευχαριστήσω γιατί μου άνοιξες τα μάτια. Είχα την ευτυχία μες στα πόδια μου με τα εγγονάκια μου και δεν το είχα αντιληφθεί. Περίμενα χαρά και αναγνώριση από τους ξένους!
-  Χαίρομαι θείε μου, του είπα. Με την ευκαιρία, δώσε μου και την θεία Μπέτυ να της πω κι αυτής χρόνια πολλά!
-  Αυτό δεν γίνεται, μου απάντησε εκείνος διστακτικά. Η θεία σου η Μπέτυ είναι κλειδωμένη στο δωμάτιό της και δεν θέλει να μιλήσει σε κανέναν. Μου είπε μάλιστα κάτι περίεργο. Πως όταν θα έπαιρνες τηλέφωνο εσύ και η γυναίκα σου, να σας έλεγα πως λείπει ταξίδι στα νησιά «Μπατίντα ντε Κόκο» κι εσείς θα καταλαβαίνατε!
Σ’ αυτό το σημείο τέλειωσε την ιστορία του ο Μπάμπης κι άδειασε άσπρο πάτο το ποτήρι του.
-  Μα καλά ρε Μπάμπη κι εσένα τι είναι αυτό που τόσο σε ενόχλησε; Τον ρώτησε τότε κάποιος από την παρέα!
-  Αυτό που με ενόχλησε περισσότερο ήταν η απάντηση της γυναίκας μου, όταν της είπα τα καθέκαστα! Πως δηλαδή η θεία μου είχε γίνει έξω φρενών με το μπουκάλι το ποτό που τους είχαμε πάει στη γιορτή και πως μας το φύλαγε μανιάτικο. Και τότε εκείνη η αφιλότιμη μου είπε: «Σου τα ΄λεγα εγώ καημένε μου Μπάμπη, πως με αυτό το ποτό που διάλεξες θα γίνουμε ρεζίλι! Αλλά εσύ είσαι ξεροκέφαλος, γιατί ποτέ σου δεν με άκουγες! Άρπα την τώρα»!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΒΕΛΕΓΚΑΣ